Στις δίκες που ακολούθησαν την εξέγερση του Τσαρλς Στιούαρτ, το 1745, ανάμεσα σε άλλους καταδικάστηκε και ο Ιέιν Νταλ ΜακΚέι, ο τυφλός μουσικός της σκωτσέζικης οικογένειας. Αποδεδειγμένα στη μάχη του Καλόντεν ο τυφλός και υπέργηρος ΜακΚέι δεν χρησιμοποίησε και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει όπλο. Παρά ταύτα, το αγγλικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο θεωρώντας ότι η γκάιντα, από τη στιγμή που με τη μουσική της είχε σκοπό την εμψύχωση των στασιαστών, ήταν και η ίδια όπλο. Αν αντικαταστήσετε το «γκάιντα» με το «μικρόφωνο» ή το «πληκτρολόγιο», έχετε έτοιμο τον αντίλογο στο επιχείρημα της δημοσιογραφικής πιάτσας «εμείς δεν είμαστε υπεύθυνοι για το γίνεται στις ομάδες, εμείς δεν παίζουμε για να μπορέσουμε να κερδίσουμε ή να χάσουμε». Sorry, mates, αλλά εμείς εύκολα μπορούμε να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα γι' αυτούς που παίζουν. Και, όπως ο ΜακΚέι μετά την καταδίκη του δέχτηκε την ευθύνη του και εκτελέστηκε, έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να την αποποιηθούμε. Η οποία, όμως, υπάρχει μόνο όταν η δημοσιογραφική γκάιντα παίζει έναν και μόνο σκοπό, που συνήθως είναι του μεγάλου.

Την ιστορία του τυφλού μουσικού της οικογένειας των ΜακΚέι τη θυμάμαι συνεχώς ακούγοντας περιγραφές αγώνων. Τρία σερί διαιτητικά λάθη έκανε ο Κασναφέρης από την αρχή του ματς του Παναθηναϊκού και τα τρία συμπτωματικά ήταν, σύμφωνα με την περιγραφή υπέρ του θηρίου που ονομάζεται Ξάνθη. Πταίσμα, όταν σκεφτώ τις περισσότερες περιπτώσεις που οφθαλμοφανώς ευνοείται μια μεγάλη ομάδα. Για παράδειγμα, όταν βάζει γκολ από θέση οφσάιντ. Τις περισσότερες φορές το γκολ για τον μεγάλο δεν μπαίνει από θέση οφσάιντ, αλλά «από παίκτη που μοιάζει να βρίσκεται πίσω από τους αμυντικούς». Μου θυμίζει όταν, για παράδειγμα, κάποιος δεν θέλει να με προσβάλει και λέει «ο κύριος με τα λίγα μαλλιά», υποχρεώνοντάς με να πω «"φαλακρός" το λένε αυτό».

Στο ελληνικό πρωτάθλημα, όμως, κρατιούνται υποτυπωδώς τα προσχήματα. Εκεί που γίνεται το έλα να δεις είναι στα διεθνή παιχνίδια. Στα οποία όταν διαιτητές αποβάλλουν παίκτη των αντιπάλων επειδή φορούσε σκουλαρίκι, όπως είχε γίνει με την ΑΕΚ και τη Χαρτς, ο διαιτητής «εφάρμοσε κατά γράμμα τον κανονισμό», ενώ όταν βάζουμε γκολ από παραμύθι πέναλτι, όπως ήταν αυτό της Ελλάδας με την Ουγγαρία, να πάει να χεστεί ο κανονισμός και «εμάς, άλλωστε, δεν μας χαλάει».

Μικρό το κακό, θα πει κανείς, τα στραβά μάτια γίνονται για εθνικό σκοπό. Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω. Διότι ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους γίνονται τα στραβά μάτια, δείχνουν στον κόσμο ότι ένας δημοσιογράφος μπορεί να βλέπει τα πράγματα όπως τον βολεύουν. Αν αλληθωρίζει για εθνικούς σκοπούς, το ίδιο μπορεί να αλληθωρίσει για οπαδικούς. Επίσης, αυτό που περισσότερο τον ενδιαφέρει δεν είναι τι γίνεται, αλλά από ποιον. Επειδή, λοιπόν, για τον κόσμο, για τους Εβραίους και τους δημοσιογράφους η ευθύνη είναι συλλογική, ένας το κάνει, αλλά όλοι το πληρώνουν. Το γράφω μετά τα επεισόδια στο Αλκαζάρ και το «Βικελίδης», που προβλέπεται να συνεχιστούν μέχρι να αποδεχθούμε ότι το επιχείρημα «εμείς δεν παίζουμε μπάλα» είναι καλό μόνο όταν το πληκτρολόγιο και το μικρόφωνο φανερά ανήκουν, όχι στον στρατό κάποιου, αλλά σε όλους.


Οι οπαδοί της ΑΕΚ που πέταγαν τις φωτοβολίδες στο «Κλεάνθης Βικελίδης» ήταν δύο. Ας πούμε ότι μαζί τους βρίσκονταν και δέκα-είκοσι άτομα του club στο οποίο ανήκαν που τους κάλυπταν με την παρουσία τους. Ας πούμε ότι υπάρχουν άλλα είκοσι άτομα που είδαν ποιοι πέταγαν τις φωτοβολίδες. Το σύνολο των φυσικών ενόχων, των συνεργών και των απρόθυμων να βοηθήσουν την Αστυνομία να σταματήσει τη ρίψη των φωτοβολίδων μπόλια να είναι 50 άτομα. Από εκεί και πέρα, 750 οπαδοί της ΑΕΚ που ήταν αμέτοχοι στη ρίψη των φωτοβολίδων και έμπρακτα έδειξαν την ειρηνική διάθεσή τους, αποχωρώντας χωρίς επεισόδια από το γήπεδο, τιμωρήθηκαν χάνοντας το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα που είχαν πληρώσει για να τον παρακολουθήσουν. Σε υπεράσπιση, λοιπόν, των δικαιωμάτων αυτών των 750, μερικές σκέψεις και κάποιες λύσεις, έτσι ώστε στο όνομα της προσωπικής ελευθερίας τα δικαιώματα των λίγων να μην αφαιρούν τα δικαιώματα των πολλών.

Κατ' αρχάς να διευκρινιστεί ότι με τους πιο έμπειρους αστυνομικούς και με τη βοήθεια μηχανημάτων x-rays οκτακόσιοι οπαδοί που θα μπαίνουν από τρεις εισόδους για να ελεγχθούν διεξοδικά χρειάζονται πάνω από δύο ώρες, αν ο έλεγχος του κάθε θεατή διαρκεί μισό λεπτό. Οι έλεγχοι στις εισόδους των γηπέδων είναι πάντα επιλεκτικοί, του τύπου «ύποπτη μούρη αυτός, να τον ψάξουμε καλύτερα», και αυτοί που πιάνονται είναι μόνο τα κορόιδα και οι πρωτάρηδες που αποφασίζουν να το παίξουν χούλιγκαν. Για παράδειγμα, αν ένας οπαδός αποφασίσει να περάσει το πιστόλι των φωτοβολίδων μέσα σε μαξιλαράκι για το κάθισμα ή κολλημένο με σελοτέιπ μέσα σε εφημερίδα που κρατάει, οι πιθανότητες ο αστυφύλακας να μπει στη φασαρία να απαιτήσει να σκιστεί το μαξιλαράκι ή να σκεφτεί να κοιτάξει μέσα στη ρολαρισμένη εφημερίδα είναι μηδαμινές. Το ότι δύο άτομα πιάστηκαν δεν οφείλεται στο ότι όλοι οι οπαδοί της ΑΕΚ ψάχτηκαν στην έξοδο, αλλά στο ότι κάποιοι στη διάρκεια των επεισοδίων «καρφώθηκαν» και συνελήφθησαν επειδή δεν τους πήγε η καρδιά να πετάξουν αυτά που κουβάλαγαν πριν αποχωρήσουν.

Το ονομαστικό εισιτήριο δεν μπορεί επίσης να αποτελέσει λύση. Σε γήπεδα που γίνεται το έλα να δεις, όπως τα ελληνικά, το να αναγνωριστεί η θέση από την οποία πετάχτηκε ένα αντικείμενο ή ρίχτηκε φωτοβολίδα δεν αποτελεί πειστήριο για κανένα δικαστήριο. Δεν χρειάζεται παρά να αναφέρω τα γεγονότα της Τρίπολης, όπου η Αστυνομία δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει το δικαίωμα των οπαδών του Αστέρα να καθίσουν στις θέσεις τους. Οποιοσδήποτε πάει κατηγορούμενος στο δικαστήριο επειδή, σύμφωνα με την Αστυνομία, ένας κουκουλοφόρος με το πρόσωπο καλυμμένο με κασκόλ πέταγε φωτοβολίδες από τη θέση του, δεν έχει παρά να πει ότι ο ίδιος κουκουλοφόρος τον υποχρέωσε να κάτσει αλλού και, αθώος ή ένοχος, αποκλείεται να βρεθεί δικαστήριο να τον καταδικάσει. Οπως αποδείχθηκε και από το ματς της Εθνικής Ελλάδας με την Τουρκία, τα ονομαστικά εισιτήρια υπάρχουν για να ταλαιπωρούν τον κόσμο να περιμένει με τις ώρες στις ουρές μέχρι οι μπροστινοί να δώσουν το όνομά τους, που αν δεν πετάγεται σίγουρα είναι άχρηστο.

Η αναγνώριση χούλιγκαν από τις κάμερες είναι επίσης μπελαλίδικη και αμφίβολης αποτελεσματικότητας μέθοδος. Πρώτον, υπάρχει η παράμετρος της κουκούλας και του κασκόλ. Δεύτερον, χρειάζεται να υπάρχει κάποιος συνεργάτης της Αστυνομίας που να αναγνωρίζει φάτσες. Τρίτον, ακόμα κι αν τις αναγνωρίσει, πρέπει το ίδιο να κάνει και το δικαστήριο. Η μόνη σύλληψη που θυμάμαι από κάμερες ήταν ενός οπαδού της ΑΕΚ που είχε συλληφθεί επειδή είχε ανάψει βεγγαλικό που το κράταγε στο χέρι χωρίς να το πετάξει στο γήπεδο. Αν περιμένουμε ότι οι χούλιγκαν θα κάθονται με τα πρόσωπα ακάλυπτα, κρατώντας στο χέρι βεγγαλικά για να φαίνονται, και μετά θα είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν ειρηνικά τον αστυφύλακα που τους συλλαμβάνει, δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι ζούμε στην Ελλάδα, αλλά στο Λουξεμβούργο. Οσο για τις κάμερες που μόλις τώρα τοποθετήθηκαν στα γήπεδα, καλοφάγωτα όποιος τα πήρε. Οπως καλοφάγωτα ήταν και αυτά που πήρε αυτός που είχε την εταιρεία που τοποθέτησε τις κάμερες στους Ολυμπιακούς του 2004 και ακόμα πιο καλοφάγωτα αυτά που πήρε αυτός που είχε τοποθετήσει τις κάμερες -που πολύ γρήγορα σταμάτησαν να λειτουργούν- την εποχή που υφυπουργός Αθλητισμού ήταν ο Ανδρέας Φούρας.

Με δεδομένη τη μειωμένη ικανότητα της Ελληνικής Αστυνομίας στον έλεγχο πλήθους, υπάρχουν οι εξής ρεαλιστικές προοπτικές. Πρώτον, να συνεχίσουμε να αφήνουμε τη διάθεση των εισιτηρίων στις ΠΑΕ, με δεδομένο τον κίνδυνο των επεισοδίων. Μια λύση που θα αφορούσε μόνο τις ΠΑΕ και τον κόσμο που πηγαίνει στο γήπεδο, αν δεν υπήρχαν οι παράπλευρες απώλειες. Οπως, για παράδειγμα, των κατοίκων της Τρίπολης που διαμαρτύρονται για το ότι οπαδοί του ΠΑΟΚ κατέστρεψαν μαγαζιά και αυτοκίνητα. Δεύτερον, να αποφασίσουμε ότι κάθε φορά θα τα ρίχνουμε στην Αστυνομία. Εν πολλοίς άδικο, διότι αν ο αστυνομικός είναι υπεύθυνος για την όποια αμέλεια, ο φυσικός αυτουργός, δηλαδή αυτός που το κάνει, παραμένει ο βασικός υπεύθυνος, με δεύτερο τον ηθικό αυτουργό, δηλαδή την ΠΑΕ, που πήρε τα εισιτήρια, και το club των οργανωμένων που τα διέθεσε. Τρίτον, να επιστρέψουμε στην απαγόρευση των μετακινήσεων οπαδών. Ρεαλιστικό, αλλά το αντικείμενο δεν είναι να απαγορεύσουμε στους 780 μαζί με τους μάρτυρες οπαδούς της ΑΕΚ να παρακολουθήσουν το παιχνίδι στο «Βικελίδης», αλλά να αποκλείσουμε τη δυνατότητα στους 20 να κάνουν τα επεισόδια. Τέταρτον, να χρησιμοποιήσουμε τέτοια συστήματα βιομετρικού ελέγχου που η αναγνώριση των χούλιγκαν να είναι άμεση και βέβαιη. Υπάρχουν τέτοια συστήματα, όπως μου έλεγε ένας ειδικός σε μια χθεσινή συζήτηση που είχαμε με μεγάλο ενδιαφέρον. Συστήματα που θα χρησιμοποιηθούν στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου.

Το θέμα είναι κατ' αρχάς οικονομικό. Μπορούμε εύκολα να πετάξουμε στα σκουπίδια το τρίτο σύστημα με κάμερες που χρησιμοποιείται στα ελληνικά γήπεδα; Η απάντηση είναι αυτόματη. Οχι βέβαια, αν όμως το σύστημα δίνει αποτελέσματα. Τα οποία για την ώρα δεν δίνει. Επίσης, είναι ηθικοπολιτικό. Εχουμε δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε έναν τέλειο «μεγάλο αδελφό» που θα αναγνωρίζει βιομετρικά τον κάθε θεατή; Εδώ η απάντηση είναι ακόμα πιο αυτόματη. Ναι, από τη στιγμή που δεχόμαστε ότι κάποιο -οποιοδήποτε- σύστημα παρακολούθησης μπορεί να χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube