Ιδια ιστορία, επί δεκαετίες: κάθε φορά που ανακοινώνονται τα αποτελέσματα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τα περισσότερα ΜΜΕ αναλίσκονται σε κατ' ευφημισμόν «κοινωνιολογίζουσες» προσεγγίσεις. Τα κορίτσια «έφαγαν» τ' αγόρια; Η επαρχία «έφαγε» την Αθήνα ή όχι; Στα μεθεόρτια του «ντέρμπι» Αθήνα - επαρχία συνήθως θριαμβεύει η απλοϊκότητα.
Υπερισχύουν στους επιτυχόντες τα παιδιά από την επαρχία; Μπα, δεν χρειάζεται καν να ληφθεί υπόψη η αναλογία των μεν και των δε επί του συνόλου των υποψηφίων. Το συμπέρασμα είναι έτοιμο. «Πιασάρικο», σαν «φωτορομάντζο» λαϊκής κατανάλωσης της δεκαετίας του '60: τα φτωχόπαιδα «έβαλαν τα γυαλιά» στα πλουσιόπαιδα! Ποια φροντιστήρια, ποια έξοδα, ποιες άνισες ευκαιρίες, λοιπόν. Η φιλότιμη φτωχολογιά δικαιώνει τον αστυνόμο (Στέφανο Ληναίο) της ταινίας «Η κόμισσα της φάμπρικας»: όποιος δουλεύει και αξίζει, πάει μπροστά.
Ελα όμως που η ανοησία πάει σύννεφο. Διότι το να θεωρείς πως ο διαχωρισμός «Αθήνα-περιφέρεια» αντιστοιχεί στη διάκριση «οικονομική άνεση-οικονομική δυσπραγία» είναι τόσο ηλίθιο όσο το να νομίζεις πως μαντεύεις επακριβώς πόσα είναι τα εισοδήματα ενός φορολογούμενου, επειδή γνωρίζεις πού εδρεύει η ΔΟΥ του. Μπα, είναι πιο βλακώδες από αυτό. Διότι με τον νόμο των πιθανοτήτων οι περισσότεροι από τους φορολογούμενους της ΔΟΥ Εκάλης όλο και κάπως ευκολότερα θα «τα φέρνουν βόλτα» από εκείνους του Κερατσινίου -σε αδρές γραμμές. Ομως ο γενικός διαχωρισμός «Αθήνα-περιφέρεια» δεν προδίδει κανένα στίγμα, καμία θέση στην κοινωνική πυραμίδα. Ως «περιφέρεια» καταγράφεται το Πανόραμα Θεσσαλονίκης, αλλά και η Σταυρούπολη. «Αθήνα» είναι η Φιλοθέη, αλλά και το Καματερό. Αρκετές συνοικίες του Ηρακλείου Κρήτης αποπνέουν πολύ περισσότερη οικονομική ευμάρεια, απ' ό,τι η μισή Δυτική Αττική.
Με ανάλογη απλουστευτική διάθεση περιβάλλεται συχνά και η σχέση της επαρχίας με το ποδόσφαιρο. Επισημαίναμε χθες ότι η ιδέα-προσδοκία πως «οι ομάδες της επαρχίας θα γεμίζουν τα γήπεδα» δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Ούτε καν σε απλή ανάγνωση των αριθμών πωληθέντων εισιτηρίων.
Γιατί συντηρείται ακόμα; Διότι πολλοί συγχέουν τη σύγχρονη ζωή στις πόλεις της περιφέρειας, όπως είναι το Ηράκλειο, η Ξάνθη, η Βέροια και η Τρίπολη, με τα χωριά των 50s, 60s, άντε και πρώιμων 70s. Δεν περιμένει κανείς την ημέρα του ματς της τοπικής ομάδας με την αδημονία που διακατείχε τον πατέρα ή τον παππού του, κάποτε, κάθε φορά που στο χωριό θα γινόταν γλέντι ή καμία έκτακτη κινηματογραφική προβολή. Κόσμος που θεωρεί το γήπεδο στις ημέρες μας ως ψυχαγωγία πολύ ακριβή (και ας σφυρίζουν αδιάφορα οι ΠΑΕ) για να είναι μόνιμη, υπάρχει στην Αθήνα, όπως και στην περιφέρεια. Κόσμος που προτιμά άλλες μορφές διασκέδασης, από μπαράκια μέχρι «σκυλάδικα», υπάρχει στην Αθήνα, όπως και στην περιφέρεια. Κόσμος που όταν θέλει να δει μπάλα βολεύεται με μπίρα, πίτσα και TV υπάρχει στην Αθήνα, όπως και στην περιφέρεια. Κόσμος που συνειδητοποιεί ότι συρρικνώνεται ο ελεύθερος χρόνος του και αρνείται να ξοδέψει απογεύματα Κυριακής με «πηγαινέλα» στο γήπεδο υπάρχει στην Αθήνα, όπως και στην περιφέρεια.
Υπάρχει, όμως, η στοιχειώδης διάθεση να διαπιστώσουμε για ποιους λόγους, «ποδοσφαιρικούς» ή ευρύτερους, ο κόσμος απομακρύνθηκε από το γήπεδο; Αν όχι, θα βαυκαλιζόμαστε αιωνίως με αστειότητες του είδους «να 'ρθουν στη Super League περισσότερες επαρχιακές ομάδες, να γεμίσουν οι κερκίδες». Και 'ρχεται η Βέροια και κόβει 656 εισιτήρια!