Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ηθικό θέμα, το οποίο έθεσαν τα παράπονα του Πεσέιρο για το -απωθητικό όντως- παιχνίδι της Ξάνθης στη Λεωφόρο. Λοιπόν, τι λέτε; Δικαιούται ένας προπονητής να διαμαρτύρεται στο όνομα της ποδοσφαιρικής αισθητικής για την επιλογή των αντιπάλων να μην «ξεμυτούν» από τη σέντρα και να κινούνται επί 90' σαν έντεκα έμψυχες... καταψύξεις, «παγώνοντας» διαρκώς τον όποιο ρυθμό διαθέτει η αναμέτρηση;
Ο γράφων απαντά: όχι. Εάν η ισχυρή, καλύτερη ομάδα αδυνατεί να θρυμματίσει οποιοδήποτε εκνευριστικό, αντιαισθητικό «μπετόν αρμέ», αυτό συνιστά δικό της αγωνιστικό πρόβλημα που χρήζει αυτοκριτικής. Το ότι η αποτυχία του ισχυρού σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί -ακουσίως μεν, εξ αντικειμένου δε- ως επιβράβευση του αντι-ποδοσφαίρου είναι πρόβλημα του ποδοσφαιρικού μας στερεώματος. Δεν εξαλείφει την αποτυχία του ισχυρού -αντιθέτως τη διπλασιάζει: αν ήταν καλύτερος, δημιουργικότερος και πληθωρικότερος στο παιχνίδι του, τότε εκείνος μεν θα κέρδιζε τους τρεις βαθμούς, το δε αντι-ποδόσφαιρο θα έχανε πόντους.
Εάν, πάλι, κατά τη διάρκεια μιας αγωνιστικής σεζόν συμβεί αρκετές φορές να κάνουν ζημιές στους εγχώριους «Γολιάθ» κάποιοι «Δαβίδ», όχι με τον τρόπο και τη νοοτροπία του Αστέρα Τρίπολης, αλλά με τη «συνταγή» της Ξάνθης στη Λεωφόρο, αυτό θα είναι καλό ερέθισμα να αναλογιστούμε κάτι: καλές και άγιες οι πολλές εκπλήξεις που προσδίδουν ενδιαφέρον στο πρωτάθλημα, αλλά ακόμα καλύτερα θα ήταν να τις «κυοφορεί» (και) η ουσιαστική βελτίωση των «μικρών», όχι (μόνο) η αστάθεια των «μεγάλων».
Ας μην μπερδεύουμε, λοιπόν, προβλήματα, ιδιότητες και... δικαιοδοσίες. Εάν ο Πεσέιρο ήταν απλός φίλαθλος, θα είχε κάθε δικαίωμα να παραπονιέται, όπως ακριβώς μπορεί να «σφυρίζει» ο θεατής ενός αγώνα μποξ, δυσφορώντας με το αουτσάιντερ που δεν εννοεί να πυγμαχήσει. Ο θεατής έχει αυτό το δικαίωμα όχι όμως και ο Τάισον, ο Αλι, ο Φρέιζερ, ο Στίβενσον. Αυτοί απλώς πρέπει να νικήσουν.
Οσο για την αισθητική του ποδοσφαίρου, κακά τα ψέματα, αυτή δεν την ταλαιπωρούν μόνο άμυνες-ταμπούρια και καθυστερήσεις από το πρώτο λεπτό. Δεινοπαθεί σε πολλές ακόμα περιπτώσεις: αβίαστες πλην λανθασμένες πάσες που στέλνουν την μπάλα «συστημένη» στα πόδια των αντιπάλων. Παιδαριώδεις απόπειρες κοντρόλ -και η μπάλα «αλλού γι' αλλού». Κατά συρροή στραβοκλοτσιές. Αδυναμία των παικτών μιας ομάδας να αλλάξουν τρεις μπαλιές. Ακούσατε ποτέ κανέναν οπαδό -αφήστε τους προπονητές- μιας μεγάλης ομάδας να παραπονεθεί για τέτοιου είδους κακοτεχνίες στο παιχνίδι της υποδεέστερης; Οχι. Γιατί; Διότι, απλούστατα, τέτοιες εκπτώσεις ποδοσφαιρικής ποιότητας υποβοηθούν τον ισχυρό. Αρα το θέαμα δεν είναι το μόνιμο ζητούμενο, αλλά το ευκαιριακό άλλοθι. Στις δυσκολίες ή τις αποτυχίες.
Μακροπρόθεσμα, βεβαίως, ο εγκλωβισμός στο αντι-ποδόσφαιρο (ουδεμία σχέση με το βασισμένο σε σχέδιο παιχνίδι) και η αναγωγή του σε «τρόπο ζωής» καταλήγει σε τρόπο... θανάτου. Από τον Αθηναϊκό μέχρι την Προοδευτική αφθονούσαν κάποτε στην Α΄Εθνική ομάδες που μπορούσαν να κλέψουν βαθμό στις έδρες των «μεγάλων» ευκολότερα, ας πούμε, από την Ξάνθη των '90ς. Εκείνη, όμως, έμαθε να παίζει μπάλα -κι ας συνόδευσαν τη μαθητεία ορισμένες... υπέρμετρα βαριές ήττες, στα χρόνια της ποδοσφαιρικής της ανωριμότητας. Αποτελεί ειρωνεία της τύχης το γεγονός ότι η Ξάνθη είναι η ομάδα που συνδέθηκε, τις τελευταίες ημέρες, με τον όρο «απωθητικό ποδόσφαιρο». Αν είναι «αναγκαίο κακό» μιας χρονικής συγκυρίας, μικρό το κακό. Διαφορετικά, κρίμα...