Ίσως ήταν η καραντίνα, ίσως η έλλειψη αγωνιστικής δράσης, ίσως όμως και τίποτα από όλα αυτά… Το Last Dance αποτέλεσε την καλύτερη παρηγοριά σε μία δύσκολη περίοδο, χωρίς αγώνες και με αρκετή κλεισούρα. Ήταν η «μεθαδόνη» για τους εξαρτημένους από το συγκεκριμένο άθλημα, αλλά και για πολλούς μια υπενθύμιση γιατί το αγάπησαν τόσο.
Ποτέ άλλοτε ένα ντοκιμαντέρ δεν ανήχθη σε επίπεδα τέτοιου τηλεοπτικού γεγονότος. Στα μάτια των λάτρεων του μπάσκετ (και όχι μόνο στα χέρια των αθλητικών συντακτών που πάσχιζαν και πασχίζουν να γεμίσουν σάιτ και σελίδες εν καιρώ πανδημίας) ήταν το highlight της εβδομάδας. Αντιμετωπιζόταν σαν εφάμιλλης σημασίας ενός μεγάλου αγώνα, με προαναγγελίες, απόηχο, δηλώσεις/αντιδράσεις των πρωταγωνιστών και trendαρε στα social media για μέρες μετά την προβολή του δίνοντας «τροφή» για συζητήσεις ειδικών και μη, fans και haters.
Κι όμως, όλα αυτά αφορούσαν όχι έναν αγώνα της επικαιρότητας, αλλά πράγματα που συνέβησαν τον περασμένο αιώνα. Δεν αποκλείεται η στέρηση δράσης να έπαιξε τον ρόλο της, αλλά μάλλον και σε μια περίοδο κανονικότητας το Last Dance θα μονοπωλούσε ανάλογα την αθλητική επικαιρότητα.
Χρειάστηκαν «ανοιχτά» μυαλά, από το ESPN και το ΝΒΑ αρχικά, μέχρι τους Μπουλς και τον ίδιο τον Τζόρνταν, προκειμένου αυτή η πρωτοποριακή ιδέα να πάρει σάρκα και οστά φτάνοντας σε αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα στις οθόνες μας 22-23 χρόνια μετά. Ο σκηνοθέτης Τζέισον Χέιρ απέφυγε τις κακοτοπιές της αγιογραφίας, δεν ενήργησε ως fan αλλά στο μέτρο του δυνατού δημοσιογραφικά και ως ιστορικός του μέλλοντος φροντίζοντας να προβάλλει όχι μόνο τις αυτόφωτες στιγμές μιας ανεπανάληπτης διαδρομής, αλλά και να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας ώστε να προσφέρει στο κοινό ένα ολοκληρωμένο έργο.
Είδαμε έναν άνθρωπο εθισμένο στη νίκη, σε βαθμό που να ωθεί από άκομψα ή βιαίως τους συμπαίκτες του να ξεπεράσουν τα όριά τους, να βρίσκει διαρκώς κίνητρα για να ενεργοποιήσει τον εγωισμό του και να τα «κατασκευάζει» όταν αυτά δεν υπήρχαν, αλλά και που να δίνει το παράδειγμα πέφτοντας πρώτος στη γραμμή της μάχης και μένοντας μέχρι το τέλος της όρθιος, ακόμη και όταν ήταν εξαντλημένος, ασθενής ή τραυματίας.
Είδαμε έναν ατρόμητο αθλητή, με αυτοπεποίθηση που δικαίως ξεχειλίζει, αλλά και που να «λυγίζει» στα σκληρά λόγια των συμπαικτών του που τον αναγνώριζαν ως ηγέτη αλλά όχι ως φίλο και τον φοβούνταν περισσότερο από ό,τι τον σέβονταν. Που να «σπάει» όταν ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή και να τον υποκαθιστά ακόμη και με τον επικεφαλής της ομάδας φύλαξής του. Που να μην αντέχει στην πίεση από την υπερπροβολή που του απαγόρευε μια φυσιολογική ζωή. Είδαμε τα πάθη του, όπως τον εθισμό του στον τζόγο, αλλά και τα λάθη του, όπως την αποστασιοποίησή του από την πολιτική ζωή και τα δικαιώματα των μαύρων προκειμένου να μη χάσει δυνάμει αγοραστές των «προϊόντων» του.
Δεν είδαμε όμως μόνο αυτόν. Είδαμε τις ξεχωριστές ιστορίες των συνοδοιπόρων του, από τον απόλυτο δεύτερο ρόλο στην ιστορία του μπάσκετ, Σκότι Πίπεν, μέχρι τον τρελο-Ντένις Ρόντμαν και τους ρολίστες που τον έβγαλαν ασπροπρόσωπο σαν τον Στιβ Κερ. Αλλά και τον-πέρα από σπουδαίο προπονητή-ιδανικό ισορροπιστή Φιλ Τζάκσον να αποτελεί τη σοφή φωνή της λογικής, όπως και τον Τζέρι Κράουζ που παρά τα συμπλέγματα και την ματαιοδοξία του είχε την δική του συμβολή σε αυτή τη δυναστεία. Πιστοποιήθηκε, έτσι, πως ακόμη κι ένα ανώτερο μπασκετικό ον, όπως ο Τζόρνταν, δεν θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα παίζοντας για την πάρτη και τους αριθμούς του, δίχως την σωστή κατεύθυνση, δίχως να πλαισιωθεί από τους κατάλληλους συμπαίκτες, αρχικά αλλά και χωρίς να τους εμπιστευτεί στην διαδρομή αντιμετωπίζοντας τους υπόλοιπους τέσσερις ως απαραίτητα στηρίγματα και όχι απλώς «κουβαλώντας» τους ως αναγκαίο συμπλήρωμα της πεντάδας.
Και μάθαμε ότι το «αντίο» του 1998 δεν ήρθε ως επιλογή του Τζόρνταν να αποχαιρετήσει στο απόγειο της δόξας του, μετά από μια σεκάνς φάσεων που θα μπορούσε να ήταν βγαλμένη από σελίδες κόμικ ή χολιγουντιανό σενάριο, αλλά αναγκαστικά. Ήρθε αναγκαστικά, λόγω της επιμονής του Κράουζ να αποδομήσει μια ομάδα που θριάμβευσε αλλά με στελέχη που πλέον τον απεχθάνονταν και ζητούσαν πολλά χρήματα, αλλά ίσως και λόγω της… ενσυναίσθησης του Φιλ Τζάκσον πως ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί και δεν μπορούσε να «ξεχυλωθεί» περαιτέρω.
Όμως μάλλον στην ακόλουθη ατάκα του ίδιου του Μάικλ Τζόρνταν, περιγράφοντας την διάλυση της ομάδας που θα μπορούσε να διεκδικήσει το έβδομο πρωτάθλημα, συνοψίζονται όλοι οι λόγοι της ανεπανάληπτης καριέρας του. «Ίσως να μην τα καταφέρναμε, αλλά το ότι δεν μας δόθηκε η δυνατότητα να το προσπαθήσουμε, είναι κάτι που δεν μπορώ να αποδεχτώ». Έτσι ήταν σε όλη τη ζωή του. «Μπορώ να αποδεχτώ ότι θα αποτύχω, αλλά όχι ότι δεν θα προσπαθήσω. Απέτυχα τόσες και τόσες φορές στη ζωή μου. Γι’ αυτό τελικά πέτυχα», αναφέρει μια από τις ατάκες του που έμειναν στην ιστορία ως motivational quotes.
Last Dance, σε ευχαριστούμε για τις αναμνήσεις, τα διδάγματα και κυρίως την συντροφιά. Ήταν πραγματικό βάλσαμο σε μια δύσκολη περίοδο. Μακάρι να είχε και… δεύτερη σεζόν, αλλά η ιστορία έχει γραφτεί και δεν θα μπορούσε να έχει κλείσει καλύτερα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.