Οι συσχετισμοί μεταξύ των τριών που φιλοδοξούν να φτάσουν πρώτοι στο νήμα, τρεις αγωνιστικές μέσα στο πρωτάθλημα, δεν παρουσιάζουν την παραμικρή ανωμαλία. Η ΑΕΚ δεν είχε κανένα «δύσκολο» ματς και δεν κατέγραψε καμία απώλεια. Ο Παναθηναϊκός είχε ένα τέτοιο, και κατέγραψε μία (με τη μορφή της ισοπαλίας). Ο Ολυμπιακός είχε δύο, και έφερε δύο (ισοπαλίες). Ουδέν αβαντάζ, ουδέν ντεζαβαντάζ, ουδεμία ανορθογραφία.

Σε τούτη τη νορμάλ εικόνα, ο Ολυμπιακός είναι εκείνος που έχει την γκρίνια. Είναι κατανοητή, μόνο που καταντά (επαναλαμβανόμενη) πληκτική. Είναι κατανοητή, εφόσον την αντιληφθεί κανείς σαν «παιδί» της ανασφάλειας (στο άλλο άκρο της πεποίθησης) για το εάν στ' αλήθεια γίνεται σωστά η δουλειά. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που η θριαμβολογία είναι «παιδί» της ανάγκης για την επιβεβαίωση. Οτι η δουλειά γίνεται σωστά.

Ολα συνεπώς, υπ' αυτό το πρίσμα, διαθλώνται. Πέρα απ' τις υποκειμενικές αξιολογήσεις της τακτικής ή της απόδοσης ή της στελέχωσης, να απομονώσουμε τα (αντικειμενικά) γεγονότα. Αυτά είναι: ένα δοκάρι, στη Λεωφόρο. Ενα οφσάιντ γκολ, με τη Λάτσιο. Ενα γκολ στο 90'+3' με τον Αρη. Εάν ο Λούα Λούα είχε σκοράρει, εάν το σημαιάκι σηκωνόταν, εάν στη Θεσσαλονίκη το τείχος άντεχε (απλά πραγματάκια, δηλαδή, όπως άλλωστε όλες οι λεγόμενες «λεπτομέρειες»), με κατά τα λοιπά ολόιδια αγωνιστική συμπεριφορά των «κόκκινων», σήμερα δεν θα το... γλιτώναμε. Ο Λεμονής θα 'ταν ο «Ελληνας Μουρίνιο», το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα του Σωκράτη Κόκκαλη. Κι ο πρωταθλητής θα πετούσε για «μεγάλη καριέρα» στο Τσάμπιονς Λιγκ. Με κριτήρια ένα δοκάρι, ένα οφσάιντ, ένα τρύπιο τείχος.

Ο Λεμονής, στο «Βικελίδης», διέπραξε το επικοινωνιακό σφάλμα να μιλήσει για το παχύ χορτάρι. Το είχαμε σημειώσει εδώ, την Παρασκευή, μετά το Βέροια - ΑΕΚ. Το χορτάρι δεν είναι η δικαιολογία του αποτελέσματος, είναι η πραγματικότητα των συνθηκών. Αρα, φρόνιμη είναι η επίκληση μόνον όταν έχεις νικήσει. Ειδάλλως, το καταπίνεις και περιμένεις την επόμενη ευκαιρία. Για τη Βέροια, τα είπε (την Κυριακή) και ο Παπαδημητρίου της Ξάνθης. Για το «Κλ. Βικελίδης», τα είπε (το Σάββατο) και ο Λούα Λούα. Δεν αντιμετώπισαν ειρωνεία. Η διάθλαση του πρίσματος.

Στο μεταξύ, οι εικόνες που φτάνουν σπίτι απ' τον κόσμο των φτωχών της Β' Εθνικής... καλύτερα να μην έφταναν ποτέ! Το γήπεδο στο Αιγάλεω, σαν να 'ναι κίνητρο καλής συντήρησης μονάχα το φως της Σούπερ Λίγκας - αλλιώς το αφήνουμε να ρημάξει, ανέδιδε έντονη οσμή εγκατάλειψης. Το χορτάρι στο Χαϊδάρι το 'βλεπα κάποτε (άψογο σαν σε γήπεδο γκολφ), και το λαχταρούσα, απ' τη σκοπιά στο διπλανό στρατόπεδο! Τώρα, το βλέπεις και λυπάσαι τους ποδοσφαιριστές. Οχι λιγότερο τους θεατές που πληρώνουν εισιτήριο.

Ο Κώστας Κατσουράνης μού είχε δώσει, πριν από το ματς της Εθνικής στη Νορβηγία, μια συνέντευξη για την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Ηταν... κουφή, πλην απολύτως ρεαλιστική και με στόχευση στον πυρήνα της υπόθεσης, η προσέγγιση να αντιπαραβάλει τον εαυτό του με τον ποδοσφαιριστή Ρεχάγκελ. Ο Ρεχάγκελ έπιασε να παίζει μπάλα στη δεκαετία του '50 και δεν αγωνίστηκε ποτέ σε ξερό γήπεδο! Ο Κώστας άρχισε στη δεκαετία του '90 και σε ξερό... πρόλαβε να παίξει.

Ο Λούα Λούα, εθισμένος στο ποδόσφαιρο της Πρέμιερσιπ, στη Θεσσαλονίκη ανέδειξε και κάτι (καίριο όσο και το τερέν) άλλο: τις εύκολες πτώσεις, στις μινιμάλ επαφές. Πέρασε, εννοείται, στα ψιλά. Αναμενόμενο, σε περιβάλλον που, το 'χουμε επισημάνει πολλές φορές, το πλεονέκτημα το παίρνει όποιος έχει την πρόνοια να σωριάζεται χάμω (και, καμιά φορά, να απαιτεί και... fair play από πάνω!) πρώτος. Απαντες, τότε, σταματούν. Και περιμένουν, ανακλαστικά, το σφύριγμα. Ο παίκτης, ο θεατής, ο σχολιαστής. Εάν το σφύριγμα δεν έλθει, είναι η αφετηρία να γίνει η φάση... μύλος.

Η αναφορά-φτύσιμο του Κονγκολέζου στις βουτιές ήταν ευθεία προσβολή για τους βουτηχτές. Αμφιβάλλω αν κάποιος ενδιαφερόμενος το κατάλαβε ή νόμισε ότι απλώς έπεσε ψιχάλα. Επαφίεται, το να κοπούν τα πλονζόν, στους προπονητές-παιδαγωγούς και στους διαιτητές-δικαστές. Δηλαδή, καμία τύχη! Οι διαιτητές είναι νέοι, αλλ' ακόμη «παρατηρούνται» από πρωταγωνιστές-απομεινάρια της παλαιάς «Παράγκας». Τα πρόβατα και οι λύκοι. Οι προπονητές, πάλι, ζουν για (και πεθαίνουν με) το αποτέλεσμα της Κυριακής. Το ποντάκι.

Με τέτοιους εργοδότες, δεν τους κακίζω. Το ποδόσφαιρο της ζαβολιάς, να το δεχθεί κανείς, είναι εμφυτευμένο στην εδραιωμένη μενταλιτέ του Νότου της Ευρώπης. Αλλά, στο Περιστέρι, δεν έγινε ζαβολιά. Εγινε κανονιστική θηριωδία. Ο ιδιοκτήτης Σπανός τη διαχειρίστηκε μετά σαν φτηνός προσκυνητής των ποντακίων. Εάν πρότασσε το fair (ακόμη και επίπλαστο) πρόσωπο, τους βαθμούς δεν θα τους έχανε. Επιπλέον, διά του παραδείγματος θα προκαλούσε (και θα αποκόμιζε και ο ίδιος) κοινωνικό κέρδος.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube