Οι μεγάλοι παίκτες μπορεί να κάνουν τις μεγάλες ομάδες, αλλά και το αντίστροφο ισχύει. Κάθε σχεδόν μεγάλη ομάδα έχει στη σύνθεσή της έναν «Καλιγέρη». Ο Καλιγέρης ήταν ένας από τους 11 βασικούς παίκτες του Παναθηναϊκού στην πορεία του 1971 προς το «Γουέμπλεϊ», που μόνο μια ξαφνική ασθένεια, όταν έπαθε λεϊσμανίαση τροπικάλ, τον εμπόδισε να παίξει και στον τελικό. Την επόμενη χρονιά ο Καλιγέρης πήγε στην Καλαμάτα και τη μεθεπόμενη χανόταν στις μικρές κατηγορίες της εποχής.
Η μεγάλη ομάδα όμως του Παναθηναϊκού της εποχής είχε δώσει τη δυνατότητα σε έναν παίκτη κάτω του μετρίου να γράψει το όνομά του στην ποδοσφαιρική ιστορία. Και το ερώτημα τίθεται. Στη μεγάλη Εθνική Ελλάδας της εποχής του Ρεχάγκελ υπάρχει «Καλιγέρης»;
Κατά τη γνώμη μου, όχι. Και αμφιβάλλω αν ο τύπος αυτής της ομάδας θα άντεχε την παρουσία ενός μέτριου παίκτη, που τα ελαττώματά του θα τα κάλυπταν οι βεντέτες σε μέρα μεγάλης φόρμας. Η Ελλάδα του Οθωνα είναι μια ομάδα γερμανικής λογικής, στην οποία οι αδύναμοι εξαφανίζονται. Ακόμα και όταν η αδυναμία είναι υπόνοια, όπως στην περίπτωση του Νικοπολίδη, που ο Ρεχάγκελ δεν τον χρησιμοποίησε από τον φόβο ότι θα έχει επηρεαστεί από την προηγούμενη εμφάνισή του εναντίον της Τουρκίας και τις προτροπές του Φατίχ Τερίμ στους παίκτες του να σουτάρουν συνεχώς και απ' όπου βρίσκονται. Ο πλησιέστερος σε έναν «Καλιγέρη» είναι ο Χαριστέας, που έχοντας όμως σκοράρει στον τελικό του Euro και έχοντας κάνει μια καλή καριέρα στο εξωτερικό είναι άδικο να χαρακτηριστεί έτσι. Αντίθετα, αυτή η Εθνική έχει δύο παίκτες που βρίσκονται στο μεταίχμιο να βρεθούν στην κατηγορία «Χατζηπαναγή». Μια κατηγορία που υπάρχει για τους παίκτες που δεν αξιώθηκαν να παίξουν σε πρωταθλήματα ή ομάδες ανάλογες του ταλέντου τους. Τον Νίκο Λυμπερόπουλο και τον Παρασκευά Αντζα.
Αντίθετα με τον Βασίλη Τοροσίδη, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που δεν χρειάζεται να βιάζεται για να πάρει μεταγραφή στην Ευρώπη, ο Αντζας και ο Λυμπερόπουλος, αν δεν φύγουν φέτος ή του χρόνου, είναι απίθανο να φύγουν κάποτε. Αμφότεροι το αξίζουν. Οχι γιατί ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ είναι μικρά μεγέθη, αλλά επειδή το ελληνικό πρωτάθλημα είναι μικρό μέγεθος για να αξιολογηθούν οι ικανότητες ενός παίκτη. Για τον ταλαντούχο παίκτη το ελληνικό πρωτάθλημα είναι ό,τι θα ήταν μια ορχήστρα δήμου για τον Γιεχούντι Μενουχίν, με την ποινή να περάσει όλη την καριέρα του ακούγοντας τα γρατζουνίσματά της.
Για τον Λυμπερόπουλο, που μοιάζει να έχει προβλήματα να χωρέσει στην ενδεκάδα της ΑΕΚ μαζί με τον Ριβάλντο και τον Μπλάνκο, υπήρξε η πρόταση των 2,3 εκατ. ευρώ της Νυρεμβέργης. Για τον Αντζα γράφτηκε ότι υπάρχει πρόταση 7 εκατ. ευρώ από τη Λιόν. Το θέμα όμως δεν είναι τα ποσά, αλλά μια γενναιοδωρία που θα πρέπει να εκδηλωθεί από τις διοικήσεις της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού και στις δύο περιπτώσεις. Βλέποντας ότι στη χθεσινή Εθνική 8 στους 10 ποδοσφαιριστές δοκίμασαν τις ικανότητές τους στην Ευρώπη, καταλαβαίνεις ότι και οι άλλοι δύο, αν το θέλουν, θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία. Γιατί χειρότερο και από το να έχεις μια αποτυχία είναι να τελειώνεις την καριέρα σου έχοντας ένα μαράζι.
Το τελευταίο προπύργιο στο επιχείρημα ότι η Εθνική Ελλάδας έκανε μεγαλύτερη εμφάνιση από την προχθεσινή είναι τα ματς του 1969 εναντίον της Πορτογαλίας για τα προκριματικά του Μουντιάλ του '70. Το εντός έδρας 4-2 το έχουν δει αρκετοί, αλλά το 2-2 εκτός έδρας, που η τηλεόραση δεν το μετέδωσε, ελάχιστοι έχουν δει. Τέλος πάντων, το ότι χρειάζεται να πάμε μισό αιώνα πίσω για να βρούμε αγώνα που η Εθνική πιθανόν να είναι καλύτερη από τη χθεσινή δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η προχθεσινή εμφάνιση, η οποία περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχε τη σφραγίδα του Οτο Ρεχάγκελ. Με τον Φάνη Γκέκα αντί του Ζήση Βρύζα είναι πολύ πιο εύκολο, αλλά το ότι η Ελλάδα έπνιξε την Τουρκία στη δική της πλευρά ήταν εντυπωσιακό. Eντυπωσιακότερος ήταν ο τρόπος.
Εχοντας μόνιμα τον Γκέκα και τον Αμανατίδη να πιέζουν τα δύο στόπερ της Τουρκίας με τον Χαριστέα ελάχιστα πιο πίσω, ο Οτο Ρεχάγκελ χάριζε τους διαδρόμους παράλληλα με τη γραμμή του πλάγιου άουτ. Παίρνοντας το ρίσκο ότι αν η μπάλα ερχόταν πάσα παράλληλα με τη γραμμή ο Τούρκος επιθετικός αναλόγως πλευράς θα είχε να αντιμετωπίσει ένας με έναν τον Σεϊταρίδη ή τον Τοροσίδη. Αγωνιστικά η τακτική έπιασε επειδή λόγω σωματικής δύναμης τα δύο ακραία μπακ της Ελλάδας μπορούσαν να σταματούν όποιον Τούρκο επιθετικό δοκίμαζε να τους πάρει τη γραμμή με τον ώμο και λόγω ταχύτητας δεν κινδύνευαν να χάσουν πάνω από ένα βήμα στο σπριντ, οπότε είχαν τη λύση του ακίνδυνου για κίτρινες κάρτες φάουλ. Στην περίπτωση που ο Τούρκος σταματούσε την μπάλα και επιχειρούσε να «κουρδίσει» και να κάνει τσαλίμια πάνω από την μπάλα για να σκάσει ντρίμπλα, Σεϊταρίδης και Τοροσίδης ήξεραν ότι μπορούσαν να βασίζονται σε βοήθειες από τον Αντζα και τον Μπασινά αντίστοιχα, τους δύο παίκτες που ήταν οι καλύτεροι της Εθνικής. Στην περίπτωση που οι Τούρκοι δοκίμαζαν να κατέβουν από τον άξονα, όσο η μπάλα βρισκόταν στα πόδια του Αουρέλιο είχε καλώς. Από τη στιγμή όμως που προωθείτο στα πόδια του Τουντσάι, του Ουμίτ Καράν ή του Εμρέ και η προσπάθεια ήταν κάθετη, η κατάληξή της ήταν δεδομένη, αφού τα κεντρικά χαφ της Ελλάδας δεν φοβούνταν να βγουν πρώτοι στην μπάλα, γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση απώλειας μπορούσαν να στηριχθούν στις ικανότητες του Δέλλα και του Κυργιάκου.
Το αποτέλεσμα της τακτικής της Ελλάδας είναι ότι σπανίως Τούρκος παίκτης σήκωσε το κεφάλι στον άξονα και στο μισό γήπεδο προς την πλευρά της Ελλάδας και μπόρεσε να κοιτάξει το τέρμα του Χαλκιά πάνω από μισό δευτερόλεπτο πριν από το πρώτο τάκλιν. Το δεύτερο θετικό για την Ελλάδα στοιχείο ήταν ότι πιέζοντας τόσο ψηλά, όποτε τα χαφ έκλεβαν μπάλα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τους επιθετικούς με τρύπες-μπαλιές των 15, 20 μέτρων και όχι με 30+ πάσες, που εύκολα κόβονται από τους αμυντικούς. Εδώ όμως να προστεθεί ένα από τα στοιχεία που με ειλικρίνεια έλεγε παράγοντας της ΕΠΟ μετά την επιστροφή στην Αθήνα. «Είδες τι διαφορά κάνει στην ποιότητα όταν παίζεις χωρίς άγχος;». Ναι, είδα. Οπως και είδα τι σημαίνει να σε σφυρίζουν διαιτητές χωρίς το άγχος ότι, αν σου δώσουν το παραπάνω κουκούτσι, αντί για επίπληξη μάλλον θα τους πουν «μπράβο».
Λίγο πριν από το ματς της Τουρκίας με την Ελλάδα η Αγγλία, της οποίας η ομοσπονδία δεν είναι και η φιλικότερη στον Μισέλ Πλατινί, περνούσε από χειρουργείο στο «Λουζνίκι». Ο υπέροχος Ισπανός Λουίς Μεντίνα Κανταλέχο σφύριξε πέναλτι ένα φάουλ που ξεκίνησε τέσσερα μέτρα έξω από την περιοχή για να προσγειωθεί ο Ζουριάνοφ μισό μέτρο έξω από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής της Αγγλίας. Ενα από αυτά τα ωραία πέναλτι, τα «συνεχή», που έλεγε και ο κύπριος καθηγητής διαιτησίας Δάσος Χαϊδαρίου. Το πέναλτι μαζί με την ανοχή του Κανταλέχο στις καθυστερήσεις των Ρώσων και την απόφαση της ΟΥΕΦA να ορίσει το ματς στον πλαστικό χλοοτάπητα του «Λουζνίκι» μάλλον στέλνουν την Αγγλία εκτός τελικών. Αντίθετα, εμείς άρχοντες. Σε δύο περιπτώσεις οι Τούρκοι ζήτησαν πέναλτι -στη μία κατά τη γνώμη μου είχαν δίκιο-, ο Μεχούτο Γκονζάλες έδειξε την απαράμιλλη κλάση του και έκανε το σήμα «παίζεται». Και δεν είναι στις φάσεις των πέναλτι που βλέπεις τον διαιτητή, αλλά στις συνηθισμένες φάσεις. Στα οφσάιντ και τα φάουλ, που όταν δίνονται σε βάρος της αγαπημένης του ομάδας η σφυρίχτρα του διαιτητή σφυρίζει μαραμένη, ενώ όταν είναι υπέρ ακούγεται σαν την καραμούζα του Αβεσαλώμ.
Για τον ελληνικό Τύπο και την αντίδρασή του στη νίκη επί της Τουρκίας πρέπει να αποκαλυφθώ μπροστά στη συνέπεια και την υποκρισία. Γιατί τώρα θα πρέπει να ζητήσω συγγνώμη από τον Γιακουμάτο, που άδικα πήγα και τσαμπουκαλεύτηκα στην τηλεόραση μαζί του επειδή αποκάλεσε την «τεσσάρα» του Μαρτίου από την Τουρκία «εθνική ντροπή». Δίκιο είχε ο άνθρωπος. Γιατί όταν μία νίκη με ένα γκολ είναι «εθνικός θρίαμβος», τότε τα τέσσερα μείον όχι εθνική ντροπή είναι, αλλά αιώνια ξεφτίλα που ακυρώνει τη Σαλαμίνα και τις Θερμοπύλες. Επίσης, αν εμείς μετά το 1-0 γράφουμε «Είναι βαριά η π...τσα του τσολιά», η «π...τσα του αγά» μετά τα τέσσερα πόσο βαριά μπορούσε να είναι; «Ιερή νίκη», «Μεγάλη Ελλάδα», «Ελληνική Προέλαση στην Πόλη», «Εάλω η Πόλις», «Πήραμε την Πόλη», «Πορθητές» είναι τα πρωτοσέλιδα από εφημερίδες που διατείνονται ότι ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι; Αλλά συγγνώμη, ξέχασα... Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι όταν χάνουμε, αλλά εθνική υπόθεση όποτε κερδίζουμε.