Χρήστος Ρομπόλης

Παναθηναϊκός: Το πικρό ή το… επιχρυσωμένο χάπι;

Ο Παναθηναϊκός έχασε, απέχει πλέον πολύ σε ποιότητα από το top level της Ευρωλίγκας, αλλά «ξύνει» το ταβάνι του. Διαβάζεται και… ανάποδα.

Είναι θέμα οπτικής… Ουδείς μπορεί ή πρέπει να χαμογελά μετά από μια ήττα. Κι ο Παναθηναϊκός, που έχει καλομάθει το κοινό του σε μεγαλεία, φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως όποιος συγκρίνει τη φετινή βερσιόν της ομάδας με εκείνη που κυριάρχησε για μια δεκαπενταετία (1996-2011) στην Ευρωλίγκα, απλά προετοιμάζει τον εαυτό του για μια ακόμη απογοήτευση. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας υπαγορεύει να αντιληφθεί κανείς τη χαώδη διαφορά μπάτζετ, ποιότητας και βάθους που χωρίζει πλέον τους «πράσινους» από την ΤΣΣΚΑ και τους… ομοίους της. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι η ομάδα του Γιώργου Βόβορα πάλεψε στα όρια των περιορισμένων δυνατοτήτων της και έπεσε μαχόμενη σώζοντας την αξιοπρέπειά της και ακόμη και διεκδικώντας τη νίκη απέναντι σε ομάδες (με σχεδόν εξαπλάσιο μπάτζετ) όπως η ΤΣΣΚΑ και η Μπαρτσελόνα προ λίγων εβδομάδων, είναι η θετική πλευρά του νομίσματος. Η αρνητική, ασφαλώς, είναι πως η απόσταση από την κορυφογραμμή της Ευρωλίγκας μοιάζει πλέον περίπου χαώδης και δεν προβλέπεται να γεφυρωθεί σύντομα. Οι φίλοι του «τριφυλλιού» ας πάρουν όποιο χάπι θέλουν. Το πικρό ή το… επιχρυσωμένο.

Ο Παναθηναϊκός είχε την ατυχία να αντιμετωπίσει με αποψιλωμένη front line την ομάδα με τα περισσότερα κορμιά στη φετινή Ευρωλίγκα. Η λειψανδρία, μιας και ουσιαστικά υπήρχαν διαθέσιμοι μόνο εννιά παίκτες που στέκονται σε αυτό το επίπεδο, οδήγησε την ομάδα σε μια πιο… light αμυντική προσέγγιση τον αγώνα. Οι παίκτες του Βόβορα δεν μπορούσαν ή φοβούνταν να γίνουν όσο σκληροί απαιτούσαν οι συνθήκες κι αυτό αποτυπώθηκε στα μόλις 7 λάθη της ΤΣΣΚΑ, που είχε στα προηγούμενα έξι ματς τα διπλάσια ανά αγώνα (είχε 19, 18 και 16 στις τρεις ήττες της στη διοργάνωση). Αυτό επέτρεψε εξ αρχής στη ρωσική ομάδα να νιώσει άνετα, να βρει επιθετικό ρυθμό και να τελειώσει τον αγώνα με 89 πόντους. Κακά τα ψέματα, σε ένα παιχνίδι τόσο υψηλού σκορ, η ομάδα με την περισσότερη ποιότητα θα κερδίζει εννιά φορές στις δέκα.

Ο Γιώργος Βόβορας κατηύθυνε όσο καλύτερα του επέτρεπαν τα διαθέσιμα όπλα την ομάδα του. Ήταν υποχρεωμένος να πάρει ρίσκα, αλλά αυτά δεν βγήκαν πάντα λόγω της ποιότητας του αντιπάλου. Στην αρχή «ταμπούρωσε» τη ρακέτα, έλεγξε τα ριμπάουντ (μόλις δύο χαμένα στο πρώτο ημίχρονο), αλλά υστέρησε στην περιφερειακή ή close out άμυνα, με την ΤΣΣΚΑ να έχει 9/13 τρίποντα στις δύο πρώτες περιόδους. Στο δεύτερο ημίχρονο έδωσε περισσότερη έμφαση στην πίεση στην περιφέρεια, έριξε το ποσοστό των αντιπάλων στα 3/17 πίσω από τα 6,75μ., αλλά αποδυναμώθηκε η ρακέτα και η ΤΣΣΚΑ ανανέωσε δέκα επιθέσεις τελειώνοντας το ματς με αρκετές έξτρα κατοχές. Λερναία Ύδρα δηλαδή…

Ο Δημήτρης Ιτούδης είναι πασιφανές πως ακόμη δεν έχει βρει τα σχήματα που λειτουργούν στην εντέλεια και η νέα ΤΣΣΚΑ χρειάζεται χρόνο για να αποδώσει με βάση το αστείρευτο ταλέντο της. Άλλωστε ήταν το πρώτο ματς που είχε γεμάτο οπλοστάσιο. Όμως η εμπειρία και η ικανότητά του τον οδήγησε στο να σημαδεύει… αλύπητα τις αδυναμίες του Παναθηναϊκού. Πότε με τα μις ματς του Σενγκέλια με τον Κασελάκη, πότε αφήνοντας απροκάλυπτα τον Σαντ-Ρόος να ρίχνει άσφαιρα από την περιφέρεια, αλλά και με παίκτες από τον πάγκο να γίνονται καταλύτες.

Η ήττα ήρθε φυσιολογικά και λογικά. Όμως αν υπάρχει ένας τόνος αισιοδοξίας στη βραδιά για τον Παναθηναϊκό, είναι πως ενώ στο αντίστοιχο περσινό παιχνίδι, το τελευταίο πριν το πρώτο lockdown, είχε διασυρθεί με 66-97, φέτος δεν κατέθεσε ποτέ τα όπλα. Ούτε στο -13 της πρώτης περιόδου, ούτε στο -18 της δεύτερης, ούτε καν όταν το ματς είχε ουσιαστικά χαθεί στα τελευταία 3-4 λεπτά. Όπως είχε συμβεί απέναντι στην Μπαρτσελόνα, όταν είχε φτάσει ακόμη πιο κοντά στη μεγάλη υπέρβαση. Πάλεψε στο μέτρο των δυνατοτήτων του και δεν επέτρεψε την απογοήτευση για την εμφανή ποιοτική υπεροχή του αντιπάλου να τον καταβάλει. Αυτή (θα πρέπει να) είναι η ρεαλιστική απαίτηση που πρέπει να έχουν οι φίλοι του Παναθηναϊκού από την ομάδα τους φέτος.

ΥΓ: Η προσθήκη του Σέλβιν Μακ είναι μια ευχάριστη είδηση για τον Παναθηναϊκό. Δεν είναι κλασικός πλέι μέικερ, η οργάνωση δεν είναι το… φόρτε του, ωστόσο σε σχέση με τους προκατόχους του, Τζάκσον και Σάικς, υπερτερεί σωματικά (με ύψος 1,91μ. και μακριά χέρια δεν θα είναι μόνιμος στόχος των αντιπάλων επιθέσεων), αλλά και σε προσωπικότητα, παραστάσεις και συνολικά ποιότητα. Επιπλέον, όπως και οι Νέντοβιτς και Γουάιτ, ανήκει στην κατηγορία των παικτών που μετά από μια μέτρια σεζόν έχει κίνητρο να αποδείξει πως ανήκει στο υψηλό επίπεδο, έστω κι αν όχι στο ΝΒΑ όπως κάποτε. Ήταν μια αναγκαία κίνηση αλλά όχι και αυτονόητη, αφού η πανδημία επιβαρύνει τον ήδη «στενό» προϋπολογισμό της ΚΑΕ.

*Την Κυριακή τα λέμε στον ΣΠΟΡ FM, 12:00-14:00, παρέα με τον Παναγιώτη Κεφαλά. Κουβέντα με πολύ μπάσκετ, ρεπορτάζ, ενδιαφέροντες καλεσμένους, κουιζάκια. Όσοι πιστοί της πορτοκαλί, κοπιάστε στην παρέα μας.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x