Μπορεί ο Μπράιαν Ανταμς να ύμνησε το καλοκαίρι του 1969, αλλά και ο Οκτώβριος του έτους εκείνου δεν σε άφηνε να πλήξεις. Ηταν μεστός από ειδήσεις, πολιτικού, κοινωνικού ή κοσμικού ενδιαφέροντος. Ο,τι τραβούσε η ψυχή σου: από τα εκατομμύρια των Αμερικανών που διαδήλωναν εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι τον θάνατο του «πατριάρχη» των «μπίτνικς» Τζακ Κέρουακ και τη γαλαντομία του Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο οποίος ξόδεψε 1.050.000 δολάρια για να δωρίσει στη σύζυγό του, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ένα διαμάντι.
Ο Οκτώβριος του 1969, όμως, ήταν γεμάτος κι από «πρωτιές». Στη Σουηδία ο Ούλοφ Πάλμε γινόταν ο νεότερος Ευρωπαίος πρωθυπουργός σε ηλικία 42 ετών. Στην Αγγλία το BBC εξέπεμπε το πρώτο επεισόδιο της σατιρικής του σειράς «Το ιπτάμενο τσίρκο των Μόντι Πάιθονς». Για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία έπεφτε άγριο ξύλο, δημοσίως, στο... Βατικανό. Μεταξύ παραδοσιακών και μεταρρυθμιστών κληρικών, που ζητούσαν να αρθεί η απολυταρχία του Πάπα. Στην Ελλάδα ο δικτάτορας-«χειρουργός» Παπαδόπουλος έκανε την πρώτη κίνηση «κατόπιν εγχειρήσεως», δηλαδή πραξικοπήματος. Προανήγγειλε παρωδία ελευθεροτυπίας, με τα εξής λόγια: «Εβγάλαμε τον γύψον και εβάλαμε νάρθηκα και θέλομεν την βοήθειαν των συγγενών, ώστε ο ασθενής να κάμει τα πρώτα βήματα»! Ο ΟΤΕ έθετε σε λειτουργία τη νέα υπηρεσία αφύπνισης συνδρομητών. Κάθε αφύπνιση κόστιζε τέσσερις δραχμές.
Στην «καρδιά» του μήνα, την Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 1969, καταγράφηκε και μία ποδοσφαιρική-τηλεοπτική «πρωτιά»: για πρώτη φορά η ελληνική τηλεόραση μετέδωσε απευθείας αγώνα της Εθνικής Ελλάδας. Για πρώτη φορά Ελληνες φίλαθλοι παρακολούθησαν ματς του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος μπροστά από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους. «Τους», είπαμε; Καλά, αυτό το κτητικό μην το πάρετε τοις μετρητοίς. Την εποχή εκείνη δεν ήταν πάρα πολλά τα σπίτια που διέθεταν «μαγικό κουτί». Πολυπληθείς ομάδες ανθρώπων συνωστίζονταν μπροστά από βιτρίνες καταστημάτων και απολάμβαναν αυτό που κάποια στιγμή, στο εγγύς μέλλον, οι περισσότεροι θα αγόραζαν. Την τηλεόραση.
Ούτε μία ούτε δύο. Τέσσερις φορές φώναξαν με την ψυχή τους «γκολ» την ημέρα εκείνη οι φίλαθλοι τηλεθεατές. Ελλάδα - Ελβετία 4-1. Στο κατάμεστο Καυταντζόγλειο, που τότε χωρούσε κάτι λιγότερο από πενήντα χιλιάδες κόσμο. Αγώνας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου –ναι, τότε που χάσαμε «στο τσακ» την πρόκριση. Κούδας, Μποτίνος, Σιδέρης και πάλι Μποτίνος οι σκόρερ. Από το 32' μέχρι το 49' το σκορ έγινε 4-0 (τρία στο ημίχρονο) και οι Ελβετοί μείωσαν στο 77' με τον Κούνζλι. Τέλεια παράσταση για το πολυπληθέστερο, έως τότε, κοινό που είχε η Εθνική. Χάρη στην τηλεόραση.
Ο γράφων δεν είδε το παιχνίδι εκείνο, αφού τα πρώτα ποδοσφαιρικά-τηλεοπτικά του βιώματα παραπέμπουν στις αρχές των 70s. Μπορεί όμως να φανταστεί την ασπρόμαυρη εικόνα να «βασανίζεται», συχνά-πυκνά, από οριζόντιες, παιχνιδιάρικες ρίγες. Ισως το μόνο απολύτως σταθερό στοιχείο στη μετάδοση εκείνη να ήταν η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη –λέμε «ίσως» γιατί, ποιος ξέρει, μπορεί κι ο ήχος «να έκανε νερά». Ισως, πάλι, όχι. Επειτα από μία δεκαετία κατέφθασε στην Ελλάδα και η έγχρωμη τηλεόραση. Τον Ιανουάριο του 1979, με το γαλλικό σύστημα SECAM. Αρκετοί ήταν οι προνοητικοί που μερίμνησαν ώστε να απολαύσουν σε έγχρωμες μικρές οθόνες τις προσπάθειες της Εθνικής το 1980, στην Ιταλία. Στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών –του σημερινού «Euro».
Λίγο αργότερα οι έννοιες «ποδόσφαιρο» και «ασπρόμαυρη τηλεόραση» ηχούσαν τόσο ασύμβατες μεταξύ τους όσο το λάδι και το νερό. Ακόμα και όσοι, λίγοι, δεν είχαν συντονιστεί με τους τηλεοπτικούς κώδικες της εποχής, είτε λόγω αμέλειας είτε επειδή η οικονομική τους κατάσταση τους ανάγκαζε να αναβάλλουν την αγορά έγχρωμου «κουτιού», στην ποδοσφαιρική απόλαυση σκόντο δεν έκαναν! Κάποιο φιλικό σπίτι, κάποια καφετέρια –λύσεις υπήρχαν. Διότι, όλα κι όλα, «ασπρόμαυρο» σίριαλ μπορούσες να παρακολουθήσεις, «ασπρόμαυρη» μπάλα, όμως, όχι. Κάτι από τη μαγεία της εξανεμιζόταν, αν δεν μπορούσες να χαρείς τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις των χρωμάτων.
Τα χρόνια πέρασαν. Η τηλεόραση, παγκοσμίως, έχει πάψει προ πολλού να είναι ο φιλικός «μεσάζων» που φέρνει στα σπίτια μας τις εικόνες του αθλητικού «γίγνεσθαι». Οι ιδιότητές της πλήθυναν. Είναι μεγαλομέτοχος στην παγκόσμια βιομηχανία αθλητικού θεάματος. Είναι «νομοθέτης», ρυθμιστής των κανόνων της: έχει λόγο για τη συχνότητα των αγώνων, την ώρα της διεξαγωγής τους κ.λπ. Είναι η «προξενήτρα» που μεθοδεύει τον γάμο της βιομηχανίας του αθλητικού θεάματος με την αντίστοιχη του life style: αναλογιστείτε, απλώς, εάν θα είχε ανατείλει το «φαινόμενο Μπέκαμ» χωρίς την τηλεόραση.
Κάποιοι ίσως υπέθεταν ότι η τηλεόραση δεν θα επηρέαζε τις εθνικές ομάδες. Μάλλον θα άλλαξαν γνώμη (το αργότερο) από το Μουντιάλ του 1986. Τότε που κλήθηκαν οι ποδοσφαιριστές να δώσουν σημαντικούς αγώνες ντάλα μεσημέρι, κάτω από τον –φημισμένο για την «αγριάδα» του– μεξικάνικο ήλιο. Γιατί; Διότι αυτό απαίτησε η Televisa. Για να συμπίπτουν τα «καλά» παιχνίδια με τις ώρες υψηλής τηλεθέασης στην Ευρώπη. Ακόμα κι ο Γερμανός τερματοφύλακας Σουμάχερ –θέση που δεν απαιτεί τρέξιμο– παραπονιόταν πως υπέφερε, με κατάξερο λαιμό. Οταν ο Μαραντόνα διαμαρτυρήθηκε, πολλοί είπαν ότι «έκανε κόλπα» για να τονώσει το προφίλ του ατίθασου. Αχ, κάτι τέτοια πιστοποιούν την ορθότητα του ρητού: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά κάποια μέσα αγιάζουν τον σκοπό. Τα media!
Εν πάση περιπτώσει, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν «αθώες εποχές», απαλλαγμένες από τη θεοποίηση του κέρδους. Ακόμα κι όσες συχνά τίθενται στο επίκεντρο της νοσταλγίας μας, με τον τρόπο τους σε κάποιους τομείς απέπνεαν σκληρότητα και ιδιοτέλεια. Οι μνήμες όμως «φιλτράρουν» τα γεγονότα, ειδικά εάν τα έζησες ως παιδί. Και τελικώς ανασύρουν στην επιφάνεια εικόνες συνυφασμένες με τη δική μας αθωότητα, όχι της εποχής. Οπως, ας πούμε, κάποιους τύπους να πανηγυρίζουν, μπροστά από μια βιτρίνα καταστήματος, τα γκολ των Κούδα, Μποτίνου και Σιδέρη...
ΥΓ.: Η σύνθεση της Εθνικής στον αγώνα εκείνο: Οικονομόπουλος, Γκαϊτατζής, Σπυρίδων, Καμάρας, Σταθόπουλος, Δομάζος, Χάιτας, Κούδας, Σιδέρης (80' Δέδες), Παπαϊωάννου, Μποτίνος (70' Σαράφης).