Το ζήτημα που έχει ανακύψει με την προσέλευση των φίλων του ΠΑΟ στο γήπεδο δεν αφορά μόνο την ομάδα των «πρασίνων», αλλά και τις υπόλοιπες ομάδες του πρωταθλήματος. Βέβαια, στην περίπτωση των «πρασίνων» υπάρχουν και κάποιες ιδιαιτερότητες που έχουν να κάνουν με τη σύγκρουση μέρους των οργανωμένων με τη διοίκηση και, φυσικά, με τον τρόπο διάθεσης των εισιτηρίων. Εναν τρόπο που είναι έξω από τις ελληνικές συνήθειες –γεγονός που δεν θεωρώ αρνητικό–, αλλά δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι λύνει.

Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό της «πράσινης» ΠΑΕ ότι έτσι διασφαλίζεται το «ονομαστικό» εισιτήριο, είναι αλήθεια, αλλά αναρωτιέμαι αν υπήρχε άλλος τρόπος (που θα προκαλούσε και λιγότερες αντιδράσεις) και αν αυτός ο τρόπος διάθεσης θα καταργηθεί μόλις –όποτε– γίνει πραγματικότητα το ηλεκτρονικό εισιτήριο.
Είναι επίσης δεδομένο ότι με αυτόν τον τρόπο διάθεσης των εισιτηρίων η ΠΑΕ θα μπορεί να ελέγχει τους φιλάθλους που πηγαίνουν στο γήπεδο. Να επιλέγει δηλαδή τους πελάτες που θα αγοράζουν το προϊόν της. Η κίνηση αυτή εμπορικά δεν είναι ασυνήθιστη, αλλά τη συναντάμε μόνο στη διάθεση προϊόντων πολυτελείας ή στη διάθεση ενός προϊόντος σε επιλεγμένο κοινό, συνήθως υψηλότερης εισοδηματικής στάθμης από τον μέσο όρο.

Οι άνθρωποι της «πράσινης» ΠΑΕ –ή οποιασδήποτε άλλης ΠΑΕ– έχουν το δικαίωμα να αξιολογούν και να τιμολογούν όπως νομίζουν το προϊόν τους (όπως και να επιλέγουν τον τρόπο που θα το προστατέψουν), μόνο που ο πελάτης είναι αυτός που θα κρίνει αν αυτό που του προσφέρεται αξίζει τα χρήματα που του ζητούν.
Αν η «πράσινη» ΠΑΕ –και κάθε άλλη– αξιολογεί το προϊόν της ως πολυτελείας, δεν θα πρέπει να την ενοχλεί η μικρή προσέλευση φιλάθλων-πελατών στο γήπεδο. Την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πάντα λίγοι. Κάποτε η προσέλευση των φιλάθλων στο γήπεδο ήταν μια πολύ απλή υπόθεση. Που δεν καθοριζόταν από τις τιμές των εισιτηρίων και γενικότερα τους νόμους της αγοράς. Τώρα πια την προσέλευση, εκτός από την ποιότητα του προϊόντος και των εγκαταστάσεων, την ορίζει και η τιμή του εισιτηρίου.

Μπορεί πριν από 30 χρόνια το ποδόσφαιρο να ήταν το μπαλέτο της εργατικής τάξης και να είχε τιμολογηθεί ανάλογα, αλλά, ως φαίνεται, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, πλουτίσαμε ξαφνικά, η εργατική τάξη εξαφανίστηκε και το ποδόσφαιρο έγινε το μπαλέτο της μεσαίας τάξης, που κοστολογείται όσο μία παράσταση των Μπαλσόι στο Ηρώδειο.

Οι τιμές των εισιτηρίων στην Ελλάδα, αν συνυπολογίσουμε την ποιότητα του ποδοσφαίρου που παρακολουθούμε και τους χώρους στους οποίους διεξάγεται, οι τιμές αυτές, λοιπόν, αγγίζουν τα όρια της ληστείας. Ο ιδιοκτήτης της κάθε ομάδας αρκεί να βάλει ένα στέγαστρο σε μια πλευρά του γηπέδου για να απαιτήσει όποια τιμή θέλει.

Εχουμε φτάσει να πληρώνουμε το εισιτήριο με την ίδια τιμή που το πληρώνουν οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί για να δουν παιχνίδια στα δικά τους πρωταθλήματα. Δεν γίνεται, όμως, να χρεώνεις τη φάβα με την τιμή που έχει το χαβιάρι και να διαμαρτύρεσαι επειδή το προϊόν σου δεν πουλάει.

Τώρα, κάτι γραφικές αποστροφές της μορφής «στο γήπεδο δεν πας για να δεις μπάλα, αλλά να στηρίξεις την ομάδα σου», από τη στιγμή που το ποδόσφαιρο έγινε προϊόν και η πρόσβαση στο γήπεδο έχει μια τιμή –που ενισχύει τα έσοδα της ποδοσφαιρικής επιχείρησης– έχουν πάψει να ισχύουν.

Οι ΠΑΕ καλά κάνουν και απευθύνονται στον συναισθηματισμό του φίλαθλου-πελάτη, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι το συναίσθημα μεταξύ δύο πλευρών διατηρείται ζωντανό μόνο όσο συνεισφέρουν σε αυτό και οι δύο. Και η συνεισφορά των ΠΑΕ είναι οι νίκες και το θέαμα. Ξέρω πολύ κόσμο που θα θυσίαζε μια ηλιόλουστη Κυριακή για να δει ωραία μπάλα.

Φόροι και υποσχέσεις

Υποθέτω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να πίστευε ότι το μπαράζ προεκλογικών παροχών από την πλευρά της Ν.Δ. δεν θα συνοδευόταν από μια φοροεπίθεση μετά τις εκλογές. Κάτι που θα συνέβαινε ακόμα κι αν είχε κερδίσει τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ, με τη διαφορά ότι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα επιχειρούσαν να δικαιολογήσουν τα μέτρα με τη μόνιμη δικαιολογία των άδειων ταμείων, της καμένης γης, της τεράστιας σπατάλης των προηγούμενων τριάμισι χρόνων κ.λπ.

Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι παίρνει όσα της λείπουν από τη συνήθη δεξαμενή, αυτή των μικρομεσαίων. Ενα ερώτημα που έχει ενδιαφέρον, αλλά σπανίως τίθεται στον δημόσιο και δη τον τηλεοπτικό διάλογο, έχει να κάνει με την αξιοποίηση των φόρων που πληρώνουμε.

Πρόκειται για χρήματα που –ένα μέρος τους τουλάχιστον– κατευθύνονται στην Παιδεία, την κοινωνική προστασία και την Υγεία; Η εξέταση του προϋπολογισμού δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η φορολόγηση χρησιμοποιείται κυρίως για την κάλυψη ελλειμμάτων, που ουδέποτε μειώνονται, μια και συνεχώς μεγαλώνει ο δανεισμός του Δημοσίου. Γι' αυτό, βέβαια, γαργάρα...

Πόσοι ασχολήθηκαν με το γεγονός ότι φέτος δανειστήκαμε 2 δισ. ευρώ περισσότερα από πέρυσι; Η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να καλύψει την ανεπάρκειά της σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των οικονομικών, επαναλαμβάνει με αυταρέσκεια το υψηλό ποσοστό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που αγγίζει το 4%.

Πώς όμως και σε ποιους επιμερίζονται αυτά τα οφέλη της ανάπτυξης; Πιθανώς παντού, εκτός από τα μικρομεσαία εισοδήματα και τους συνταξιούχους. Αν κάποιος μελετήσει τους βασικούς δείκτες της ελληνικής οικονομίας και δει τι ακριβώς συμβαίνει με τις ελληνικές εξαγωγές, θα καταλάβει ότι έχουμε μεταβληθεί σε ένα κράτος που ξέρει μόνο να καταναλώνει και όχι να παράγει.

Η οικοδομική δραστηριότητα στηρίζεται στην οικονομική ανάπτυξη και η κατανάλωση γίνεται με δανεικά. Τα μόνα πράγματα εκτός από τις τιμές των αγαθών που αυξάνονται με γοργό ρυθμό είναι τα κέρδη των τραπεζών. Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση μιλάει για προοπτική, ελπίδα και μεταρρυθμίσεις. Αν αυτό δεν αποτελεί αισχρό θράσος, τότε η πολιτική αλητεία αποτελεί δομικό μέρος του πολιτικού συστήματος.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube