Ο Νιλς Λίντχολμ τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί στο κτήμα του και (ιδίως από τότε που έχασε τη συντροφιά ζωής του, Νίνα, κυρία της ιταλικής αριστοκρατίας, στον γάμο με την οποία οφείλει το προσωνύμιο «βαρόνος») η κύρια ασχολία του ήταν, εκτός απ' το να στήνει τα δοκάρια στον κήπο για να παίζουν οι δύο εγγονοί του ένας εναντίον ενός, να καλλιεργεί τ' αμπέλια μαζί με τον γιο του και να παράγει κρασί. Είναι οι ήρεμοι ρυθμοί, και οι ελεγχόμενες ταχύτητες, που του αντιστοιχούσαν. Εφυγε ήσυχος. Δίχως να ταλαιπωρηθεί. Οπως αναλογεί σ' έναν πολύ ξεχωριστό σπόρτσμαν, 85 ετών.
Ο Λίντχολμ, αριστεροπόδαρο «οκταροδεκάρι» με έφεση στην οργάνωση του παιγνιδιού, αλλά όχι λιγότερο στο σκοράρισμα, βίωσε το ποδόσφαιρο της εποχής που οι προπονήσεις ήταν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και μία ομάδα μπορούσε να διεκπεραιώσει ολόκληρο Ολυμπιακό τουρνουά έως το να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο, η Σουηδία το '48 στο Λονδίνο, χρησιμοποιώντας... 12 παίκτες. Υστερα, σχεδόν όλους (ερασιτέχνες) τους αγόρασαν και τους έκαναν επαγγελματίες τα πλούσια ιταλικά κλαμπ. Η Μίλαν πήρε τρεις και, μ' αυτούς, έφτιαξε τον πρώτο μεταπολεμικό θρύλο της. Ακριβώς όπως πολύ αργότερα, επί Μπερλουσκόνι και Σάκι, με τους τρεις Ολλανδούς.
Ο Γκούναρ Γκρεν ήταν ο «τακτικός νους», ο... Ράικααρντ ας πούμε. Ο Γκούναρ Νόρνταλ, ο σκόρερ-μυδράλιο. Και ο Λίντχολμ, ο χαρακτήρας. Ο εγκέφαλος. Ο φάρος. Ενας Ριβέρα πριν από τον Ριβέρα. Ο μύθος είναι ότι πέρασαν δύο χρόνια προτού κάνει, ως «ροσονέρο», την πρώτη λανθασμένη πάσα. Κι όταν ετούτο συνέβη, η σπανιότητα, στο «Σαν Σίρο» το κοινό όρθιο τον χειροκροτούσε επί πέντε λεπτά ασταμάτητα! Φυσικά, στο τέμπο στο οποίο παιζόταν η μπάλα τότε τα αβίαστα σφάλματα πράγματι δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη της στατιστικής. Εάν ήσουν και μπαλαδόρος, γινόταν όπως με τον Λίντχολμ. Μια φορά στα δύο χρόνια.
Οι Σουηδοί, ευλαβικά αυστηροί στην τήρηση των ηθών του ερασιτεχνισμού, αυτομάτως απέκλεισαν απ' την εθνική όποιον γινόταν επαγγελματίας. Τους άνοιξαν ξανά την πόρτα μόνον όταν ανέλαβαν τη διοργάνωση του Μουντιάλ ('58) και το πράγμα πήρε πανεθνική διάσταση. Εάν το είχαν κάνει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του '50, μπορούσαν να είναι αυτοί, όχι οι Ουρουγουανοί, στον τελικό του «Μαρακανά» με τη Βραζιλία. Το έκαναν το '58 και, για της εκτιμήσεως το αληθές, έφτασαν στον τελικό... με τη Βραζιλία. Μόνο που τότε, πια, οι περισσότεροι είχαν περάσει το peak. Ο Λίντχολμ περπατούσε στα 36. Υπέροχοι αλλά αργοί, φάνηκε (και το πλήρωσαν) στην κόντρα με τις άπιαστες σαΐτες της «σελεσάο»: 5-2. Η μπογιά του Λίντχολμ ακόμα περνούσε, είχε βρει τον ιδανικό παρτενέρ στον Αγκνε Σίμονσον (κάποτε κόουτς του Ηρακλή), του δυσεύρετου είδους των all round σέντερ φορ δίχως τον ελάχιστο παικτικό εγωισμό. Μαζί, ασχέτως εάν εν τέλει έπεσαν πάνω στον Ντιντί και στον Πελέ, πέτυχαν (σπουδαία) πράγματα. Τον ίδιον καιρό στη Μίλαν ο Ουρουγουανός Σκιαφίνο, που τους Βραζιλιάνους τους είχε ξεκάνει το '50 μες στο Ρίο, δεν ήταν (για τον Λίντχολμ) όπως ο Σίμονσον. Ο Σκιαφίνο ήταν, και ευλόγως συμπεριφερόταν σαν, πριμαντόνα. Αντίζηλος. Οχι παρτενέρ.
Ο Λίντχολμ έπαιξε έως τα 40 και όφειλε τη μακροημέρευσή του στη, τι άλλο, σουηδική γυμναστική. Μπροστά απ' την εποχή του, όπως όλοι οι μεγάλοι, έφερε το fitness στην καθημερινότητα του ποδοσφαίρου. Κέρδιζε στοιχεία, χρήσιμα για την Κυριακή, με το να εξασκείται σε διάφορα σπορ. Ως προπονητής, αργότερα, δίδαξε το λεγόμενο «οικονομικό ποδόσφαιρο» (πώς να μαρκάρεις δίχως να ξοδεύεις φάουλ, κόρνερ κ.λπ.) και, στη Ρόμα, λάνσαρε την εντελώς ξένη, εκείνη την εποχή στην Ιταλία, ζώνη.
Οι υπολογισμοί είναι ότι ο Λίντχολμ πέρασε περίπου χίλιες Κυριακές της ζωής του, παίκτης και προπονητής, στα γήπεδα της Serie A. Εάν σκεφτεί κανείς ότι παρέδωσε στο κάλτσο (σαν δεύτερος πατέρας) τον Αντονιόνι, τον Κόντι και τον Αντσελότι ή τον Μπαρέζι και τον Μαλντίνι, δεν ήταν ακριβώς πεταμένες στον βρόντο Κυριακές. Ο Πάολο Μαλντίνι, μ' αυτόν προπονητή πρωτόπαιξε, 16 χρόνων παιδί, το '85 στο Ούντινε. Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν («τι κάνεις, μίστερ;») η απάντηση του γερο-Νιλς ήταν «τώρα τελευταία δεν δουλεύω πολύ στην αντοχή μου, μόνο στην εκρηκτικότητα».
Η αθάνατη ειρωνεία του. Παιδί του (περιβόητου) αυτοσαρκασμού του.