Αν κοιτάξουμε προς τα πίσω, στην ιστορία του ποδοσφαίρου, θα βρούμε πολλά περιστατικά ποδοσφαιριστών που σε νεαρή ηλικία θεωρήθηκαν εξαιρετικά ταλέντα και τους δόθηκε η ευκαιρία ή, κατ' άλλους, το προνόμιο να αγωνιστούν σε ομάδες κορυφής. Να παίξουν μπάλα στην κεντρική ποδοσφαιρική σκηνή, εκεί όπου η αναγνώριση, η δόξα και το χρήμα σαν τρεις ιδιότροπες νεράιδες περιμένουν για να αγγίξουν με το μαγικό τους ραβδάκι τους ελάχιστους εκλεκτούς.
Στο παρελθόν, ελάχιστοι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να αντέξουν την πίεση και να τα βγάλουν πέρα. Μάλιστα, όσο η εμπορευματοποίηση –με την ορμή ενός νεαρού φονταμενταλιστή– κατάπινε όλο και περισσότερο το παιχνίδι, τόσο σπανιότερες γίνονταν οι εμφανίσεις μεγάλων ταλέντων νεαρής ηλικίας που μπορούσαν να αντέξουν τις αντιθέσεις του κόσμου των μεγάλων. Τώρα, οι συνθήκες έχουν γίνει αγριότερες σε σχέση με εκείνες που επικρατούσαν πριν από 10 χρόνια, ας πούμε, αλλά οι νεαροί ποδοσφαιριστές πλέον εκπαιδεύονται ανάλογα.
Πέρα από την καλλιέργεια και τη διασφάλιση της ποδοσφαιρικής τους ανάπτυξης, τα νέα αστέρια του ποδοσφαίρου μαθαίνουν και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουν να αντέξουν στην πίεση των ΜΜΕ και του μάρκετινγκ, που είναι πολύ έντονη στο ποδόσφαιρο επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ. Τώρα, η εποχή καταναλώνει είδωλα με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα και γι' αυτό έχει διαμορφώσει και τους μηχανισμούς για την παραγωγή τους.
Είχα γράψει πριν από λίγο καιρό πώς στην Μπαρτσελόνα με τη βοήθεια των ΜΜΕ και του μάρκετινγκ ετοιμάζεται ο διάδοχος του Ροναλντίνιο, που δεν είναι άλλος από τον Μέσι.
Δέκα χρόνια πριν, ένας νεαρός 18χρονος Γάλλος, που θεωρήθηκε εξαιρετικό ποδοσφαιρικό ταλέντο, εκτοξεύτηκε στην κορυφή της ποδοσφαιρικής δημοτικότητας, παίρνοντας μεταγραφή για την Αρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ αντί του πολύ μεγάλου ποσού για την εποχή που έφτανε τα 3 δισ. δρχ. τότε. Ο Νικολά Ανελκά ήταν ένας ποδοσφαιριστής πάνω στον οποίο τα ΜΜΕ και μία ολόκληρη βιομηχανία επένδυσαν πάρα πολλά, προσδοκώντας να κερδίσουν ακόμα περισσότερα.
Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι ο Ανελκά δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ Μπέκαμ. Ηταν μαύρος, μιλούσε γαλλικά και ήταν χαρακτήρας ανυπάκουος. Ακόμα και όταν δύο χρόνια μετά τη μεταγραφή του στην Αρσεναλ, για ένα ποσό δεκαπλάσιο από αυτό που τον είχαν αγοράσει οι «κανονιέρηδες», μετακόμισε στη Ρεάλ Μαδρίτης, όλοι όσοι είχαν επενδύσει πάνω του πίστευαν ακόμα ότι μπορούσαν να περιμένουν κέρδη. Ο Ανελκά, όμως, τους διέψευσε.
Και τους διέψευσε, όχι επειδή δεν ήξερε ποδόσφαιρο, αλλά διότι –πέραν όλων των άλλων– δεν είχε εκπαιδευτεί για να κάνει τους συμβιβασμούς που απαιτεί ο κόσμος του μάρκετινγκ και της προβολής. Ετσι, αυτομάτως καταχωρήθηκε ως δύστροπος χαρακτήρας, ένα μαύρο πρόβατο που άρχισε να πέφτει από το στερέωμα στο οποίο είχε εκτοξευτεί με γρήγορο ρυθμό. Αν είχαμε να κάνουμε με έναν ατάλαντο ποδοσφαιριστή, θα είχε εξαφανιστεί.
Θα αγωνιζόταν σε κάποια γαλλική ομάδα της δεύτερης κατηγορίας ή σε κάποια μέτρια βελγική. Ομως, ο Ανελκά, ένας τύπος που πάνω απ' όλα ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο, περιπλανήθηκε από την Αρσεναλ στη Ρεάλ, στην Παρί Σεν Ζερμέν, στη Λίβερπουλ, στη Μάντσεστερ Σίτι, στη Φενερμπαχτσέ και τώρα στην Μπόλτον. Ο Ανελκά τώρα είναι πιο ώριμος και ξέρει σε τι είδους κόσμο βρίσκεται. Τώρα πια δεν φοβάται να χαμογελάσει.
Συνεχίζει να παίζει μπάλα και περιμένει μία ευκαιρία. Να παίξει πάλι σε μία μεγάλη ομάδα, για να αποδείξει στους άλλους ότι τώρα μπορεί να αντέξει την πίεση του ανταγωνισμού σε αυτό το επίπεδο. Ακόμη, όμως, κι αν αυτή η ευκαιρία δεν έρθει, το γεγονός ότι μπορεί να τραγουδάει ακόμα σημαίνει πολλά. Κυρίως για τον ίδιο. Και, τελικά, αυτό είναι που μετράει περισσότερο.
Συνταγματικότητα της λαϊκής βούλησης
Δεν γνωρίζω πόσοι θυμούνται τις αντιδράσεις που είχαν προκληθεί από πολλούς όταν η κυβέρνηση έφερε στη Βουλή τη νομοθετική πρόταση με την οποία οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες θα μπορούσαν να εκλεγούν από τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών, αρκεί να συγκέντρωναν ποσοστό 42%.
Η νομοθετική πρόταση ψηφίστηκε μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές και έγινε νόμος του κράτους. Ενας νόμος, όμως, του οποίου η συνταγματικότητα είναι υπό αίρεση, μια και στο Συμβούλιο Επικρατείας έχουν κατατεθεί και εκκρεμούν προσφυγές που αμφισβητούν τη συνταγματικότητα του εκλογικού νόμου. Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, οι γνώμες των δικαστών του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας που εξετάζει τις προσφυγές είναι διχασμένες.
Μια σύνθεση του Τμήματος σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών με οριακή πλειοψηφία έχει κρίνει έως τώρα ότι το 42% είναι συνταγματικώς ορθό. Κυρίως γιατί, όπως υποστηρίζει, το εκλογικό μέτρο του 42% εκφράζει τη συνταγματική επιταγή για την κατοχύρωση της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης και κυριαρχίας του εκλογικού σώματος. Παράλληλα, θεωρεί ότι ο υπουργός Εσωτερικών έχει τη δυνατότητα να καθιερώνει εκλογικό μέτρο ανάδειξης των οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Μία άλλη, όμως, σύνθεση του Γ’ Τμήματος, επίσης με οριακή πλειοψηφία, έχει ταχθεί υπέρ της άποψης ότι το εκλογικό μέτρο του 42% είναι αντισυνταγματικό, άρα το ζήτημα θα πρέπει να τεθεί για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Το σκεπτικό των δικαστών που έχουν ταχθεί υπέρ της αντισυνταγματικότητας βασίζεται στην άποψη ότι ο τρόπος ανάδειξης νομαρχών και δημάρχων την πρώτη Κυριακή με ποσοστό 42% παραβιάζει απολύτως την «ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας» που επιτάσσει το άρθρο 52 του Συντάγματος. Ακόμα κρίνουν ότι παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου και υποβαθμίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση των εκπροσώπων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Ο γράφων δεν είναι συνταγματολόγος. Διότι αν ήταν, θα μπορούσε να βγάζει το ψωμί του φτιάχνοντας νόμους κατά παραγγελία ή ερμηνεύοντας νόμους.
Εν τούτοις, περιμένω με αγωνία την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για να δω αν η ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης πρέπει να πειθαρχεί στους νόμους που ψηφίζει η κάθε φορά κυβερνητική μειοψηφία ή το αντίθετο. Διότι αν συμβαίνει το δεύτερο, λυπάμαι που θα το γράψω, η Δημοκρατία έχει πεθάνει κι εμείς να είμαστε καλά, να ζούμε για να τη θυμόμαστε.