Συνήθως μετά τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας του λαού του ΠΑΟΚ οι υπουργοί έτρεχαν στη Σαλονίκη: αυτή τη φορά κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ίσως γιατί όλοι ξέρουν το πρόβλημα, αλλά κανείς τη λύση του. Αντιθέτως ο «λαός του ΠΑΟΚ» έγινε θέμα συζήτησης για μία ακόμα Κυριακή, αυτή τη φορά γιατί έκανε κατάληψη στην Τρίπολη. Η συμπεριφορά μιας μερίδας οπαδών και οι διεκδικήσεις της διοίκησης είναι θεωρητικά δύο πράγματα διαφορετικά. Ομως, θα συνιστούσα στον Θοδωρή Ζαγοράκη, αν θέλει να πιάσουν τόπο οι πιέσεις του στα κυβερνητικά στελέχη, να κάνει κάτι για να συνετίσει κάποιους που μοιάζουν να μη μαζεύονται. Κυρίως γιατί αν γίνει κάτι ακραίο (που παραλίγο να γίνει στην Τρίπολη), κάτι μου λέει ότι οι έτσι κι αλλιώς «μπερδεμένοι» με τη λύση του προβλήματος του ΠΑΟΚ κρατικοί λειτουργοί θα πατήσουν σ' αυτό για να αποποιηθούν τις ευθύνες της λύσης του.
Μάκης
Το κράτος είναι στριμωγμένο με το θέμα του ΠΑΟΚ. Κυβερνητικοί παράγοντες αναγνωρίζουν ότι τα περίπου 22 εκατομμύρια ευρώ που χρωστά ο ΠΑΟΚ στο ελληνικό δημόσιο μετά την αφαίρεση των προσαυξήσεων είναι μεν αποτέλεσμα κακής διαχείρισης, αλλά προέκυψαν και εξαιτίας της έλλειψης ελέγχων. Το κράτος στις περιπτώσεις των ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιρειών ελέγχει σχεδόν πάντοτε μετά το «μεγάλο φαγοπότι», αφού δηλαδή γίνει το «έγκλημα»: για την ακρίβεια, δεν ελέγχει, ρυθμίζει. Το νομοθετικό πλαίσιο περί επαγγελματικού αθλητισμού, έτσι όπως διαμορφώθηκε από το 1979 και έπειτα με πέντε συνολικά νόμους, επιτρέπει στα φυσικά πρόσωπα που διοικούν τις ΠΑΕ να τις καταχρεώνουν χωρίς ποινικές ευθύνες. Οσοι όλο αυτό το διάστημα δημιούργησαν χρέη απλώς τα μεταβίβασαν στον επόμενο ιδιοκτήτη: ο Μάκης Ψωμιάδης είχε πει κάποτε θυμόσοφα ότι «στο ποδόσφαιρο ο επόμενος πληρώνει τον προηγούμενο». Και ο φαύλος κύκλος δεν κλείνει ποτέ, προσθέτω εγώ.
Βούληση
Εκτός από την πολιτική βούληση υπάρχει και το προηγούμενο. Δεν έχουμε ένα κράτος που προέκυψε στις εκλογές του Σεπτέμβρη από παρθενογένεση. Τριάντα χρόνια τώρα, μπροστά στο δίλημμα «ασκώ ελέγχους και επιβάλλω πτωχεύσεις» ή «καλοπιάνω οπαδούς και στρουθοκαμηλίζω» η πολιτεία έκανε το δεύτερο. Οι κυβερνήσεις πρόσφεραν δεκανίκια σε ετοιμόρροπες οικονομικά ΠΑΕ μέσω ρυθμίσεων που ψηφίζονταν πάντοτε με τη μέγιστη πολιτική συναίνεση -μην το ξεχνάμε. Η δικαιολογία της προνομιακής μεταχείρισης των ΠΑΕ ήταν ότι σε περίπτωση πτώχευσης το κράτος θα έχανε όλα τα οφειλόμενα. Ετσι, αντί να γίνει το προφανές, δηλαδή να προβλεφτεί νομοθετικά η τιμωρία των προέδρων των ΠΑΕ που οδήγησαν τις ομάδες τους στην απόλυτη οικονομική καταστροφή, αναζητούνταν τρόποι για να διευκολυνθούν οι χρεοκοπημένες εταιρείες και όσοι αναλάμβαναν την οικονομική εξυγίανσή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη ρύθμιση χρεών που έγινε ποτέ (το πρώτο χάρισμα δηλαδή) ανακοινώθηκε το 1979 ακριβώς με την ιδρυτική πράξη του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου: με τη σύστασή τους οι ΠΑΕ απέκτησαν το προνομιακό τότε δικαίωμα να πληρώσουν σε πενήντα δόσεις και χωρίς προσαυξήσεις όλα τα χρέη που κουβαλούσαν τα ποδοσφαιρικά τμήματα των ερασιτεχνικών σωματείων από τα οποία αυτές προέρχονταν.
Αρχή
Φυσικά ήταν να μη γίνει η αρχή. Το 1992 (μετά την επεισοδιακή φυγή του Γιώργου Κοσκωτά από τον Ολυμπιακό) το σύνολο της Βουλής (με μοναδική εξαίρεση το ΚΚΕ) ψήφισε τον Νόμο 2021 που κατέθεσε ο Στέφανος Μάνος: με τα άρθρα 13, 14 και 15 ρυθμίζονταν τα χρέη της ΠΑΕ Ολυμπιακός και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά (πιο συγκεκριμένα οι οφειλές προς την κρατικοποιημένη μετά το σκάνδαλο Τράπεζα Κρήτης) όχι απλώς χαριζόταν, αλλά αποπληρωνόταν από το δημόσιο: μιλάμε για οφειλές της τάξης των 8 εκατομμυρίων ευρώ! Ο νέος πρόεδρος Σωκράτης Κόκκαλης πλήρωσε τελικά τα υπόλοιπα, δηλαδή 9 εκατομμύρια ευρώ περίπου σε 120 δόσεις. Στον νόμο Μάνου, έπειτα από μια σχετική τροποποίηση, βρήκαν καταφύγιο και άλλες 22 ΠΑΕ ένα μόλις χρόνο αργότερα. Και αυτές ρύθμισαν τα χρέη τους σε ενενήντα δόσεις! Ακολούθησε μια νέα ρύθμιση το 1996 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που αφορούσε νέα χρέη της τάξης των 6 εκατομμυρίων ευρώ από 25 ΠΑΕ που δεν είχαν μπει στις προηγούμενες ρυθμίσεις. Ολα αυτά πριν φτάσουμε στους νόμους περί ειδικής εκκαθάρισης που ο Ευάγγελος Βενιζέλος εμπνεύστηκε το 2001, στην περίφημη χρήση του άρθρου 44, που το 2004 έσωσε από διάλυση την ΑΕΚ και τον Αρη και στις ρυθμίσεις χρεών που ο Γιώργος Ορφανός και οι συνεργάτες του πρόσφεραν σαν σανίδα σωτηρίας στους χρεοκοπημένους τα δύο τελευταία χρόνια.
Ανάξια
Αν δεν υπήρχαν αυτές οι προηγούμενες καιροσκοπικά κρατικές παρεμβάσεις, η απαίτηση του ΠΑΟΚ για λύση στα προβλήματα που δημιούργησαν οι διοικήσεις του θα ήταν ανάξια συζήτησης. Τώρα και με τέτοιο παρελθόν χαριστικών παρεμβάσεων ποιος κρατικός λειτουργός θα τολμήσει να πει στους οπαδούς και τους διοικούντες τον ΠΑΟΚ ότι αυτά που ζητούν δεν γίνονται; Από ό,τι βλέπω, κανείς! Εκτός κι αν οι ίδιοι οι οπαδοί με τη συμπεριφορά τους έστρεφαν αλλού τη συζήτηση. Αν, π.χ., γινόταν το γήπεδο της Τρίπολης πεδίο μάχης, να είσαστε βέβαιοι ότι η συζήτηση που ο Ζαγοράκης προσπαθεί με κόπο να επιβάλει θα μετατοπιζόταν. Για την ακρίβεια, κανείς δεν θα συζητούσε αν ο ΠΑΟΚ έχει τα δίκια του και όλοι θα στέκονταν στη βίαιη αντίδραση των οπαδών του.
Χαλινάρι
Συμφέρει τον ΠΑΟΚ κάτι τέτοιο; Δεν το νομίζω. Γι' αυτό καιρός είναι να μπει λίγο χαλινάρι στους γραφικούς ταραξίες και γρήγορα. Το λέω στον Ζαγοράκη και θα με καταλάβει: «διοικώ» σημαίνει και «κακοκαρδίζω»...
Κασσάνδρα
Eίδα το «Ονειρο της Κασσάνδρας» του Γούντι Αλεν –που πολύ θα ήθελα να είναι θείος μου και να μου λέει τις εξωφρενικές του ιστορίες, αλλά που σκηνοθέτης έχει σταματήσει να είναι καιρό τώρα: ίσως από τις «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ», την τελευταία αληθινά φροντισμένη δουλειά του.
Ο Γούντι Αλεν ούτε βαρέθηκε ούτε στέρεψε –απλώς γέρασε. Γέρασε γλυκά και όμορφα, γιατί ακόμα το μυαλουδάκι του γεννάει παραμύθια, αλλά τα γηρατειά του φαίνονται στην τέχνη του. Οι τελευταίες του ταινίες, ακόμα και το υπερτιμημένο «Match point», είναι στη φόρμα τους ολόιδιες: οι ηθοποιοί αυτοδιευθύνονται κάνοντας περίπου ό,τι πολύ ή λίγο μπορούν, η φωτογραφία είναι τόσο τυποποιημένη και άχαρη που θυμίζει λήψη από κινητό, οι χώροι (ακόμα και όταν είναι αναγνωρίσιμοι, όπως αυτοί του Λονδίνου) μοιάζουν με φτωχότατα σκηνικά και οι λήψεις προδίδουν τη βαρεμάρα της τρίτης ηλικίας. Οπως συμβαίνει με όλες τις ιστορίες των παππούδων μας, τα νοήματα και τα συμπεράσματα είναι πιο σημαντικά από τη φόρμα και τις λεπτομέρειες –είναι άλλο όμως τα παραμύθια που διηγείται ο παππούς στα εγγόνια του και άλλο το σινεμά και οι αναγκαίες συμβάσεις του. Τρέμω στην ιδέα για το πώς θα ήταν το «Μανχάταν» αν ο καλός θείος Γούντι το γύριζε σήμερα.
Ο Αμερικανός δεν σταματά δευτερόλεπτο να κάνει ταινίες και αυτή η κινηματογραφική πολυλογία του είναι η αδυναμία του. Κάνοντας μια ταινία κάθε οκτώ μήνες, ακόμα και αν το εύρημα είναι ενδιαφέρον ή μπεργκμανικό, όπως στην «Κασσάνδρα», τίποτα δεν ολοκληρώνεται και τίποτα δεν αποκτά την πληρότητα που είχε ο «Νευρικός Εραστής» ή «Η Χάνα και οι αδερφές της». Ο Γούντι Αλεν έχασε το πλάνο του και όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν σε αυτό η Μία Φάροου ή η Νταϊάν Κίτον. Κάποτε σου χρειαζόταν μισό λεπτό για να καταλάβεις ότι μια ταινία είναι δική του. Τώρα το στυλ έχει περιοριστεί σε μια ερασιτεχνική διεκπεραιωτική μανιέρα: αν το 'κανε για τα χρήματα, μπορεί και να τον καταλάβαινα, αλλά ο μπαγάσας το κάνει μόνο γιατί τον έχει πιάσει άγχος να προλάβει να τα πει όλα.
Το «Ονειρο της Κασσάνδρας» δεν βλέπεται, αλλά ακούγεται ευχάριστα: μοιάζει αχρονικό και γεμάτο αυτοσχεδιασμούς σαν την τζαζ που αρέσει στον δημιουργό του. Κυρίως θυμίζει γενική πρόβα και όχι τελική πρόταση. Αν σας αρέσουν οι ιστορίες του Γούντι, μην το χάσετε. Κυρίως γιατί μπορεί να θυμηθείτε τις ταινίες του...