Ο Βασίλης Γκαγκάτσης να σκληραίνει τη γλώσσα και να τρίζει τα δόντια στους διαιτητές της Σούπερ Λίγκας, πλέον αυτό είναι (στο εσωτερικό πανηγύρι μας) έθιμο. Ετήσια τελετή. Επαναλαμβάνεται, κάθε χρόνο, με θαυμαστή συνέπεια. Σαν την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Πού έγκειται το ποντάρισμα, για να πάρουμε τη διαδικασία στα σοβαρά; Στο ότι ξεχνάμε εύκολα. Ποιος θυμάται ότι ακριβώς τα ίδια, με πανομοιότυπη ρητορική, είχαν ακουστεί και πέρυσι και πρόπερσι...
Για μένα, δεν βρίσκω τρόπο να το διατυπώσω με μεγαλύτερη σαφήνεια, η Σούπερ Λίγκα δεν έχει σοβαρό «πρόβλημα διαιτησίας». Τουλάχιστον (εξαιρώντας μονάχα το περιστατικό με τον Λουσιάνο στο Ατρόμητος-Λάρισα όπου, πράγματι, τα εσκαμμένα ξεπεράστηκαν) η διοργάνωση δεν αντιμετωπίζει κάτι διαφορετικό, για να μη παγιδευόμαστε σε ομφαλοσκοπήσεις, από τη ρουτίνα ενός οποιουδήποτε Σαββατοκύριακου στην Αγγλία ή στην Ισπανία. 'Η από τα κρούσματα που μπορεί κανείς να παρατηρεί σ' ένα μεσοβδόμαδο τριήμερο Κυπέλλων Ευρώπης. 'Η σε διήμερα, Σάββατο-Τετάρτη, εθνικών ομάδων.
Εκεί, όπως κι εδώ, απαντώνται σφυρίγματα τόσο «ανεπάρκειας» όσο και «κατεύθυνσης». Εκεί (ιδίως στα εθνικά πρωταθλήματα), όπως κι εδώ, κυκλοφορεί πολλή γκρίνια. Εκεί, όπως κι εδώ, ο λαός παίζει στοίχημα. Η κορυφαία ηλιθιότητα που ακούγεται, δεκαετίες τώρα, είναι πως αλλοιώνονται τα σημεία (άλλοτε του ΠΡΟ-ΠΟ, τώρα) του Κουπονιού. Από σφυρίγματα, όντως κάποιος μπορεί να χάνει. Τουρκία - Ουγγαρία, τον Σεπτέμβριο στην Πόλη. Και, την ίδια στιγμή, κάποιος άλλος να κερδίζει. Τζόγος είναι, δεν θα στενοχωρηθώ. Οσοι συμμετέχουν, αυτά τα ξέρουν. Τα (προ)υπολογίζουν. Οταν παίζεις π.χ. Μπαρτσελόνα, προσμετρώνται οι αυξημένες πιθανότητες να καταλογιστεί το εύκολο πέναλτι υπέρ των Καταλανών. Κι όταν ο Μερκ παίζει ιταλική ομάδα, είναι σφάλμα να βάλεις λεφτά στη νίκη της ιταλικής ομάδας.
Η εθιμική επανάληψη της κατσάδας μαρτυρά ότι ο Γκαγκάτσης είτε αναγνωρίζει, πράγμα που (επαναλαμβάνω) δεν το συμμερίζομαι, πρόβλημα διαστάσεων, είτε παριστάνει (πράγμα που δεν το αντέχω) πως αναγνωρίζει. Και λέει όσα (νομίζει ότι) θέλουν τ' αυτιά, συγκεκριμένα αυτιά, ν' ακούσουν. Εάν αναγνωρίζει πρόβλημα, σημαίνει πως συγχρόνως αποδέχεται την ανημποριά του (τόσα χρόνια, πια) να το θεραπεύσει. Εάν απλώς δουλεύει την κοινωνία (όταν παρατηρητές είναι παλαιά αστέρια της Παράγκας των οποίων οι γιοι σιγά-σιγά έρχονται απ' τις κατώτερες κατηγορίες), λυπάμαι, δεν θα πάρω...
Στο εξωτερικό, λέει, οι ίδιοι (Ελληνες) διαιτητές σφυρίζουν, όταν βγαίνουν, αλλιώς. Πολύ καλύτερα. Εάν ισχύει, τότε το πρόβλημα δεν είναι των διαιτητών. Η ευθύνη ανήκει στο «ελληνικό» περιβάλλον εξαιτίας του οποίου αλλοιώνεται η απόδοσή τους. Σ' όσα μέλη του «Συνεταιρισμού των 16» ασχολούνται, όλη την εβδομάδα, μ' αυτό. Κατ' επέκτασιν, συνολικά στον Συνεταιρισμό! Αλλά (το περί διαφοράς απόδοσης εσωτερικού-εξωτερικού) δεν ισχύει. Είναι, απλώς, στιχάκι στην κασέτα της ρητορικής...
Διότι στο εξωτερικό, κατ' ουσίαν, βγαίνουν... ποιοι; Μόνον ο Βασσάρας (στο Τσάμπιονς Λιγκ) και ο Κασναφέρης (στο Κύπελλο UEFA). Οι υπόλοιποι διεθνείς διαιτητές μονάχα διακοσμούν τη λίστα και συμπληρώνουν τον αριθμό (των επτά). Εάν παίξουν, θα 'ναι κάνα ματς Ελπίδων ή Νέων ή στο Ιντερτότο. Ως εκεί. Συνεπώς, για ποιους συζητάμε ότι εκεί τα καταφέρνουν κι εδώ τα κάνουν ρόιδο; Για κανέναν. Μόνο πετάμε σαχλαμάρες, και περνά η ώρα.
Μιλώντας για τον Βασσάρα: την άνοιξη, όταν διαχειρίστηκε αλάνθαστα τον προημιτελικό (που, στ' αλήθεια, τσάκιζε κόκαλα) Βαλένθια - Τσέλσι στο «Μεστάγια», την επομένη από κάπου, δεν θυμάμαι πού, επέστρεφα στην Ελλάδα κι αγόρασα δυο-τρεις αγγλικές εφημερίδες, να περάσει η ώρα μες στο αεροπλάνο. Εντός πλαισίου, για να μην περάσει απαρατήρητη, η κριτική του δημοσιογράφου για τον Ελληνα διαιτητή ήταν βελάκι στο κέντρο του στόχου. «Ο Βασσάρας ήταν άψογος. Κι όποτε ετοιμαζόταν να δείξει την κίτρινη κάρτα, το 'κανε με τον τέλειο θεατρικό τρόπο που έδινε στον τηλεσκηνοθέτη της μετάδοσης τα απαιτούμενα δευτερόλεπτα για να προλάβει να εστιάσει την κάμερα επάνω του».
Ο Βρετανός κριτικός δεν ήξερε, φυσικά, τον Βασσάρα. Αλλά (με τη βαθύτατη βρετανική αίσθηση για το παιγνίδι) τον... μυρίστηκε, σε μια νύχτα μέσα. Ο Βασσάρας, επί σειράν ετών, λειτούργησε (περίπου ανακλαστικά) σαν σύμβολο αντίστασης, σαν η εξαίρεση, στην παντοδυναμία της Παράγκας. Ο Βασσάρας του 2007, το ίδιο στο εξωτερικό όπως και εδώ, επί 90 λεπτά «παίζει» πια με έναν και μοναδικό γνώμονα. Την, έως επικίνδυνη, ωραιοπάθειά του!