Με το 1/5 του πρωταθλήματος στο χέρι δεν είναι δύσκολο να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις, που είναι λίγο πρόωρο να πάρουν τη μορφή του συμπεράσματος. Προφανώς, το στοιχείο που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι το εξαιρετικό ξεκίνημα της ΑΕΚ, που έχει μόνο νίκες και, μάλιστα, χωρίς να δεχθεί γκολ.
Αυτή η επίδοση του «Δικεφάλου», που είναι η καλύτερη εδώ και πάνω από μία εικοσιπενταετία, δείχνει τη θέληση της ομάδας του Φερέρ για τον τίτλο. Το θέλω, όμως, δεν σημαίνει -κατ’ ανάγκη- και μπορώ. Πολλοί υποθέτουν ότι η δυνατότητα των «κιτρινόμαυρων» να κάνουν «επαγγελματικές» νίκες (νίκες, δηλαδή, στις οποίες η ομάδα κατάφερε να εξασφαλίσει το αποτέλεσμα, χωρίς να αποδώσει καλό ποδόσφαιρο) δείχνει την ωριμότητα της «κιτρινόμαυρης» ομάδας, η οποία της έλειπε τις δύο περασμένες χρονιές. Εκείνο που χωρίς δυσκολία μπορεί να παραδεχθεί κάποιος είναι ότι φέτος ο «Δικέφαλος» έχει το καλύτερο ρόστερ σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές, αλλά και αυτό το στοιχείο δεν εξασφαλίζει τον τίτλο.
Το «μπορώ» της ΑΕΚ θα κριθεί πολύ σύντομα. Σε δύο αγωνιστικές, στο ντέρμπι με τον ΠΑΟ. Αν εκεί ο «Δικέφαλος» μπορέσει να νικήσει ή να πάρει μία ισοπαλία που δεν θα είναι αποτέλεσμα μιας συντηρητικής εμφάνισης –να κλειστούμε για να αντέξουμε, καταστρέφοντας το παιχνίδι–, τότε οι προσδοκίες για το πρωτάθλημα θα αποκτήσουν σοβαρή ενίσχυση. Σε περίπτωση ήττας, η διαφορά από τον ΠΑΟ θα μειωθεί στους δύο βαθμούς και η κούρσα ξαναρχίζει.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι πανηγυρισμοί για τη διαφορά των 6 βαθμών είναι πολύ πρόωροι. Ας σημειωθεί ότι πέρα από τις δοκιμασίες του πρωταθλήματος, οι «κιτρινόμαυροι» έχουν να αντιμετωπίσουν και την πρόκληση του ΟΥΕΦΑ, που μπορεί να επιφέρει κάποιες παράπλευρες απώλειες οι οποίες ίσως κοστίσουν στο τέλος.
Αν υποθέσουμε ότι η παραδοσιακή τριάδα των διεκδικητών του τίτλου συμπεριλαμβάνει Ολυμπιακό και ΠΑΟ, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι άλλοι δύο διεκδικητές έχουν ένα κοινό σημείο. Τις ευρωπαϊκές αγωνιστικές υποχρεώσεις. Οι ομάδες μας δεν είναι συνηθισμένες να τις διαχειρίζονται παράλληλα με τις εγχώριες και μάλιστα προτιμούν να κυνηγήσουν τη διάκριση στο πρωτάθλημα, παρά στην Ευρώπη.
Ο Ολυμπιακός φαίνεται να πληρώνει στο ελληνικό πρωτάθλημα το κόστος των εξαιρετικών ευρωπαϊκών του εμφανίσεων, αλλά το πραγματικό πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει, θα έρθει αν χρειαστεί να βρει αντικαταστάτες κάποιων βασικών του ποδοσφαιριστών. Μέχρι τότε, θα ποντάρει στην ποιότητα της ενδεκάδας του και την εμπειρία των ποδοσφαιριστών του, ελπίζοντας ότι ο «γυμνός» του πάγκος θα δώσει -όταν χρειαστεί- τις «ανάσες» ξεκούρασης που έχουν ανάγκη οι βασικοί ποδοσφαιριστές.
Ο ΠΑΟ είναι ένα μεγάλο αίνιγμα. Ενα αίνιγμα που έχει να κάνει πρωτίστως με τον χρόνο που θα χρειαστεί ο Πεσέιρο, μέσα από ένα διαρκές rotation -που εν μέρει επιβάλλουν οι πολλές απουσίες που είχαν οι «πράσινοι» λόγω τραυματισμών-, για να διαμορφώσει ένα σύνολο με συγκεκριμένα αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Για τον ΠΑΟ το ντέρμπι με την ΑΕΚ σε δεκαπέντε μέρες είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να κερδηθεί. Για να μπορέσουν οι «πράσινοι» να επανασυνδεθούν με την κορυφή και να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Είναι κρίμα που στη χορεία των διεκδικητών δεν συμπεριλαμβάνεται έστω και μία ομάδα από τη Θεσσαλονίκη. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία, που δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Οχι τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο για το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Το πάθος με τα μυστικά
Δεν είχα καταφέρει να δω την ταινία την περσινή σεζόν που βγήκε τους κινηματογράφους, αλλά, ευτυχώς, υπάρχει και το DVD. Η ταινία «The good shepherd», που προβλήθηκε με τον τίτλο «Ο καθοδηγητής», για μένα είχε ενδιαφέρον, για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ότι σκηνοθετούσε ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο δεύτερος ότι η ταινία αφορούσε την ίδρυση της CIA.
Παρακάμπτω και την κριτική στη σκηνοθεσία -συμπαθητική- και την ιστορική συμφωνία του σεναρίου με την πραγματικότητα, γιατί με κέρδισε ένα άλλο στοιχείο που θέλω να φαντάζομαι ότι ήταν στις προθέσεις του Ντε Νίρο. Να δείξει το πάθος της αμερικανικής ελίτ –και της κοινωνίας κατ’ επέκταση– για τα μυστικά.
Η ιστορία της κατασκοπίας και των μυστικών υπηρεσιών δεν ξεκινά τον 20ό αιώνα, αλλά οι ΗΠΑ, ένα κράτος με ιστορία 250 ετών, ήταν η χώρα που ανέδειξε τη σημασία αυτού που -σχηματικά- ονομάζεται κατασκοπία. Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ έγιναν «ο προστάτης του ελεύθερου κόσμου», απομονώθηκαν, έγιναν ένα κράτος της μορφής «όλοι σας και μόνος μου». Ηταν αναπόφευκτο, λοιπόν, να δώσουν ιδιαίτερο βάρος στις μυστικές υπηρεσίες.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι μυστικές υπηρεσίες έχουν πολλές ιδιομορφίες. Το γεγονός ότι ο κόσμος πλέον δεν ορίζεται από την αντιπαλότητα της Ανατολής με τη Δύση, δεν σημαίνει ότι οι μυστικές υπηρεσίες έχουν λιγότερη δουλειά. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, μια και ο νέος αντίπαλος είναι η τρομοκρατία που δεν έχει ούτε «έδρα» ούτε «πρόσωπο». Μπορεί, άλλωστε, να κινείται με ευκολία σε ένα παράλληλο, εικονικό σύμπαν, εκεί που γίνονται οι σημαντικότερες αναμετρήσεις.
Κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA είχε υποστηρίξει σε μια επιτροπή του κογκρέσου πως «αν στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου το 90% των αναμετρήσεών μας με άλλες μυστικές υπηρεσίες γινόταν στον πραγματικό κόσμο, τώρα το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 20%. Το μεγάλο πεδίο αναμέτρησης, τώρα, είναι το διάστημα και ο κυβερνοχώρος». Και στον κυβερνοχώρο, ο πράκτορας δεν χρειάζεται καμπαρντίνα, ρεπούμπλικα και μαύρα γυαλιά. Μπορεί να μεταμφιεστεί σε ένα ακίνδυνο e-mail ή ένα πρόγραμμα που μπορεί να καταστρέψει ένα σκληρό δίσκο, όταν πρώτα έχει πάρει όλες τις πληροφορίες που βρίσκονται αποθηκευμένες εκεί.
Ισως γι’ αυτόν τον λόγο τον Μάρτιο του 2000 η Μοσάντ είχε βάλει αγγελία στις ισραηλινές εφημερίδες, ζητώντας ειδικούς στους τομείς του προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, της διαχείρισης των δικτύων και της κρυπτογραφίας. Βλέπετε, τώρα πια, οι πράκτορες δεν στρατολογούνται στις στρατιωτικές σχολές και τις διπλωματικές υπηρεσίες, αλλά στα πανεπιστήμια και τα επιστημονικά ερευνητικά κέντρα.
Κάτι μεγαλύτερο από τη CIA
Παρά τα όσα πιστεύουν πολλοί, η CIA δεν είναι η μεγαλύτερη μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ (ακόμα και μετά την ενοποίηση των μυστικών υπηρεσιών που έγινε πριν από ένα χρόνο), εφόσον υπάρχει η NSA (National Security Agency), η υπηρεσία εθνικής ασφαλείας, που, σε αντίθεση με την «πολιτική» CIA, είναι μία υπηρεσία με περισσότερο στρατιωτική δομή και οργάνωση, μια και υπάγεται στο Υπουργείο Αμυνας και έχει διοικητή, πάντα, στρατιωτικό. Είναι πανίσχυρη σε βαθμό τέτοιο που αυτοί που γνωρίζουν, παραφράζοντας τα αρχικά της, τη χαρακτηρίζουν ως No Such Agency (δεν υπάρχει τέτοια υπηρεσία). Είναι υπεύθυνη για τη συλλογή πληροφοριών και χειρίζεται το μεγαλύτερο σύστημα παρακολουθήσεων των επικοινωνιών σε ολόκληρο τον κόσμο, το γνωστό ECHELON, που μπορεί να υποκλέψει οποιαδήποτε επικοινωνία χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά. Η NSA παρακολουθεί τους πάντες, ακόμη και Αμερικανούς πολίτες χωρίς δικαστική άδεια και οι δύο ισχυρότερες διευθύνσεις της ασχολούνται με την ανάλυση των πληροφοριών και την κρυπτογραφία. Το προεδρικό διάταγμα του Τρούμαν, με το οποίο ιδρύθηκε η NSA το 1952, έμεινε κρυφό από την κοινή γνώμη για περισσότερο από 30 χρόνια.