Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ομάδες που στην Ελλάδα κάνουν πρωταθλητισμό είναι ότι εκτός έδρας συχνά βρίσκουν αντιπάλους που δεν παίρνουν το παραμικρό επιθετικό ρίσκο και παίζουν ποδόσφαιρο αναμονής. Στην Αγγλία αυτό δεν το κάνει κανένας, στην Ισπανία μπορεί να βρεις δυο-τρεις ομάδες, στην Ιταλία το κάνουν όσοι παλεύουν για να μην υποβιβαστούν (και όχι πάντα) και όσοι θέλουν να αιφνιδιάσουν τον φιλοξενούμενο, που περιμένει κάτι άλλο. Στην Ελλάδα το κάνουν σχεδόν όλοι. Ο Ολυμπιακός, εν προκειμένω, ξέρει τι πρέπει να αντιμετωπίσει, όμως αυτό δεν σημαίνει πως λύνει πάντα τον γρίφο.
Tο πιο ενδιαφέρον τακτικό ερώτημα του φετινού πρωταθλήματος είναι γιατί ο Ολυμπιακός δεν σκοράρει και (κατά συνέπεια) δεν κερδίζει εκτός έδρας. Οποιος δεν βαριέται να διαβάσει για set επιθέσεις, overlaps και άλλα τέτοια ας συνεχίσει την ανάγνωση. Οποιος βαριέται ας με συγχωρέσει.
Μισό
Στην Ελλάδα όποια ομάδα θέλει να περιμένει στο γήπεδό της τον αντίπαλο το κάνει με ένα συγκεκριμένο και προβλέψιμο τρόπο. Δεν είναι το μυστικό η ζώνη ή τα ατομικά μαρκαρίσματα –οι οδηγίες είναι πιο σύνθετες. Η ομάδα παίζει πιεστικά στο μισό του μισού γηπέδου. Ο κόουτς απαιτεί να είναι κοντά οι γραμμές (και οριζόντια και κάθετα), ώστε όποιος μαρκάρει να δέχεται βοήθειες. Το σπουδαιότερο, όποιος αμύνεται δεν βγαίνει ποτέ: «επιτίθεται» ή περιμένοντας κλεψίματα των επιθετικών και λάθη των αμυνομένων ή παίζοντας με μεγάλες μπαλιές, ώστε ο φιλοξενούμενος να μην μπορεί να πρεσάρει στη σέντρα να κλέψει την μπάλα και να παίξει αυτός κόντρα επίθεση.
Ταμπούρι
Σχηματικά υπάρχουν δύο τρόποι ταμπουρώματος, ειδικά εναντίον του Ολυμπιακού. Ο πρώτος είναι το πολυφορεμένο 5-4-1 (με τις όποιες παραλλαγές του) και ο δεύτερος το κλασικό στατικό 4-4-2 (επίσης μασκαρεμένο σε 4-5-1 ή 4-4 -1- 1), όπου επιβάλλεται. Κανείς δεν παίζει πια 5-3-2 κόντρα στους «ερυθρόλευκους», γιατί δεν θέλει να χαρίζει παίκτη στη μεσαία γραμμή, όπου ο Ολυμπιακός συνήθως παρατάσσεται ή με 4 καθαρά χαφ ή με 5, αν ο «Τζόλε» και ο Γκαλέτι γυρνάνε.
Ακροβολισμός
Η πρόνοια του προπονητή όταν περιμένει τον Ολυμπιακό είναι απλή: ζητεί σε κάθε σημείο του γηπέδου που η ομάδα του παίζει άμυνα να υπάρχει ένας παραπάνω δικός του παίκτης. Στα πλάγια αυτόν τον παίκτη παραπάνω τον εξασφαλίζουν οι επιστροφές των επιθετικών, που συνήθως ακροβολίζονται και κυνηγάνε τα πλάγια μπακ και όταν κουβαλάνε μπάλα και όταν κάνουν οverlap: στην Τρίπολη ο Φιλομένο ακολουθούσε τον Πάντο και με τον Εργοτέλη ο Κοιλιάρας είχε γίνει τσιμπούρι του Ζεβλάκοφ. Οταν αυτό γίνεται, είναι περίπου βέβαιο ότι τον Τζόρτζεβιτς και τον Γκαλέτι θα τους περιμένουν δύο παίκτες. Με τον Αρη (που στην άμυνα λειτούργησε υποδειγματικά) πάνω στον «Τζόλε» έβγαιναν ο Νέτο και ο Νεμπεγλέρας και με τον Γκαλέτι ασχολούνταν ο Αουρέλιο και ο Γκαρσία: η τέλεια παγίδα. Κάτι ανάλογο γίνεται και στον άξονα. Οταν υπάρχει λίμπερο, αυτός βοηθά τους κεντρικούς αμυντικούς, όταν δεν υπάρχει λίμπερο, αυτή τη βοήθεια τη δίνει ο αμυντικός χαφ. Αν ο Ολυμπιακός εκεί στον άξονα είχε δύο δημιουργικούς μέσους, θα είχε λιγότερα προβλήματα, μια και ο ένας θα έβρισκε χώρο –μόνο που δύο τέτοιους δεν έχει. Οταν, μάλιστα, λείπει και ο Αντζας (που απόντος προσωπικού αντιπάλου δεν διστάζει να παίρνει πρωτοβουλίες), το μπλέξιμο γίνεται χειρότερο. Και δεν λύνεται επειδή ο Λούα Λούα με παίκτη πάνω του βγαίνει και ζητάει μπάλα.
Αμυνα
Στην Τρίπολη στη φάση της set επίθεσης του Ολυμπιακού (στα σημεία δηλαδή του αγώνα που ο Αστέρας ήταν με εννέα ή δέκα παίκτες πίσω από την μπάλα) οι «ερυθρόλευκοι» είχαν πρόβλημα στο μοίρασμα της μπάλας, μια και αυτό δεν το έκανε σωστά ούτε ο «Πάτσα» ούτε ο Στολτίδης. Ετσι, αναγκαζόταν να βγαίνει να κάνει τον πλέι μέικερ ο Τζόρτζεβιτς, μόνο που σε αυτή την περίπτωση οι γηπεδούχοι αδιαφορούσαν για το πλάτος της επίθεσης του Ολυμπιακού και έκλειναν με πολλούς παίκτες το κέντρο της άμυνάς τους.
Χώροι
Στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου την καλύτερη λύση στον γρίφο που λέγεται κλειστή άμυνα την έδωσε ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Στις ομάδες του δεν υπήρχαν πάντα αυτοματισμοί, όμως όποιος κουβαλούσε μπάλα είχε δυνατότητα επιλογής πάσας χάρη στην κίνηση των συμπαικτών του. Εκτός από τις πολλές πρωτοβουλίες των ακραίων (που ήταν σχεδόν πάντα δημιουργικοί παίκτες), στις ομάδες του Ντούσαν πατούσαν την αντίπαλη περιοχή παίκτες από τις δεύτερες γραμμές. Θυμηθείτε τον Καφέ στον ΠΑΟΚ, τις προωθήσεις του Σαμπανάτζοβιτς, τις διαγώνιες σφήνες του Γιαννακόπουλου ενώ το ματς παιζόταν αριστερά. Συγχρόνως, ο ένας από τους δύο επιθετικούς έβγαινε στην πλευρά που παιζόταν η μπάλα για να βοηθήσει τους πλάγιους χαφ. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Μπάγεβιτς ήθελε πάντα κινητικούς επιθετικούς, όπως ο Οκκάς, ο Αλεξανδρής, ο Γκόγκιτς, και όχι «νταλίκες» που απλώς περιμένουν στην περιοχή. Ο Ντούσαν ήθελε αυτός που έχει την μπάλα (ο Καραπιάλης ή ο Σαβέσκι π.χ.) σε set επίθεση να έχει πολλές επιλογές πάσας. Ο,τι λείπει από τον Ολυμπιακό φέτος όταν δεν υπάρχουν χώροι.
«Ρίμπο»
Ο δεύτερος που έδωσε πολλές φορές λύση στο πρόβλημα αυτό ήταν φυσικά ο Ριβάλντο. Εκτός από πολύ καλά στημένα, ο «Ρίμπο» μάζευε κόσμο πάνω του: η παρουσία του καταργούσε το τρικ του αμυντικού χαφ που γίνεται τρίτο στόπερ ή λίμπερο. Ο πρώτος αμυντικός μέσος έπαιζε πάνω στον Ριβάλντο, ο δεύτερος βοηθούσε την άμυνα και όσοι έβγαιναν στην πλάτη του Βραζιλιάνου (ο Τουρέ, ο Στολτίδης, ο Καφές, ο Μάριτς κ.ά.) είχαν την ευκαιρία τους: άλλοι αυτές τις ευκαιρίες τις αξιοποιούσαν, άλλοι όχι –το βέβαιο είναι ότι με την παρουσία τους και την κίνησή τους άνοιγαν λίγο το γήπεδο στους ακραίους: ο «Τζόλε» π.χ. είχε πολύ περισσότερο χώρο πέρυσι από φέτος, που –σημειωτέον– είναι και σε καλύτερη κατάσταση.
Πώς;
Συμπέρασμα: το πρόβλημα λύνεται με αυτοματισμούς και διεισδύσεις. Οι αυτοματισμοί θέλουν χρόνο και οι διεισδύσεις Καστίγιο. Και τα δύο είναι δύσκολα…
Γιαγιά Ευτυχία
Πήρα απίστευτα πολλά mail για τη συμμετοχή μου στα «Υπέροχα πλάσματα» της φίλης μου Μυρτώς Κοντοβά. Και πάρα πολλά μηνύματα χθες στο ράδιο. Πέρα από την πλάκα που μου κάνετε, ανησύχησα. Ρε σεις, τι κάνετε; Βλέπετε όλη μέρα κι όλη νύχτα τηλεόραση; Μια χαρά είναι το σίριαλ της Μυρτώς, αλλά μου γεννιέται η υποψία ότι κολλάτε πολύ μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη και δεν κάνει.
Να βγείτε έξω και γρήγορα. Και να πάτε θέατρο, γιατί φέτος, που στα σινεμά δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα της προκοπής (απόδειξη, ότι χιλιάδες Ελληνες είδαν τον τηλεοπτικής αισθητικής βαρετό, μπαρόκ και άνευρο «Ελ Γκρέκο»), υπάρχουν ωραίες παραστάσεις: η χρονιά είναι από τις καλύτερες.
Δράττομαι της ευκαιρίας να σας προτείνω μία που μου άρεσε πάρα πολύ και θα είναι κρίμα να μην την ανακαλύψετε: είναι ο μονόλογος της Νένας Μεντή ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο Θέατρο «Ιλίσια». Ομολογώ ότι είχα χρόνια να συγκινηθώ τόσο κι ένας Θεός ξέρει πως δεν με πήραν τα κλάματα, να γίνω και ρεζίλι μπροστά στον κόσμο. Το κείμενο, στηριγμένο σε ένα βιβλίο της εγγονής της μεγάλης στιχουργού, είναι καταπληκτικό και το σπουδαιότερο στην περίπτωση είναι ότι δεν πρόκειται για αγιογραφία. Η σκηνοθεσία δεν καπάκωσε τον λόγο, όπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα –αντίθετα, τον ελευθέρωσε. Η ίδια η ιστορία της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου είναι μια ωδή στα ανθρώπινα πάθη: η απόδειξη ότι για να υπάρξει δημιουργία χρειάζεται καμιά φορά και μια πληγωμένη καρδιά. Η Μεντή πάνω στην αναζήτηση αυτής της πληγωμένης καρδούλας έχτισε την ερμηνεία της και είναι άψογη. Οσο η ώρα περνά κι όπως ακούς στο φόντο «αποχρώσεις» από τα τραγούδια που έγραψε, παρασύρεσαι και νομίζεις ότι την έχεις μπροστά σου τη γιαγιά Ευτυχία: μπορεί απλώς να θες να καπνίσετε μαζί ένα τσιγάρο ή να της βάλεις τις φωνές ή να της σφίξεις το χέρι, μπορεί και όλα αυτά ταυτόχρονα.
Δεν προσπαθώ να σας πείσω να πάτε να το δείτε. Απλώς ένα τέτοιο «διαμαντάκι» στην τηλεόραση δεν θα το βρείτε. Γι' αυτό τώρα, που με είδατε και ηθοποιό (και κατουρηθήκατε απ' τα γέλια, απ' ό,τι κατάλαβα), και αφού το Σαββατοκύριακο δεν έχει ματς και εκπομπές για μπάλα, κλείστε την τηλεόραση και πάτε να δείτε μια ελληνική ιστορία γεμάτη με αληθινή συγκίνηση.