Μετά το ισόπαλο παιχνίδι στο «Emirates», το περασμένο Σάββατο, ανάμεσα στην Αρσεναλ και τη Μάντσεστερ, ήρθε στην επιφάνεια μία σύγκρουση από το παρελθόν. Οχι αυτή ανάμεσα στις δύο ομάδες, αλλά ανάμεσα στους προπονητές τους.

Ο σερ Αλεξ, πιο γκρινιάρης, όταν πρώτα διαμαρτυρήθηκε για τη συμπεριφορά των υπευθύνων ασφαλείας της Αρσεναλ -χωρίς να έχει δίκιο-, στη συνέχεια κατηγόρησε τον Βενγκέρ ότι στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ξένους ποδοσφαιριστές, γεγονός που θα καταστρέψει το αγγλικό ποδόσφαιρο.

Ο Βενγκέρ απάντησε σε πολύ χαμηλότερους τόνους ένα 24ωρο μετά, υπογραμμίζοντας ότι αν ήταν κάποιος από τους ξένους ποδοσφαιριστές της Γιουνάιτεντ, θα ένιωθε άσχημα με τα σχόλια του Φέργκιουσον και υπενθύμισε στον Σκωτσέζο ότι οι ιδιοκτήτες της ομάδας του, το καλοκαίρι που πέρασε, επέλεξαν να επενδύσουν, κυρίως, σε ξένους ποδοσφαιριστές.

Το ζήτημα που θέτει ο προπονητής της Μάντσεστερ έχει και βάση και είναι και πολύ ενδιαφέρον, αλλά νομίζω ότι το τελευταίο που ενδιέφερε τον σερ Αλεξ ήταν να προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Φέργκιουσον δεν μπορεί να λειτουργήσει, αν δεν προσωποποιεί την κόντρα του. Είναι ο χαρακτήρας του. Ετσι, μετά την αποχώρηση του Μουρίνιο από τη σκηνή, ο σερ Αλεξ επέστρεψε στον παλιό αγαπημένο του αντίπαλο.

Σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι έχουμε μια σύγκρουση προσωπικοτήτων. Ομως, αυτή η σύγκρουση είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι μία σύγκρουση του παραδοσιακού βρετανικού ποδοσφαίρου με το ευρωπαϊκό, όσο και αν τέτοιου είδους διαχωρισμοί έχουν ατονήσει. Μία σύγκρουση οι ρίζες της οποίας βρίσκονται βαθιά μέσα στη δομή της βρετανικής κοινωνίας, εδώ και χρόνια. Μία σύγκρουση που αφορά τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη.

Οι Βρετανοί ουδέποτε θεώρησαν τη χώρα τους οργανικό μέρος της Ευρώπης. Η αντίληψη των Βρετανών για την ενωμένη Ευρώπη έγινε εμφανής από το 1973 και ύστερα, ημερομηνία κατά την οποία εντάχθηκαν στην τότε ΕΟΚ. Η ένταξη των Βρετανών εξυπηρετούσε έναν και μόνο σκοπό. Να παρακολουθούν από μέσα τη διαδικασία ομοσπονδιοποίησης και να προσπαθούν με κάθε ευκαιρία να τη ματαιώσουν.

Η ενωμένη Ευρώπη για τους Βρετανούς ήταν ανέκαθεν μια απειλή για τις παραδόσεις τους. Αυτό οι Βρετανοί δεν μπορούν να το δεχθούν. Οπως δεν δέχονταν για χρόνια ξένους παίκτες στις ομάδες τους. Οπως θεωρούσαν εαυτούς πατριάρχες ενός αθλήματος που άλλοι το κατανόησαν και εργάσθηκαν για την εξέλιξή του πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους Βρετανούς. Φυσικά, ο κάθε λαός μπορεί να επιλέγει τις ψευδαισθήσεις του και, ενδεχομένως, να τις ιδεολογικοποιεί.

Οι δύο προπονητές -και η σύγκρουσή τους, που πέρα από ποδοσφαιρική είναι και μια σύγκρουση του νεωτερισμού με την παράδοση- είναι τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Ο Φέργκιουσον είναι ένας άνθρωπος που ασχολείται και με άλλα πράγματα εκτός από το ποδόσφαιρο. Τις ιπποδρομίες, για παράδειγμα, ή την «εξουσία». Είναι ο κλασικότερος εκπρόσωπος της «παράδοσης».

Ο τρόπος που φέρεται στους ποδοσφαιριστές του, φωνάζοντάς τους κατά πρόσωπο, δεν έχει καμία σχέση με αυτόν του Βενγκέρ. Ο Αλσατός είναι παθιασμένος με το ποδόσφαιρο. Το σκέφτεται και το αντιμετωπίζει ως άθλημα και ως οικονομική δραστηριότητα. Παρακολουθεί όλες τις νεότερες εξελίξεις. Γνωρίζει 5 γλώσσες και έφερε στη βρετανική ποδοσφαιρική πραγματικότητα στοιχεία πρωτόγνωρα, όσον αφορά την εκγύμναση των ποδοσφαιριστών, τη διατροφή τους, την αγωνιστική τους συμπεριφορά και την ψυχολογική τους μεταχείριση.

Ο Αλσατός έφερε έναν ευρωπαϊκό αέρα στην ποδοσφαιρική Βρετανία, όπου δεν κουνιόταν φύλλο. Αυτός ο αέρας, στην αντίληψη του Φέργκιουσον απειλεί -γενικά- τη βρετανική παράδοση. Και ο Σκωτσέζος νομίζει ότι την υπερασπίζεται.

Οι πλούσιοι του αγγλικού ποδοσφαίρου

Στο πλουσιότερο πρωτάθλημα του κόσμου, αυτό της Πρέμιερσιπ, είναι πολύ λογικό να κυριαρχούν οι κάθε λογής λίστες για τους πλουσιότερους παράγοντες και ποδοσφαιριστές που επηρεάζουν το παιχνίδι στη Μ. Βρετανία. Μέχρι πέρυσι η πιο γνωστή λίστα, που δημοσιεύεται από το περιοδικό «Four four two», ήταν μεικτή. Περιελάμβανε παράγοντες, ιδιοκτήτες και ποδοσφαιριστές.

Από τη στιγμή που έγινε φανερό πέρυσι ότι οι ιδιοκτήτες συλλόγων πήραν το πάνω χέρι, οι λίστες χωρίστηκαν. Η μία αφορά πλέον τους ιδιοκτήτες και μία άλλη τους ποδοσφαιριστές. Ας ξεκινήσω από τη δεύτερη. Εκεί, η κυριαρχία του Μπέκαμ δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ο Αγγλος των L.A Galaxy βρίσκεται στην πρώτη θέση, με ετήσιο εισόδημα που φθάνει τα 112 εκατομμύρια στερλίνες.

Στις δύο επόμενες θέσεις ακολουθούν ο Μάικλ Οουεν της Νιούκαστλ με 37 εκατομμύρια στερλίνες και ο Ρόμπι Φάουλερ της Κάρντιφ με 30 εκατομμύρια ετησίως. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται ο Ρούνεϊ με 30 επίσης και αμέσως μετά ο Σολ Κάμπελ με 28 εκατομμύρια. Στην έκτη βρίσκεται ο Σεβτσένκο με 25 εκατομμύρια, ακολουθούμενος από τον Φέρντιναντ, που δεν κερδίζει περισσότερα από 25 εκατομμύρια, στερλίνες πάντα, τον χρόνο. Τη δεκάδα κλείνουν ο Ράιαν Γκιγκς με 23 εκατομμύρια, ο Μπάλακ με 18 και ο Τζέραρντ με 15.

Αν ενώναμε και τις δύο λίστες, ο Μπέκαμ στην ενιαία λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους του ποδοσφαίρου στην Αγγλία θα έπαιρνε την 45η θέση. Στους παράγοντες, όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη θέση είναι ρεζερβέ από τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς, του οποίου η περιουσία φθάνει τα 10,8 δισ. στερλίνες.

Στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο Τζο Λιούις της Τότεναμ με 2,8 δισ. στερλίνες και στην τρίτη ο Ουζμπέκος, νέος μεγαλομέτοχος της Αρσεναλ, Αλισερ Ουσμάνοφ, με 2,76 δισεκατομμύρια. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται το καινούργιο αφεντικό της ΚΠΡ, ο άρχοντας της F-1, Μπέρνι Εκλεστόουν, με 2,5 δισ. και πέμπτο συναντάμε τον πρώτο που πέφτει κάτω από τα 2 δισ., τον Μάικ Ασλεϋ της Νιούκαστ, με 1,6 δισ.

Εκτος βρίσκεται ο Ντέρμοντ Ντέσμοντ της Σέλτικ, μετά ο Γκλέιζερ της Γιουνάιτεντ, ακολουθούμενος από τον μεγαλομέτοχο της Αρσεναλ, Αμερικανό Σταν Κρένκε. Στις δύο τελευταίες θέσεις, με εισοδήματα κάτω από ένα δισ., βρίσκονται ο Τρέβορ Χέμνινγκς της Πρέστον και ο λόρδος Ασκροφτ της Γουότφορντ.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube