Ο Λάμπρος Χούτος όταν πρωτοεμφανίστηκε στις Ελπίδες αμέσως μετά το ταξίδι των μικρών έως τον τελικό του Euro '98 στο Βουκουρέστι, ήταν «κάτι άλλο» μες στη δράκα των Ελληνόπουλων που είχε παιδομαζέψει, τότε, ο επί σειρά ετών «εθνικός ειδικός» αυτών των ηλικιών μπαρμπα-Γιάννης Κόλλιας.
Ο «Ιταλός», μεγαλωμένος στα φυτώρια της Ρόμα, έφερε τη διαφορετική αύρα που γινόταν αμέσως αισθητή. Σαν εκείνη που είχε φέρει (στο δικό του «γήπεδο») απ' το Παρίσι, και ξεχώρισε μονομιάς στην ελληνική κοινωνία της αθωότητας των '60s και των '70s, ο ήδη κοσμογυρισμένος Γιάννης Διακογιάννης.
Ο Λάμπρος, ήταν ολοφάνερο, ήξερε να συμπεριφερθεί. Μιλούσε γλώσσες. Εβγαζε ξεχωριστή ευγένεια και τρόπους. Ανέδιδε δίχως να το επιδιώκει, πολύ περισσότερο δίχως να το παρακάνει, αέρα Ευρώπης. Ενώ στη συμπεριφορά ήταν «ένας απ' όλους», με την μπάλα έπαιζε όπως... κανένας άλλος απ' όλους.
Το επίπεδό του ήταν, κιόλας, για την Ανδρών. Γι' αυτό τα ματς των Ελπίδων (του) ήταν παιχνιδάκι. Απόδειξη, ότι έφτυνε τα γκολ, το ένα μετά το άλλο, σχεδόν... για την πλάκα του. Απόδειξη «νούμερο δύο», ότι στα εικοστά γενέθλιά του, Δεκέμβριο του '99, έκανε πράγματι ντεμπούτο εκεί που αληθινά αντιστοιχούσε. Στους Ανδρες. Υπό τον Βασίλη Δανιήλ.
Ηταν η εποχή που στην πιάτσα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου το εύκολο (τηλεοπτικό) χρήμα κυκλοφορούσε... πολύ. Ερρεε σαν πακτωλός. Ο Χούτος, νωρίς νωρίς, ευνοημένος απ' αυτή τη συγκυρία εξαργύρωσε την κλάση του με πολλά (και γρήγορα) λεφτά. Οταν ο κολλητός του (από πιτσιρίκια στο οικοτροφείο της Παιανίας, κι αργότερα κουμπάρος του) Γιώργος Καραγκούνης ζούσε «στα όρια της φτώχειας».
Να ζει κανείς στα όρια της φτώχειας είναι κακό. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο απ' το να ζει κανείς, εικοσάρης, κολυμπώντας στον παρά. Η διαχείριση του στάτους, της οικονομικής (τουλάχιστον) άνεσης και της δόξας θέλει στιβαρό μυαλό. Ο Χούτος δεν χρειαζόταν να κάνει, για κάποιο λόγο, το σκατό του παξιμάδι. Ο φίλος του, πάλι, δεν είχε άλλη επιλογή απ' το να το κάνει.
Σήμερα ο Καραγκούνης χαράσσει αξιοζήλευτη καριέρα, έχει προσωπικότητα, έχει ηγετικότητα, έχει παράσημα, έχει χρήματα, έχει (και παρελθόν και παρόν, αλλά και) μέλλον, έχει ωραία οικογένεια που αυξάνεται και (με το κοριτσάκι που, τους επόμενους μήνες, έρχεται απ' την κοιλιά της μαμάς στον κόσμο) πληθύνεται. Εχει, δηλαδή, όλα τ' αγαθά του Θεού. Για όσα κόπιασε και μόχθησε και ίδρωσε και μάτωσε και τσαλαπατήθηκε.
Ο Χούτος αυτά τα χρόνια ταλαιπώρησε τον εαυτό του βολοδέρνοντας από δω κι από κει. Η αύρα ξεθύμανε προ πολλού. Καθώς πλησιάζει να κλείσει τα 28 χρόνια του, κατ' ουσίαν ανενεργός σε... βάθος χρόνου, ο μοναδικός άνεργος ποδοσφαιριστής του «ευρύτερου κύκλου» της Εθνικής, μοιάζει ευτύχημα ότι ακόμη παραμένει περιζήτητος για (κάθε άλλο παρά... προβληματικές) ελληνικές ομάδες. Επιπέδου Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Λάρισα, Αρης, Πανιώνιος. Καιρός ήταν να βγει απ' την ανεργία.
Οτι εντάσσεται στον σφύζοντα από υγεία Πανιώνιο, υγεία οργανωτική και αγωνιστική, σημαίνει το τέλος των όποιων δικαιολογιών (του). Ο Πανιώνιος, στον Τζεμπούρ, διαθέτει τον κατ' εξοχήν στράικερ-ορχήστρα ολόκληρης της Σούπερ Λιγκ. Η πρόκληση είναι αμφίδρομη. Ο Πανιώνιος να επανορθώσει το θερινό «λάθος Ντελούρα». Κι ο Χούτος (να 'ναι τόσο ανταγωνιστικός ώστε) να μεταφέρει στον Λίνεν τη σπαζοκεφαλιά του ταιριάσματος δύο σέντερ φορ. Θα 'ναι απ' τα ενδιαφέροντα πράγματα στην καθημερινότητα του πρωταθλήματος και της γειτονιάς μας στην Πλατεία με την είσοδο του νέου έτους.