Μετά το χθεσινό σουξέ που γνώρισε το κείμενό μου για την Εθνική –πήρα περισσότερα από 10 μηνύματα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο–, σκέφτηκα να συνεχίσω με το ελληνικό παράδοξο Part II, το οποίο αφορά τους ελληνικούς συλλόγους.
Η ιστορία έχει να κάνει με τις ομάδες μας που τα τελευταία χρόνια αγωνίζονται στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ ή του αναβαθμισμένου Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Οι ομάδες, λοιπόν, ανακάλυψαν ότι οι ευρωπαϊκές τους αγωνιστικές υποχρεώσεις τις ανάγκασαν να αλλάξουν πολλά πράγματα. Φυσικά, δεν ήταν μόνο οι αγωνιστικές υποχρεώσεις που τις ώθησαν να προχωρήσουν σε αλλαγές, αλλά και η θέληση να διακριθούν και να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους.
Η πρώτη και στην ουσία αναγκαστική αλλαγή έγινε στη διαφοροποίηση του προγράμματος προετοιμασίας, αφού οι ομάδες έπρεπε να είναι φορμαρισμένες με την έναρξη του Τσάμπιονς Λιγκ (που ξεκινά πριν ή ταυτόχρονα με το ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία) ή των προκριματικών του ΟΥΕΦΑ. Μετά, οι ομάδες ανακάλυψαν ότι έπρεπε να αναπροσαρμόσουν ή και να σχεδιάσουν νέες στρατηγικές στους τομείς των δημόσιων σχέσεων, του μάρκετινγκ, των εισιτηρίων και πέρα από αυτά, να αναπροσαρμόσουν το μοντέλο της διοίκησής τους. Σε ό,τι αφορά το μοντέλο διοίκησης, έχουμε αρκετές εκδοχές. Αρης, Λάρισα, ΑΕΚ, οι «αιώνιοι» πάνε μαζί, όπως και ο Πανιώνιος, έτσι για να υπάρχουν επιλογές.
Ο πρόεδρος δεν είναι πάντα ο ιθύνων νους – ή μάλλον συνεχίζει να είναι, αλλά δεν ανακατεύεται και στη δουλειά του προπονητή όπως παλιότερα. Ενδιαφέρον έχουν και οι διαφοροποιήσεις, οι οποίες εντοπίζονται σε αρκετούς τομείς και ιδιαίτερα στον τρόπο διάχυσης της προεδρικής εξουσίας προς τα κάτω. Βέβαια, το μοντέλο διοίκησης των ελληνικών ομάδων που μετέχουν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις βρίσκεται σε μεταβατική εποχή. Η μορφή του θα οριστικοποιηθεί σύντομα, διότι θα υποχρεωθεί να προσαρμοστεί και στις αρχές που περιγράφονται στο σχέδιο αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ.
Στους υπόλοιπους τομείς, εκτός του αγωνιστικού, γίνονται κάποια βήματα προς τα εμπρός αλλά υπάρχουν και πολλές παλινωδίες. Για παράδειγμα, μπορεί οι ομάδες μας στο σύστημα διάθεσης των εισιτηρίων να έχουν υιοθετήσει –ή να μελετούν– πρακτικές που ακολουθούνται από μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, αλλά κρατάνε την τιμή τους υψηλά σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες των Ελλήνων και τις παροχές του θεάματος και του γηπέδου τους.
Σε αυτόν τον τομέα οι ελληνικές ομάδες αντιμετωπίζουν τους φιλάθλους σαν αγελάδες για άρμεγμα και όχι σαν πελάτες ενός προϊόντος. Σιγά σιγά θα μάθουν να σέβονται και τις απαιτήσεις των φιλάθλων, διότι διαφορετικά θα τους χάσουν. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορείς να ακολουθείς πρακτικές μιας εμπορικής επιχείρησης και να μην προσπαθείς να βελτιώσεις το προϊόν σου, μεγιστοποιώντας παράλληλα και τα έσοδά σου μέσω αυτής της βελτίωσης. Αν όλα αυτά δεν συνιστούν παραδοξότητες, ας εντοπίσουμε μία πιο φανερή. Συχνά παρατηρώ πως οι ελληνικές ομάδες πασχίζουν να δείξουν στην Ευρώπη ένα άλλο, υπεύθυνο, σύγχρονο και σοβαρό πρόσωπο, τόσο οργανωτικά όσο και αγωνιστικά. Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι δεν νιώθουν την ανάγκη να φορούν το ευρωπαϊκό τους πρόσωπο και στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ετσι βιώνουμε το φαινόμενο «Δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ», με ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό.
Οι ομάδες επιζητούν να παρουσιάζουν το καλύτερο αγωνιστικό τους πρόσωπο στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, όσο τουλάχιστον μετέχουν σε αυτές με αξιώσεις, ενώ στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν ξεπερνούν τη μετριότητα, στην καλύτερη περίπτωση. Και κάτι τέτοιο μαρτυρά την αποσπασματική και λανθασμένη αντίληψή τους για το θέαμα και την απόδοση. Ομως, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι ομάδες μας θα κριθούν από τον τρόπο που θα ανταποκριθούν στη διπλή πρόκληση του πρωταθλήματος και της Ευρώπης. Διότι όσο καλά και αν γίνουν τα γήπεδα, όσο κι αν οι στρατηγικές του μάρκετινγκ γίνουν αποτελεσματικότερες, όσο κι αν εκσυγχρονιστεί το μοντέλο διοίκησης, αν οι ομάδες δεν παίξουν μπάλα, αν δεν προσφέρουν θέαμα, τότε θα επιστρέψουμε σ' έναν μεσαίωνα, από τον οποίο παλεύουμε να ξεφύγουμε.