Το δυσκολότερο πράγμα για τον μέσο τενίστα ή πυγμάχο είναι να αντιμετωπίσει έναν αριστερόχειρα αντίπαλο. Μπλέκεται. Είναι σαν όλα να γίνονται σε καθρέφτη. Κάποιος μπορεί να πει: «Και για τον αριστερόχειρα δεν συμβαίνει το ίδιο;». Φυσικά. Μόνο που επειδή οι αριστερόχειρες δεν ξεπερνάνε το 10% του πληθυσμού, είναι συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουν δεξιόχειρες, ενώ το αντίθετο δεν ισχύει. Αν ψάχνετε για αντιστοιχία στο ποδόσφαιρο, δεν έχετε παρά να δείτε το DVD του ματς του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ. Και να βαριέστε να το δείτε ολόκληρο, πηγαίνετε στο τελευταίο μισάωρο, για να παρατηρήσετε πώς ένας χαρισματικός παίκτης, όπως ο Ρομπίνιο, διαλύεται από έναν πρωτάρη αμυντικό. Τον συμπαθή, υπάκουο και φιλότιμο Αρτσούμπι.

Οταν η μιμόζα της αριστερής πλευράς της άμυνας του Ολυμπιακού που ακούει στο όνομα Ραούλ Μπράβο καταλαβαίνει ότι ο Ράμος τού έχει κάνει βαβά το ποδαράκι και πρέπει να αποσυρθεί, τη θέση του παίρνει ο Αρτσούμπι. Ο οποίος, χωρίς να είναι μπακ, πρέπει να αντιμετωπίσει τον Ρομπίνιο, που στο προηγούμενο ματς με τη Ρεάλ έχει κάνει τον Πατσατζόγλου άλογο. Οπως λοιπόν αν δώσεις μια ρακέτα του τένις σε έναν Αβορίγινα, μπορεί να τη γυρίσει ανάποδα, να την κρατήσει από το δίχτυ και να χτυπήσει με το χερούλι ένα καγκουρό σκοτώνοντάς το, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα καγκουρό να βλέπουν ρακέτα και να τρέχουνε, ο Αρτσούμπι επαναπροσδιόρισε τη θέση του πλάγιου αμυντικού. Σαν μια θέση που παίζεται με τον αμυντικό να κρατάει μια απόσταση τεσσάρων μέτρων από τον επιθετικό και να κάνει σημειωτόν. Αγνωστος στο ευρύ αλλά και στενό κοινό, ένα από τα πιο σπάνια χαρτάκια της Panini, ο Αρτσούμπι αποτελούσε άγνωστη ποσότητα και ποιότητα για τους επιθετικούς της Ρεάλ. Αρχικά ο Ρομπίνιο δοκίμασε να μπαίνει, ο Αρτσούμπι απλώς πήγαινε πίσω. Οταν ο Ρομπίνο προσαρμόστηκε και αποφάσισε ότι πρέπει να σουτάρει, ο Αρτσούμπι άρχισε να του επιτίθεται σαν το πουλί με το σημειωτόν βήμα. Και μέχρι να καταλάβουν πώς γίνονται οι κινήσεις του Αρτσούμπι, οι επιθετικοί της Ρεάλ είδαν τον διαιτητή να σφυρίζει τη λήξη.

Μια διδακτική ιστορία, πώς ένας απρόβλεπτος λόγω απειρίας σε μια θέση παίκτης μπορεί να διαλύσει το παιχνίδι ενός χαρισματικού άσου. Μόνο που οι εκπλήξεις γίνονται μία φορά. Στο επόμενο παιχνίδι οι επιθετικοί της Λάτσιο θα έχουν δει πόσα πουλιά πιάνει ο Αρτσούμπι ως αμυντικός. Και επειδή το βλέπω να μην είναι περισσότερα από δύο νεκρά περιστέρια, που λέει και το τραγούδι, η εμφάνιση του Αρτσούμπι στο Καραϊσκάκη μπορεί να περάσει στο «Περίεργα και όμως αληθινά» του Ripley, αλλά δεν προβλέπεται και να επαναληφθεί. Με τον Ντομί τραυματία και τον Ραούλ Μπράβο να τραυματίζεται ακόμα και στις χειραψίες, ο Ολυμπιακός πρέπει να ψάχνεται για τρίτο αριστερό μπακ.


Το μάτι μου τράβηξε ο τίτλος: «Ο Ριβάλντο 14ος καλύτερος παίκτης όλων των εποχών», μια εκτίμηση ενδιαφέρουσα, φτάνει όμως να είχε γίνει από οποιονδήποτε, εκτός από την καταραμένη στατιστική υπηρεσία ποδοσφαίρου. Οπως είχε πει ο πτέραρχος Γκέρινγκ για την κουλτούρα: «Με το που ακούω τη λέξη, τραβάω το περίστροφό μου». Με το που ακούω μαζί τις λέξεις, «στατιστική» και «ποδόσφαιρο» σταματάω να ασχολούμαι. Αντίθετα με τον στίβο, την άρση βαρών και το μπέιζμπολ, στο ποδόσφαιρο -και ας με συγχωρήσει ο Γαλάνης- η στατιστική είναι μια παπαριά καμαρωτή.

Πρώτη απόδειξη, ότι εκτός των στατιστικών... βουντού του Κώστα Νικολακόπουλου, τύπου «Ο Ολυμπιακός πάντα φέρνει ισοπαλία, όταν παίζει Σάββατο ύστερα από ματς με ισπανική ομάδα», ελάχιστοι άνθρωποι ασχολούνται με στατιστική ομάδων που δεν περιέχει το αποτέλεσμα, για παράδειγμα: «Εχει να νικήσει 20 χρόνια εκτός έδρας τον Ατρόμητο». Επίσης, ελάχιστοι ασχολούνται με στατιστικά στοιχεία παικτών, εκτός από τα βασικά, που δείχνουν πόσα γκολ βάζει ένα φορ ή τρώει ένας τερματοφύλακας ή πόσο συχνά χάνει ματς από τραυματισμούς κάποιος παίκτης. Από εκεί και πέρα η στατιστική στο ποδόσφαιρο ξεκινάει από το περιττό και τελειώνει στο γελοίο. Με αποτέλεσμα τον πίνακα της στατιστικής υπηρεσίας ποδοσφαίρου, που βγάζει 14ο παίκτη όλων των εποχών τον Ριβάλντο.

Δεν θα μπω στη συζήτηση εάν ο Ριβάλντο είναι ανώτερος του Κρόιφ, τον οποίο περνάει επτά θέσεις, αλλά θα πάω στο ποιον έβγαλε η στατιστική υπηρεσία δεύτερο καλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Πρώτο βγάζει τον Πελέ και δεύτερον τον... Οποιος είπε τον «Μαραντόνα» μπορεί να νιώσει μαλάκας. Κύριοι και κυρίες δεν υπάρχει κανένας Μαραντόνα στη δεύτερη θέση. Δεύτερος καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών είναι ο Ρονάλντο, τρίτος ο Ρομάριο και τέταρτος ο Φίγκο. Και μετά την πέμπτη θέση, που καταλαμβάνει ο Ζιντάν, έρχεται στην έκτη το μεγάλο ρεμάλι της Αργεντινής, Ντιεγκίτο Μαραντόνα. Λέω, λοιπόν, εγώ με το φτωχό μου το μυαλό. Ποιος πριν από τη στατιστική υπηρεσία θα τολμούσε να πει σε φίλους του ότι ο Φίγκο ήταν καλύτερος παίκτης από τον Μαραντόνα; Επίσης, ποιος θα τολμούσε να βγάλει από τον πίνακα των 100 καλύτερων παικτών όλων των εποχών τον Τζορτζ Μπεστ και να έχει στην 26η θέση της κατάταξης τον ιρανό Αλι Νταεΐ, που το πόστερ του δεν κοσμεί ακριβώς κάθε παιδικό δωμάτιο. Κάποιος μπορεί να αντιτάξει ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη γοητεία των πινάκων των καλύτερων παικτών. Για να γίνεται κουβέντα. Ποτέ δεν ήμουνα ενάντιος στην καφενειακή κουβέντα, αλλά όταν καταλήγεις ότι ο Καφού είναι ο 10ος καλύτερος παίκτης όλων των εποχών, ο Γκάρι Νέβιλ 86ος και ο Μοντέιρο Καστίλιο ή ο Βαρέλα, που χάρισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 στην Ουρουγουάη, δεν υπάρχουν στον πίνακα, καταλαβαίνεις ότι είτε η τέχνη της στατιστικής είναι στραβή είτε τα μαστόρια που τη χειρίζονται άσχετοι. Ας μου επιτραπεί να πιστεύω το πρώτο. Το ποδόσφαιρο δεν τα πάει καλά με τους αριθμούς.

Φαίνεται και από τα ατομικά στατιστικά των παικτών που εμφανίζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα. Με τον κίνδυνο να μου κόψει την καλημέρα ο Νίκος Νταμπίζας, που η εβδομάδα του ξεκινάει με τα κοψίματα του Ζεράλντο, μπορεί κάποιος να πει αν υπάρχει κάποιο άλλο μέρος στον πολιτισμένο κόσμο που κρατάει στατιστική «κοψίματα ανά παίκτη»; Και αν, όπως πιθανότατα συμβαίνει, δεν υπάρχει άλλη φαιδρή χώρα που να τα κρατάει, γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή κανενός δεν ήρθε η ιδέα να μετράει «ένα, δύο, τρία» κάθε φορά που η μπάλα αποκρούεται από έναν αμυντικό ή γιατί είναι μια παπαριά καμαρωτή; Σημειώσατε δύο.

Δεν είμαι άνθρωπος που να μην καταλαβαίνει το πόσο δύσκολο είναι να βγάλεις μεροκάματο. Επίσης δεν είμαι τόσο άπειρος που να μην ξέρω ότι το ευκολότερο μεροκάματο μπορείς να το βγάλεις σε συνεργασίες με τα κρατικά κανάλια, φτάνει να μπορείς να δώσεις κάτι ψευδοεπιστημονικό. Αυτό λοιπόν που με έχει μαγέψει είναι το σύστημα αξιολόγησης ποδοσφαιρικών ομάδων που χρησιμοποιείται από την εφετινή σεζόν. Εμφανίζεται μια μπάρα που γράφει «αξιολόγηση» και μετά έχει τα ονόματα των δύο ομάδων με εκατοστιαία ποσοστά. Την τελευταία Κυριακή, σε μια από τις μεταδόσεις, κάποιος είπε: «Είναι η απόδοση των δύο ομάδων που βγαίνει από τα στατιστικά στοιχεία».

Από εκεί και πέρα μούγκα. Είναι οι αποκρούσεις του Ασκάρατε, οι ασίστ του Μάτος, τα (και αυτό δικιά μας πατέντα είναι) κλεψίματα του Στολτίδη, το τέτοιο της θείας μου, γιατί να το μάθουμε; Αλλωστε οι παπάρες πάντα δεν λένε «να μη ζαλίσουμε τον κόσμο με τους αριθμούς»; Συνοδεύοντας τη φράση με ένα χαμόγελο αυτοϊκανοποίησης ότι αυτοί δεν ζαλίζονται από αριθμούς μέχρι και δεκαψήφιους με διπλή ρίζα. Εγώ, λοιπόν, λέω ότι τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι: α) Το φτύσιμο εν κινήσει και με τον παίκτη να αμύνεται. β) Αλμα για κεφαλιά με το ένα χέρι σηκωμένο. γ) Αποτελέσματα της ομάδας σε δεύτερα ημίχρονα εναντίον του Ιωνικού. Και σε δεύτερη σκέψη πιο αξιόπιστα μου φαίνονται από τη στατιστική κατηγορία «κλεψίματα».

Ποια κατηγορία μπορεί να απεικονίσει την παπαριά του Ράμος στο ματς με τον Ηρακλή, όταν γυρίζει πίσω την μπάλα, για να σκοράρει ο Εμερσον; Αβίαστη μαλακία ολκής; Επίσης ποια κατηγορία μπορεί να αποτυπώσει την απόδοση του Χρήστου Πατσατζόγλου στον αγώνα με τη Ρεάλ, που περισσότερες φορές πάσαρε την μπάλα στα πόδια των αντιπάλων παρά των συμπαικτών του, χωρίς όμως να μπει γκολ; Ατελείωτη κωλοφαρδία;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube