Ένα ακόμη ταξίδι στα προκριματικά, ακόμη πιο περίπλοκο από το πρώτο, ολοκληρώθηκε για την Εθνική Ανδρών. Ο στόχος επετεύχθη από νωρίς, κάτι που ούτε εύκολο αλλά ούτε αυτονόητο πρέπει να θεωρείται βλέποντας ολάκερες μπασκετομάνες να ταλαιπωρούνται μέχρις εσχάτων για να πηδήξουν στο τρένο που έφευγε για τα τελικά.
Στη διαδρομή αυτή η ελληνική ομάδα είχε να αντιμετωπίσει πολλά περισσότερα από τις ηχηρότατες απουσίες παικτών Ευρωλίγκας και ΝΒΑ, που ισχύουν μεν για όλες τις ομάδες αλλά «βαραίνουν» περισσότερο εκείνες που έχουν περισσότερους παίκτες στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού μπάσκετ ή στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Είδε την παλιά φρουρά (Μπουρούσης, Βασιλόπουλος) να αποχωρεί, παίκτες να παίρνουν προαγωγή στους «αιώνιους» και να μην είναι πλέον διαθέσιμοι (Λαρεντζάκης, Μποχωρίδης, Κασελάκης), απουσίες λόγω κορωνοϊού, έριδες με ομάδες και τη μόνιμη δυσπιστία του κόσμου που δεν αντιλαμβάνεται πως πρέπει να κρίνει με ρεαλιστικά κριτήρια μια προσπάθεια και όχι με αυτό που ο καθένας έχει στο μυαλό του ως ιδανικό.
Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο από επιλογή χρησιμοποίησε σε αυτά τα έξι παιχνίδια 26 διαφορετικούς παίκτες (!) έχοντας συνολικά ούτε 15 μέρες προπονήσεων για να τους κάνει ομάδα με χημεία, αυτοματισμούς και πλάνο. Υπό αυτό το πρίσμα, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη πως η Εθνική έδωσε πέντε από τα έξι παιχνίδια εκτός έδρας, η εξασφάλιση της πρόκρισης από το Νοέμβριο συνιστά επιτυχία. Κι ας μην έθελξε η ομάδα με το μπάσκετ της…
Το φινάλε ήταν ιδανικό. Όχι τόσο για τη νίκη επί της Λετονίας, αλλά για τον τρόπο που αυτή ήρθε. Με την Εθνική να επιστρέφει από το -15 αναδεικνύοντας νέους πρωταγωνιστές και με τον προπονητή να δείχνει εμπιστοσύνη ακόμη και σε καθοριστικά σημεία πρωτάρηδες όπως ο Παπαδάκης (που 25:29 δεν έχει παίξει φέτος σε ματς ούτε με τη Λάρισα) ή ο Χουγκάζ. Οι νέοι ανταποκρίθηκαν εξαιρετικά βγάζοντας πείσμα, πάθος και νεύρο, από το παρκέ ή από τον πάγκο κι αυτό αποτελεί μια καλή επένδυση για το μέλλον.
Επιτρέψτε μας όμως να στρέψουμε τον προβολέα όχι στο μέλλον, αλλά σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι και… πατέρας των παιδιών αυτών. Ο Βαγγέλης Μαργαρίτης είναι από τις περιπτώσεις που το ίδιο το ελληνικό μπάσκετ αδίκησε κι άργησε να ανακαλύψει. Ο Σούλης Μαρκόπουλος τον ανέδειξε ως 30άρη στον ΠΑΟΚ από το… πουθενά, η δικαίωση ήρθε με την κλήση του στην Εθνική στα 35 του και ήταν εκεί, σε αρχηγικό ρόλο, τόσο στα «παράθυρα» για το Παγκόσμιο, όσο και για το Ευρωμπάσκετ. Η περίπτωσή του αποτελεί ένα παράδειγμα, όχι μόνο για το ότι ποτέ δεν είναι αργά, αλλά και αφοσίωσης στην Εθνική. Την ώρα που κάποιοι (ευτυχώς ελάχιστοι) συνάδελφοί του αντιμετωπίζουν σαν αγγαρεία την κλήση αυτή, εκείνος… έτρεξε σε κάθε προσκλητήριο, ακόμη και τώρα που πλησιάζει τα 40, αφήνοντας πίσω στα δύο τελευταία «παράθυρα» και το νεογέννητο παιδί του. Κι όλα αυτά γνωρίζοντας βαθιά μέσα του πως δεν θα είναι στους εκλεκτούς δώδεκα της τελικής φάσης.
Η παρουσία του αυτή θα είναι-κατά τα φαινόμενα-το κύκνειο άσμα του στην Εθνική. Και μπορεί η παρουσία του στην Εθνική να μη συνδυάστηκε με τη λάμψη μεταλλίων ή έστω με τη συμμετοχή σε μια μεγάλη διοργάνωση, αλλά το παράδειγμά του αποτελεί φωτεινό Φάρο για όλα τα πιτσιρίκια που πήραν το βάπτισμα του πυρός σε αυτή τη διαδικασία, αλλά και για αρκετούς μεγαλύτερους.
Να αγαπάτε, λοιπόν, την Εθνική, όπως την αγάπησε και την υπηρέτησε ο Βαγγέλης Μαργαρίτης. Με ανιδιοτέλεια, πίστη και αφοσίωση.
*Την Κυριακή τα λέμε στον bwinΣΠΟΡ FM 94,6, 12:00-14:00, παρέα με τον Παναγιώτη Κεφαλά. Κουβέντα με πολύ μπάσκετ, ρεπορτάζ, ενδιαφέροντες καλεσμένους, κουιζάκια. Όσοι πιστοί της πορτοκαλί, κοπιάστε στην παρέα μας.
Follow @ChristosRobolis
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.