Μια από τις πιο συνηθισμένες κοινοτοπίες των απανταχού προπονητών στον κόσμο είναι το «θέλω να παίζετε στα διπλά των προπονήσεων σαν να ήταν κανονικοί αγώνες». Ακούγεται περισσότερο δυναμικό από το «θέλω να τα δίνετε όλα» αλλά δεν έγινε, δεν γίνεται ούτε και θα γίνει. Τουλάχιστον από πλευράς των πρώτης κλάσεως παικτών, που έχουν μάθει να ξεχωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην προπόνηση και τον αγώνα. Ο μόνος λόγος που οι προπονητές το λένε είναι για να ικανοποιήσουν το ένστικτο των οπαδών, που θέλουν τους παίκτες τους εργάτες όπως οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα οι μεγάλοι παίκτες όχι μόνο διαχωρίζουν τις προπονήσεις από τους αγώνες, αλλά συνήθως και το εύκολο από το δύσκολο ματς.
Την περασμένη Κυριακή, πριν από την εκπομπή στον Alpha, είχαμε πιάσει την ψιλοκουβέντα με τον Στράτο Αποστολάκη. Θυμόταν ότι κάποτε είχε γράψει ότι διαλέγει ματς. Τον ρώτησα αν ήταν αλήθεια και με κάθε φυσικότητα απάντησε «ναι». Δεν χρειαζόταν ούτε να απαντήσει, διότι απαντούσαν τα στοιχεία της καριέρας του. Γιατί για να έχει μια καριέρα 20 ετών, στην οποία κατόρθωσε να γίνει ο πρώτος διεθνής που έσπασε το φράγμα των 100 συμμετοχών, σημαίνει ότι εκτός του τρόπου ζωής του πρόσεχε και την κατανομή των δυνάμεών του. Γιατί τα τάκλινγκ στις προπονήσεις είναι καλά για τους Ντιουφ, που ο μόνος τόπος για να τραβήξουν το βλέμμα του προπονητή τους είναι στα γήπεδα των προπονήσεων, και τα τρεξίματα για να κυνηγηθούν χαμένες πάσες στο πλάγιο άουτ γίνονται για την κερκίδα, αλλά ο παίκτης που έχει φτιάξει το όνομά του και έχει παγιώσει τον αγωνιστικό χαρακτήρα του, δεν μπορεί να σπαταλάει τον χρόνο που του απομένει σε φιγούρες. Και κάθε καλός προπονητής το ξέρει και το σέβεται. Η αποδοχή της πραγματικότητας ότι κάποιοι στον Ολυμπιακό διαχωρίζουν και θα συνεχίσουν να διαχωρίζουν ματς, θα είναι ένα από τα κριτήρια που θα δείξει πόσο καλός προπονητής είναι ο Τάκης Λεμονής. Για την ώρα, ρεαλιστικά ή για τα μάτια του κόσμου, δείχνει να μην αποδέχεται την πραγματικότητα, δημιουργώντας θέμα για παίκτες που διαλέγουν σε ποιους αγώνες θα «σκιστούν» και σε ποιους θα αράξουν.
Η μαύρη αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα στον Ολυμπιακό δεν είναι ποιοι παίκτες διαλέγουν ματς, αλλά πόσοι υπάρχουν πίσω από τις βεντέτες, που θα θεωρήσουν τα συνηθισμένα ματς του πρωταθλήματος εφαλτήριο για την καριέρα τους. Το πρόβλημα στον Ολυμπιακό είναι η ανυπαρξία παικτών μεσαίας κλάσης που θα ρίξουν το τρέξιμο σε ματς επιπέδου Τρίπολης και Παγκρήτιου. Το να απαιτείται να ρίχνουν το ίδιο τρέξιμο ο Τζόρτζεβιτς και ο Γκαλέτι με αυτό που ρίχνουν στην Ευρώπη είναι λαϊκισμός και κάλυψη της ανυπαρξίας αναπληρωματικών. Ο Ολυμπιακός χρειάζεται επειγόντως «Κωστούλες» και «Ανατολάκηδες», παίκτες που ξέρουν ότι η καριέρα τους στήθηκε στο μεροκάματο των εγχώριων αγώνων. Δεν χρειάζεται παίκτες που θα κατεβάσουν τον κόσμο στο αεροδρόμιο, αλλά παίκτες που θα σηκώνουν τα μανίκια και θα τρέχουν. Οι μεταγραφές τύπου Πάντου δεν φέρνουν πρωτοσέλιδα, αλλά βαθμούς από την επαρχία. Εκεί που ο Ολυμπιακός έχει πρόβλημα να τους μαζέψει.
Μετά τον Ολυμπιακό που κατέκτησε το πρωτάθλημα μετά τα έξι στον ΟΦΗ και την ΑΕΚ που πήρε τον τίτλο μέσω της προπαίδειας και του 6Χ3, ήρθε η σειρά της επόμενης μεγάλης ομάδας, που είναι αδύνατον να χάσει τον τίτλο: του Παναθηναϊκού του Πεσέιρο που ήδη, όπως γράφεται, δίνει στοιχεία μεγαλείου, διακρινόμενος σε Ελλάδα και Ευρώπη. Πριν η επόμενη φτυαριά από ανθρακίτη πέσει στο καζάνι του Ο/Χ Παναθηναϊκός, πριν η κραυγή του Κούρκουλου ακουστεί «Οχι άλλο κάρβουνο», μερικές σκέψεις για τον φετινό Παναθηναϊκό.
Η πρώτη εκτίμηση είναι από το ματς με την ΑΕΚ, στο οποίο ο Παναθηναϊκός εκθειάστηκε για την ικανότητά του να πρεσάρει και να «πνίξει» την ΑΕΚ στην περιοχή της. Γεγονός που πράγματι συνέβη, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και μια πρακτική που θα μπορεί να επαναλαμβάνεται σε κάθε ματς. Γιατί σε ένα ντέρμπι εντός έδρας, εύκολα οι παίκτες ψήνονται να υπερβάλλουν εαυτούς και να τρέχουν κλείνοντας χώρους και διαδρόμους. Είναι, όμως, μια τακτική που δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται. Γιατί τότε το ποδόσφαιρο θα ήταν ένα πολύ εύκολο πράγμα. Οι προπονητές θα έλεγαν «τρέξτε τους έτσι ώστε να μην μπορούν να αλλάξουν δεύτερη πάσα» και κάθε πρόβλημα θα είχε λυθεί. Το πρέσινγκ, όμως, ως μέθοδος επικράτησης επί του αντιπάλου έχει δύο μειονεκτήματα. Προϋποθέτει αντιπάλους χωρίς αυτοματισμούς κατεβάσματος της μπάλας, που θα αναγκάζονται να την τρέχουν για να φτιάξουν φάση. Στο ματς με την ΑΕΚ το σύστημα δούλεψε τουλάχιστον στο πρώτο ημίχρονο για έναν απλό λόγο. Στον κεντρικό άξονα για να παραλάβει την μπάλα υπήρχε μόνο ένα αμυντικό χαφ, ο Ζήκος, και στα πλάγια δεν μπορούσε να βγει ούτε ένα ζευγάρι που να συνδυάζεται. Από τη μία πλευρά ο συνδυασμός ήταν αδύνατος, διότι από προσόντα θέσης και πείρα ο Παπασταθόπουλος ήταν αδύνατον να κατεβαίνει τη γραμμή για να συνδυαστεί με τον Μαντούκα, και από την άλλη που ο Αρουαμπαρένα, χωρίς να να είναι ο μεγάλος επιθετικός αμυντικός, μπορεί και κατεβαίνει, έπρεπε να συνδυαστεί με τον lost in space Ζούλιο Σέζαρ. Τόμπολα. Τόμπολα και στο κέντρο που ο Ενσαλίβα αμυντικά είναι καλύτερος, αλλά ποιοτικά δεν μπορεί να δέσει τα κορδόνια του εμπνευσμένου στην κάθετη πάσα Ντάνιελ Τόζερ, «κέντα» και στην επίθεση, που ο Λυμπερόπουλος ως φορ δεν θα μπορούσε να γυρίζει πίσω και ο Ριβάλντο ως επιθετικό χαφ λίγες φορές μπορεί να επιστρέψει, και έχουμε την εξήγηση της αδυναμίας της ΑΕΚ να κατεβάσει την μπάλα. Λάθος του Πεσέιρο; Φυσικά όχι, μια και κάθε προπονητής πρέπει να εκμεταλλεύεται τα λάθη του αντίπαλου συναδέλφου του. Αλλά ακόμα δεν έχει βρεθεί τρόπος να του τα επιβάλλει και στο επόμενο ματς και ο Πεσέιρο δεν μπορεί να βασίζεται στο ότι ο Γιώργος Δώνης θα κάνει τα λάθη του Λορένσο Φερέρ.
Η δεύτερη παρατήρηση μετά το ματς της Λεωφόρου είναι ότι και τα δύο γκολ του Παναθηναϊκού προήλθαν από ατομικές προσπάθειες του Βαγγέλη Μάντζιου. Επίσης ότι και οι δύο προσπάθειες ανήκουν στην κατηγορία «σπάνιες», μια και αντίστοιχες φάσεις είναι δύσκολο να έρθουν στη μνήμη. Είναι δύσκολο γιατί στο πρώτο γκολ φάσεις που το φορ σηκώνει την μπάλα πάνω από το κεφάλι του στόπερ και τη μαζεύει μετά το γκελ ανήκουν στις δεκαετίες μέχρι αυτήν του '80. Οταν στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εποχής η λεζάντα έγραφε «Με διαφορετικά συναισθήματα παρακολουθούν την εξέλιξη της φάσης ο Μαρδίτσης και ο Κοσμίδης ενώ ο Σεραφείδης προσπαθεί να αποφύγει το μοιραίο» και έβλεπες ένα μπακ, ένα φορ και τον τερματοφύλακα να κάνει εκτίναξη. Κάπου στο βάθος, σαν μυγάκια, διακρίνονταν οι υπόλοιποι παίκτες. Και στα δύο γκολ του Παναθηναϊκού αυτός που καλύπτει την αριστερή πλευρά της άμυνας δεν διακρίνεται ούτε σαν μυγάκι. Αν τα γκολ του Παναθηναϊκού προέρχονται από ατομικές ενέργειες, από πάσα του στόπερ, όπως στην περίπτωση του δεύτερου με τον Νασίφ Μόρις, και ο Παναθηναϊκός περιμένει να επαναληφθούν, αποτελεί ρεκόρ αισιοδοξίας, εκτός αν τα υπόλοιπα ματς παίζονται στη μηχανή του χρόνου. Τα γκολ που επαναλαμβάνονται είναι τα γκολ που προέρχονται από αυτοματισμούς των παικτών. Και όποιος δεν θυμάται τι είναι αυτό το φρούτο, ας πάρει βιντεοκασέτα της δεκαετίας του '90 να δει πως συνδυάζονταν ο Μπορμπόκης με τον Μπατίστα και ο Κασάπης με τον Σαβέφσκι στην ΑΕΚ του Μπάγεβιτς.
Τρίτον. Κάθε μεγάλη ομάδα έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Από την ΑΕΚ του πρώτου μέρους της δεκαετίας του '90, που απέλπιζε τον αντίπαλο με τις δουλεμένες στην προπόνηση κινήσεις, μέχρι τον Ολυμπιακό του όσα πάνε και όσα έρθουν τού δεύτερου μέρους της δεκαετίας και τον βαρετό αλλά απόλυτα κοντρολαρισμένο Παναθηναϊκό του Γιάννη Κυράστα που έκανε πάνω από 20 πάσες σε φιλικό αγώνα με τον Αγιαξ για το «Γκόθαμ Καπ», όλες οι ομάδες είχαν ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Αν του Παναθηναϊκού ο χαρακτήρας θα είναι ο διά του πρέσινγκ πνιγμός του αντιπάλου, χρειάζεται μεγαλύτερος χρόνος για να βγει συμπέρασμα από δύο ματς με την Κοπεγχάγη και την ΑΕΚ. Επίσης και μεγαλύτερη οικονομία δυνάμεων ή αντοχή. Γιατί μετά το πρώτο ημίχρονο του εξαντλητικού πρέσινγκ, από τα πρώτα λεπτά του δευτέρου ημιχρόνου ο Παναθηναϊκός κλατάρει και η ΑΕΚ στο «τσακ» δεν ισοφαρίζει.
Αλλά ο Παναθηναϊκός δεν έχασε ευκαιρίες; Φυσικά. Οπως και θα χάνει σε κάθε ματς ευκαιρίες, όταν το ένα στόπερ των αντιπάλων αποβάλλεται και η αντίπαλη ομάδα είναι υποχρεωμένη να βγει μπροστά, γιατί είναι πίσω στο σκορ. Ιδιαίτερα αν ο στόπερ που συνεχίζει είναι ο Ζεράλντο Αλβες, που πρέπει να έκανε το χειρότερο παιχνίδι του από τη μέρα που ήρθε στην Ελλάδα.
Παρά το ότι σέβομαι το δημοσιογραφικό αξίωμα που πρώτος όρισε ο διευθυντής σύνταξης της «Herald Tribune» «Μην αφήνεις τα γεγονότα να σου χαλάνε μια ωραία ιστορία», ο Παναθηναϊκός αυτή τη στιγμή δεν είναι μια μεγάλη ομάδα. Μία νίκη επί της Κοπεγχάγης και άλλη μία επί της ΑΕΚ δεν σε κάνουν μεγάλη ομάδα... Οι μεγάλες ομάδες χρειάζεται να κριθούν στον χρόνο και ανάμεσα στο ματς της Τρίπολης και της Λεωφόρου ο χρόνος είναι πολύ λίγος για να πάρει ο Παναθηναϊκός το όνομα του προπονητή του.