Στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο, τις ημέρες που είχα ανεβεί για το Ελλάδα - Ισπανία προς τιμήν του Θοδωρή Ζαγοράκη, ο Νίκος Πετρουλάκης με έμπλεξε στον αέρα του ραδιοφώνου του και με παρέσυρε (δύο-τρία 24ωρα προτού αρχίσει το πρωτάθλημα) σε ό,τι συνήθως αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι: εκτιμήσεις για τα μελλούμενα. Η συζήτηση με τον συνάδελφό μου πήγε, περίπου αναπόφευκτα, στον ΠΑΟΚ.
Οταν, εντελώς αυθόρμητα, πρόβλεψα πως ο «Δικέφαλος» δεν θα 'ναι στο Τop 5 (δηλαδή, στα πλέι οφ) της Σούπερ Λίγκας, αντιλήφθηκα (από την ολοφάνερη έκπληξη του Νίκου) πως στο τοπικό κλίμα κυριαρχεί η αντίληψη ότι, μόνο και μόνο που ανέλαβε ο Ζαγοράκης, αυτομάτως ο ΠΑΟΚ θα πάει (πολύ) καλά. Αντιλήφθηκα, επίσης, ότι μάλλον δεν θα κερδίσω ποτέ διαγωνισμό... δημοφιλίας, με τέτοια που αφήνω να ξεφεύγουν on air, στις τάξεις των πιστών του άσπρου και του μαύρου.
Λίγον καιρό μετά, στην εφημερίδα δέχθηκα (ευγενέστατα, οφείλω να σημειώσω) τηλεφωνήματα... ανθρώπων που συμπέραινα από τα συμφραζόμενα πως είναι ΠΑΟΚτσήδες, ότι από την απόσταση των 502 χιλιομέτρων είμαι «εκτός πραγματικότητας», ότι έχω φάει κι εγώ το παραμύθι της «καλύτερης εξέδρας στη χώρα» (οπότε εμμένω να γράφω πως είναι αυτή των Αρειανών στο «Βικελίδης»), ότι η πραγματικότητα θα με οδηγήσει στο να εκτεθώ. Μακάρι να εκτεθώ! Στο κάτω κάτω, ο Ζαγοράκης είναι φίλος μου. Ο Σκόρδας δεν είναι.
Εως τότε, επιτρέψτε μου την άποψη ότι η πιο καθαρή κι αξιόπιστη προσέγγιση στην αληθινή πραγματικότητα του ποδοσφαίρου της πόλης επιτυγχάνεται όσο μακρύτερα ζει κανείς από την «τρέχουσα πραγματικότητα» (των ραδιοφώνων, και λοιπών opinion-making μέσων) της πόλης. Ψυχρά αποστασιοποιημένος, βλέπεις καλύτερα. Δεν είναι δυνατόν να μη βλέπεις π.χ. πόση απόσταση έχει διανύσει ο Αρης από την εποχή, ούτε ενάμιση χρόνο πίσω, που γαντζωνόταν στην άκρη των δοντιών για να μη χάσει το πλοίο της ανόδου στην Α' Εθνική.
Η πρόοδος φάνηκε πέρυσι, κι επιβεβαιώνεται σιγά σιγά φέτος. Ο Ολίβα χαρακτήρισε (φεύγοντας κακήν-κακώς) τον Αρη ομάδα γ' κατηγορίας Ισπανίας, αλλά (ως συνήθως συμβαίνει όταν χρησιμοποιείς το στόμα) καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς. Ο Αρης έχει απόσταση, αρέσει ή όχι, από τον ΠΑΟΚ. Οπως έχει (απόσταση) κι ο ΠΑΟΚ από τον Ηρακλή. Ο Αρης είναι για το Τop 5. Ο ΠΑΟΚ, ακόμη, δεν είναι. Ο Ηρακλής, πάλι, είναι για τον «πόλεμο της σωτηρίας». Είχε αποσαφηνιστεί, από το καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι, όμως, το ακούς και δεν θέλεις να το αποδεχθείς. Ελπίζεις, είναι η ίδια η φύση του καλοκαιριού, στο καλύτερο. Οταν τα πρώτα αποτελέσματα του φθινοπώρου έρχονται και το υποστηρίζουν, ότι μοναδική αγωνιστική προτεραιότητα είναι όντως να μην υποβιβαστεί η ομάδα, τότε δεν είναι αφύσικη η ανώμαλη αντίδραση. Η γιούχα, την Κυριακή στο Καυταντζόγλειο, ήταν ανώμαλη αντίδραση.
Η εξυγίανση, ισχύει για τον ΠΑΟΚ ακριβώς όσο ισχύει και για τον Ηρακλή, είναι αιματηρή διαδικασία. Παίρνει (πολύ) σκληρή δουλειά, έχει εκατό μέτρα ανήφορο και δέκα ίσωμα κι ύστερα πάλι άλλα εκατό ανήφορο, φέρνει αλλεπάλληλες στενοχώριες και μία χαρά (πηγή κουράγιου) στο τόσο, θέλει πίστη. Και στήριξη, αποσυνδεδεμένη από το άμεσο αγωνιστικό αποτέλεσμα.
Θέλει, εν ολίγοις, επένδυση σε νέες πληθυσμιακές ομάδες. Σε οικογένειες. Προπάντων, σε παιδιά. Τα παιδιά αγαπούν τυφλά, άδολα, όχι «υπό τον όρο» της νίκης. Οι εικόνες που έφερε σπίτι μου η παρακάμερα της ΕΤ3 μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής, με τον περιβάλλοντα χώρο της Τούμπας απέραντο παιδότοπο και με τις κελαηδιστές φωνούλες που υποδέχθηκαν τον Αντώνη Ρέμο στο παιχνίδι του «Γηραιού», φώτισαν το σαλόνι. Ηταν αγαλλίαση. Και ένδειξη επένδυσης προς τη (μοναδική) σωστή κατεύθυνση.