Αν το πρώτο ματς του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ Μαδρίτης, αυτό που έγινε στο «Μπερναμπέου», είναι ένα ματς-ορόσημο στην ιστορία των «ερυθρολεύκων», αυτό που έγινε την Τρίτη στο Καραϊσκάκη καλό είναι να το θυμούνται όλοι σαν καμπανάκι συναγερμού για τη συνέχεια. Οταν μιλάω για συνέχεια, δεν εννοώ τη συνέχεια της σεζόν, αλλά τη συνέχεια του νέου Ολυμπιακού, της ομάδας δηλαδή που προέκυψε το περασμένο καλοκαίρι. Ο κύκλος μιας ομάδας δεν αρχίζει τον Σεπτέμβρη και ολοκληρώνεται τον Μάιο. Μια ομάδα τη φτιάχνουν ο χρόνος και οι καλές επιλογές. Θα έλεγα ότι οι καλές επιλογές χρειάζονται για να υπάρξει χρόνος.

Tο καλοκαίρι είχα αναρωτηθεί τι θα γίνει αν από τον Ολυμπιακό λείψουν τρεις βασικοί πριν από ματς Τσάμπιονς Λιγκ. Μου απαντήθηκε από επίσημα χείλη ότι δεν έχω καταλάβει τον χαμαιλεόντειο χαρακτήρα της νέας ομάδας. Ο Πατσατζόγλου παίζει σε τρεις θέσεις, το ίδιο και ο Τοροσίδης. Ο Ζεβλάκοφ αγωνίζεται παντού στην άμυνα και ο «Τζόλε» παντού στα χαφ. Ο Γκαλέτι μπορεί να παίξει και δεύτερος επιθετικός και οργανωτής. Ακόμα και ο Αντζας, με την τακτική του ωριμότητα, μπορεί πλέον να καλύψει πολλούς ρόλους: αυτά μου έλεγαν.

«Πάτσα»

Είναι αλήθεια όλα. Μόνο που άλλο πράγμα είναι να έχεις ποδοσφαιριστές για να καλύψεις πολλές θέσεις, μοιράζοντας αποστολές τις οποίες ελπίζεις ότι θα φέρουν σε πέρας, και άλλο να αλλάζεις τις θέσεις των παικτών κατά τη διάρκεια του αγώνα, πιστεύοντας ότι επειδή κάποτε αυτοί έχουν παίξει στις μη συνηθισμένες θέσεις τους θα ανταποκριθούν. Ο Πατσατζόγλου π.χ. είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μπορεί να παίξει δεξί μπακ και, αν χρειαστεί, μπορεί να αγωνιστεί και δεξί χαφ. Παίζει σίγουρα κόφτης, έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσα δεξιά και ο Γιάννης ο Ματζουράκης τον έχει χρησιμοποιήσει με επιτυχία και ως λίμπερο. Μόνο που δεν μπορεί να του ζητείς να κάνει όλα αυτά τα πράγματα κατά τη διάρκεια ενός αγώνα: θα τον τρελάνεις!

Αριστη

Στον αγώνα με τη Ρεάλ ο Τάκης Λεμονής κάνει άριστη διαχείριση του υλικού του -δηλαδή δείχνει μια ικανότητα στο να αλλάζει θέσεις σε παίκτες ώστε να καλυφθούν τα κενά που κατά τη διάρκεια του ματς προκύπτουν. Ομως, κανείς από τους παίκτες που «μεταφέρει» δεν σκίζει. Ο Πατσατζόγλου κάνει το χειρότερο φετινό παιχνίδι του. Ο Λούα Λούα ως χαφ σκέφτεται πιο πολύ τον ρόλο του παρά παίζει και γι' αυτό πουλάει και μπάλες: δεν έχει πρόβλημα συγκέντρωσης, είναι εμφανώς αγχωμένος, έχοντας μια αποστολή που δεν γνωρίζει. Ο Τζόρτζεβιτς ως μεσαίο χαφ μπλέκει με τον Γκάγκο και τον Ντιαρά και πρέπει να πάει αριστερά για να κάνει τις επιταχύνσεις του. Ο Αρτσούμπι και ο Μενδρινός απλώς στέκονται καλά: έχουν μεγάλη διάθεση να βοηθήσουν, αλλά ολοκληρώνουν ελάχιστα πράγματα. Αν δεν τους ζητούσε ο προπονητής τους μόνο ανασταλτική δουλειά (δηλαδή δύναμη, μυαλό και τρέξιμο), αμφιβάλλω αν η παρουσία τους στον αγώνα θα κρινόταν θετική.

Απουσίες

Είναι αλήθεια ότι ο Ολυμπιακός ανασταλτικά είχε πολλά προβλήματα και εξαιτίας των απουσιών. Ο Τοροσίδης, ο Λεντέσμα και ο Αντζας είναι σημαντικές απώλειες. Ομως στην επίθεσή του ήταν όλοι παρόντες: ο «Τζόλε» και ο Γκαλέτι αγωνίστηκαν σχεδόν όπως θέλουν, ο Λούα Λούα έπειτα από ένα περιπετειώδες πρώτο ημίχρονο πήγε στο δεύτερο στην κορυφή της επίθεσης, ο Κοβάσεβιτς έπαιξε φουνταριστός. Τι έκαναν αυτοί κόντρα στην άμυνα της Ρεάλ; Σχεδόν τίποτα. Τρεις επελάσεις, δύο σουτ και δύο καλές σέντρες δεν αποτελούν επιθετική παραγωγή ομάδας που παίζει σε μια τέτοια διοργάνωση.

Ρίσκο

Ξέρετε γιατί αυτή τη φορά το επιθετικό σχήμα που έβαλε δύο γκολ στην Ισπανία και τρία στη Γερμανία δεν τράβηξε; Για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η τετράδα του άξονα της Ρεάλ (Καναβάρο, Χάιντσε και Ντιαρά, Γκάγκο) έκανε σπουδαία ανασταλτική δουλειά. Ο δεύτερος και εξίσου σημαντικός λόγος είναι ότι για να παίξεις επίθεση όπως παίζει ο φετινός Ολυμπιακός (με τρέξιμο, κίνηση χωρίς την μπάλα και ανοίγματα ποδοσφαιριστών από τις δεύτερες γραμμές) πρέπει να είσαι απολύτως σίγουρος για τα μετόπισθεν. Ο Ολυμπιακός στο Καραϊσκάκη, εξαιτίας των απουσιών, δεν ήταν σίγουρος ούτε στη μεσαία γραμμή ούτε στην άμυνα και δεν πήρε κανένα σχεδόν επιθετικό ρίσκο. Για όποιον καταλαβαίνει είναι απλό.

Φόβος

Τα «ένας εναντίον ενός» του Γκαλέτι με τον νεαρό Μαρσέλο δεν έβγαζαν πουθενά, γιατί ο Αργεντινός δεν είχε βοήθειες. Ο Κοβάσεβιτς δεν πήρε ούτε μία φορά σωστά την μπάλα, γιατί ποτέ μέσος δεν έφτασε κοντά του για να του τη «σπάσει» κάθετα. Ο Λούα Λούα (που προβλέπω ότι θα στηθεί στον τοίχο από όσους δεν βλέπουν ότι είναι ο μόνος που στον άξονα προσπαθεί να ξεφύγει από τον αντίπαλό του και να σουτάρει) δεν είχε ποτέ του στήριγμα: ο Ολυμπιακός στην επίθεση δεν έχει αυτοματισμούς (ούτε η Ρεάλ έχει, δεν είναι παράξενο) και επαφίεται στον δημιουργικό οίστρο των τεχνικά προικισμένων παικτών του, όμως αυτοί για να δημιουργήσουν πρέπει να νιώθουν σίγουροι. Στη Βρέμη έτρωγε σίδερα ο Αντζας, ήταν οδοστρωτήρας ο Τοροσίδης και «δάγκωνε» ο Λεντέσμα. Στο «Μπερναμπέου» δίπλα στον Αργεντινό μεγαλούργησε ο Στολτίδης, αλλά και τα τρία τουλάχιστον μπακ (Σέζαρ, Αντζας, Ραούλ Μπράβο) δεν είχαν πάει άσχημα. Χθες η απουσία των βασικών δημιούργησε μια τρομακτική ανασφάλεια, που γιγαντώθηκε όταν στο γήπεδο μπήκαν ο Μενδρινός και ο Αρτσούμπι. Το ότι αυτοί οι δύο μαζί με τον Ζεβλάκοφ και τον επικό Πάντο τα πήγαν καλά ανασταλτικά δεν σημαίνει τίποτα: κανείς τους δεν μπορεί να γιατρέψει την ανασφάλεια των επιθετικών, που έπαιξαν πιστεύοντας πως, αν χάσουν την μπάλα, ο Σνάιντερ και οι άλλοι θα μπουν μ' αυτή στα δίχτυα.

Σκοπός

Το ματς τέλειωσε 0-0. Το μηδέν στην άμυνα το 'φεραν το πάθος και η τύχη, το μηδέν στην επίθεση η ανασφάλεια. Ο πρώτος στόχος του Ολυμπιακού πρέπει να είναι η νίκη επί της Λάτσιο. Ο δεύτερος, στις μεταγραφές του χειμώνα να φροντίσει ώστε να σταματήσουν οι δημιουργικοί του παίκτες να νιώθουν ανασφάλεια όταν κάποιος από τους βασικούς των μετόπισθεν τραυματίζεται...

Τι βρίσκουν;

Μου γράφει ο φίλος Χρίστος Μιλονάκης: «Με αφορμή μια εκπομπή του SuperSport («Ανάλυσέ το») και μια κουβέντα του κ. Βασιλάκη, καθηγητή διαιτησίας, θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις για το θέμα της διαιτησίας που, απ’ ό,τι φαίνεται, σας αρέσει, μην πω απολαμβάνετε (αφού η ίντριγκα είναι το αγαπημένο χόμπι των Ελλήνων) και το κατέχετε. "Είναι δύσκολο να αποχωρήσεις από τη διαιτησία", δήλωσε στο SS1 ο κ. Βασιλάκης, αναφερόμενος βέβαια στην αποχώρηση του κ. Τεροβίτσα.

Εδώ ακριβώς θα ήθελα να ρωτήσω κάποια πράγματα. Κατ' αρχάς πάντα αναρωτιόμουν γιατί γίνεται κάποιος διαιτητής. Εστω ότι του αρέσει στην αρχή ο αθλητισμός γενικά, ας πούμε ότι του αρέσει και το ποδόσφαιρο και όλα αυτά τα ρομαντικά. Στη συνέχεια όμως γιατί; Για να ακούει τα μπινελίκια της εξέδρας, που στολίζει αυτόν και όλη του την οικογένεια και που πολλές φορές κινδυνεύει και η σωματική ακεραιότητά του; Είναι τα χρήματα τόσο καλά; Μήπως για προσωπική του προβολή; Εδώ υπάρχει ένα θέμα, όμως υποτίθεται ότι ο διαιτητής πρέπει να περνάει απαρατήρητος και, όπως λένε διάφοροι "sportsmen" (αδόκιμος όρος, το ξέρω, αλλά δεν ξέρω πώς να πω όλους αυτούς που βγαίνουν στην Τ.V. και μιλούν για όλα τα θέματα περί αθλητισμού), θα πρέπει, όταν θα λήξει το ματς, να μη θυμάται κανείς το όνομά του.

Μήπως υπάρχει μια παρανόηση από τους Ελληνες διαιτητές και πρέπει να καταλάβουν ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να μπουν στο γήπεδο και να τους αποθεώσει ο κόσμος, το όνομά τους θα ακούγεται και θα γράφεται μόνο αρνητικά και σε πολύ λίγες και σπάνιες περιπτώσεις θα σχολιαστεί θετικά; Δεν συμφωνώ, αλλά δυστυχώς είναι έτσι.

Αρα, γιατί γίνεται κάποιος διαιτητής και ακόμα περισσότερο γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποχωρήσει από τη διαιτησία; Ευτυχώς βέβαια που υπάρχουν διαιτητές, γιατί αλλιώς δεν θα βλέπαμε ποδόσφαιρο, μπάσκετ, πόλο κ.λπ. Αλλά τα ερωτήματά μου παραμένουν».

Απάντηση: δημοσίευσα την επιστολή μήπως κάποιος διαιτητής μπει στον κόπο να απαντήσει, γιατί εγώ δυστυχώς διαιτητής δεν υπήρξα και απάντηση δεν έχω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο ρόλος του διαιτητή είναι εξουσιαστικός και ότι η εξουσία είναι αφροδισιακό. Με απλά λόγια, νομίζω ότι κάποιος γίνεται διαιτητής γιατί τη βρίσκει...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube