Σε δύο μήνες θα κλείσει μία δωδεκαετία από τότε που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε την προσφυγή ενός άσημου Βέλγου ποδοσφαιριστή, του Ζαν Μαρκ Μποσμάν, η οποία άλλαξε δραστικά το πρόσωπο του ευρωπαϊκού αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Θυμίζω τι είχε συμβεί, σε γενικές γραμμές. Ο Μποσμάν είχε συμβόλαιο με την ομάδα της Λιέγης, που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία του βελγικού πρωταθλήματος. Ομως, παρά το γεγονός ότι το συμβόλαιό του είχε λήξει, ο Μποσμάν, σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν τότε, δεν είχε το νομικό δικαίωμα να μεταγραφεί σε άλλη ομάδα, αν προηγουμένως δεν αποζημιωνόταν η πρώην ομάδα του, η Λιέγη.

Αυτή ήταν η πρακτική που ακολουθούσαν όλες οι χώρες του κόσμου. Μια πρακτική που δεν είχε εφαρμογή σε κανένα άλλο επάγγελμα. Πάνω σε αυτό το «ασυμβίβαστο» και στην ελευθερία της κυκλοφορίας των προσώπων στην Ε.Ε., όπως θεσπίστηκε με την Ενιαία Πράξη του 1988, βάσισε την προσφυγή του ο Βέλγος ποδοσφαιριστής. Και δικαιώθηκε. Βέβαια, πριν από τον Μποσμάν είχε προηγηθεί στην Αγγλία το 1959 ο Τζορτζ Ιστχαμ, ο οποίος μπορεί να μη δικαιώθηκε επί της ουσίας από το ανώτατο δικαστήριο της Αγγλίας, αλλά στην εκδίκαση της προσφυγής του, τότε και για πρώτη φορά, ακούστηκε ο όρος «ελεύθερος» ποδοσφαιριστής.

Η σπουδαιότητα των αλλαγών που έφερε η απόφαση Μποσμάν δεν είχαν εκτιμηθεί όσο έπρεπε μέχρι τώρα. Στις 26 του μήνα, όμως, θα συναντηθούν στη Μαδρίτη εκπρόσωποι της ΦΙΦΑ, της ΟΥΕΦΑ, των συλλόγων και των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών για να συζητήσουν τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στους νόμους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών.

Η ΦΙΦΑ πριν από δυόμισι χρόνια άρχισε να χρηματοδοτεί μία ομάδα ερευνητών του Διεθνούς Κέντρου για τις Αθλητικές Σπουδές (CIES), που βρίσκεται στη Νεσατέλ της Ελβετίας, για να μελετήσει τις αλλαγές που επέφερε η απόφαση Μποσμάν στις εργασιακές συνθήκες των ποδοσφαιριστών στην Ευρώπη. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.

Τα πορίσματα της έρευνας δείχνουν ότι την περίοδο 2006-2007 στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές αγορές (Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) οι γηγενείς ποδοσφαιριστές αποτελούν μόλις το 24,3% του συνολικού αριθμού των 2.774 ποδοσφαιριστών που έχουν στη δύναμή τους οι 98 σύλλογοι σε αυτές τις 5 χώρες. Το ποσοστό αυτό είναι κατά 2,5% χαμηλότερο από το αντίστοιχο της περιόδου 2005-06.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη μείωση κατά 6,8% παρατηρήθηκε στη Γαλλία, τη χώρα που έχει το υψηλότερο ποσοστό γηγενών ποδοσφαιριστών, το οποίο φθάνει το 33,3%. Ο μέσος όρος των ξένων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στις ομάδες των πρωταθλημάτων των 5 αυτών χωρών έφθασε το 38,9%, με τη μεγαλύτερη αύξηση να σημειώνεται στη Γερμανία κατά 3,8% σε σχέση με την περασμένη χρονιά.

Η Πρέμιερ Λιγκ συνεχίζει να είναι το πιο διεθνοποιημένο πρωτάθλημα, μια και το ποσοστό των ξένων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται εκεί φτάνει το 55,5%. Η εθνικότητα με τη μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στα πρωταθλήματα της έρευνας είναι η βραζιλιάνικη με 140 ποδοσφαιριστές, την ώρα που συνολικά αγωνίζονται στα 5 πρωταθλήματα 91 διαφορετικές εθνικότητες.

Μία ακόμα επισήμανση της έρευνας αφορά τις μεταγραφές που κάνει ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη διάρκεια της καριέρας του. Ο μέσος όρος των μεταγραφών είναι 3,4 ανά δεκαετία. Το ποσοστό, μάλιστα, των ποδοσφαιριστών που αγωνίστηκαν για 3 συνεχή χρόνια στον ίδιο σύλλογο φθάνει το 32,9% και εμφανίζεται μειωμένο κατά 1,2% σε σχέση με την περασμένη χρονιά.


Η περίπτωση της Αγγλίας

Το αγγλικό πρωτάθλημα είναι, σύμφωνα με την έρευνα που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΦΙΦΑ, το πιο διεθνοποιημένο στον κόσμο. Ισως και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το αγγλικό πρωτάθλημα το βλέπουν περισσότερες από 180 χώρες σε όλο τον κόσμο.

Τέσσερα χρόνια πριν, όμως, οι καθηγητές Τζον Γουίλσον του Πανεπιστημίου Σεντ Αντριους και ο δρ. Τζον Γκοντάρντ του Πανεπιστημίου της Ουαλίας μελέτησαν μεταγραφικά στοιχεία του αγγλικού ποδοσφαίρου από το ’86 και μετά... Σύμφωνα με τη μελέτη των δύο καθηγητών, οι ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν σε αγγλικές ομάδες και οι οποίοι δεν είχαν γεννηθεί σε Αγγλία (περιλαμβάνεται και η Ουαλία με τη Σκωτία) και Βόρεια Ιρλανδία αποτελούσαν το 1986 ποσοστό 2,8%.

Το 2001 το ίδιο ποσοστό είχε φτάσει το 11,7%. Την ίδια περίοδο ο συνολικός αριθμός των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών που αγωνίζονταν στην Πρέμιερσιπ και τις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες του αγγλικού πρωταθλήματος αυξήθηκε κατά 61,5% και έφτασε συνολικά τους 3.405 επαγγελματίες από 2.106. Στη μελέτη τους, οι δύο καθηγητές σημειώνουν ότι η μαζική εισροή ξένων ποδοσφαιριστών στο αγγλικό πρωτάθλημα είχε καθοριστική επίδραση στην καριέρα των νεαρών Αγγλων ποδοσφαιριστών, η πλειονότητα των οποίων «αναγκάστηκε» να μετακομίσει σε ομάδες μικρότερων κατηγοριών, προκειμένου να δουν την καριέρα τους να συνεχίζεται.

Στη μελέτη διαπιστώνεται ότι στα χρόνια ανάμεσα στο 1986 και το 1991 το 44,2% όλων των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών άλλαζε σύλλογο μέσα σε μία πενταετία, την ώρα που δέκα χρόνια αργότερα το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 56%. Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει ότι η πλειονότητα των Αγγλων ποδοσφαιριστών, όταν εγκατέλειπε μια ομάδα, εντασσόταν σε ομάδα μικρότερης κατηγορίας από εκείνη που άφηνε, προκειμένου να συνεχίσει την καριέρα του. Την ίδια περίοδο, παρατηρείται επίσης αύξηση των μεταγραφών έγχρωμων ποδοσφαιριστών που δεν είχαν την αγγλική υπηκοότητα. Το ποσοστό αυτό ήταν 7,6% το 1986 και ανέβηκε στο 13,8% το 1997.

Οι δύο καθηγητές παρατήρησαν, επίσης, ότι πολλοί έγχρωμοι νεαροί ποδοσφαιριστές που είχαν την αγγλική υπηκοότητα, είχαν λιγότερες ευκαιρίες από άλλους λευκούς συνομηλίκους τους, οι οποίοι ήταν μάλιστα και κατώτερης αγωνιστικής αξίας, ένδειξη, και όχι απόδειξη, ρατσιστικής αντιμετώπισης στο αγγλικό ποδόσφαιρο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube