«Πάλεψε σαν πολεμιστής, όπως ακριβώς έκανες και στο γήπεδο». Aυτό ήταν το μήνυμα στο πανό των οπαδών της Γιουβέντους πριν από λίγες εβδομάδες, όταν η υγεία του Τζανλούκα Βιάλι επιδεινώθηκε, με τον ίδιο να διακομίζεται σε κλινική του Λονδίνου για να δώσει τη δική του «μάχη».

Αυτή τη φορά ο αντίπαλος δεν ήταν κάποιο αντίπαλο αμυντικό «δίδυμο», αλλά η επάρατη νόσος. Τι κι αν ο ίδιος είχε διαγνωσθεί με καρκίνο στο πάγκρεας τα τελευταία χρόνια, αυτό δεν ήταν αρκετό για να του κόψει τα «φτερά». Στάθηκε στο πλευρό του ποδοσφαιρικού του «alter ego» και προπονητή της «σκουάντρα ατζούρα», Ρομπέρτο Μαντσίνι, φτάνοντας στη λύτρωση το βράδυ της 20ης Μάιου 1992 στο «Γουέμπλεϊ». «Δεν κλαίω μπροστά σε άλλους, μόνο όταν είμαι μόνος μου, δεν επιζητώ τον οίκτο». Όπως και τότε, έτσι και «τώρα» ίδιος αρνήθηκε να κλάψει.

Μια ποδοσφαιρική ζωή… «σενάριο» για ταινία. Τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα σε μια βίλα, το «παραμύθι» στην Κρεμόνα εξαιτίας ενός ιερέα, ο «έρωτας» με τη Σαμπντόρια και τη Γένοβα. Η «δικαίωση» στα «μπιανκονέρι», ο «επίλογος» του Λονδίνου, μέχρι την κορυφή της Ευρώπης. Μια πορεία σαν… καρδιογράφημα, γεμάτη έντονες στιγμές και συναισθήματα.

Ένα «παραμύθι» διαφορετικό από τα συνηθισμένα και ο ιερέας που του άλλαξε τη ζωή



Ο Βιάλι εν αντιθέσει με πολλές άλλες «αφηγήσεις», δεν προέρχεται από μια δυσχερή οικονομική κατάσταση ή κάποια κακόφημη περιοχή μεγαλώνοντας μέσα στην εγκληματικότητα και τις δυσκολίες. Ερχόταν από μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια, η οποία μάλιστα είχε στην περιουσία της τη βίλα «Αφαϊτάτι», με περισσότερα από 60 δωμάτια!

Στους κήπους της μεγάλης αυτής έκτασης ο νεαρός Τζανλούκα ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο με τους φίλους του. Όντας γόνος θρησκευόμενης οικογένειας πήγαινε και στο κατηχητικό, με τον ιερέα Άντζελο, που ήταν και προπονητής, να αναλαμβάνει τη διδασκαλία του παιχνιδιού της «στρογγυλής θεάς».

Από εκεί λίγο αργότερα μεταπήδησε στην τοπική Πιτζιγκετόνε, με την Κρεμονέζε να τον εντοπίζει και άμεσα να τον εντάσσει στο δυναμικό της, με τον ίδιο να «ντεμπουτάρει» με την πρώτη ομάδα σε ηλικία μόλις 16 ετών! Η συνέχεια… απλά ονειρική. Τρεις διαδοχικές ανόδους και η Κρεμονέζε βρέθηκε στην πρώτη κατηγορία του ιταλικού πρωταθλήματος, σκοράροντας 25 τέρματα σε αυτή της την πορεία.



Η «αιώνια» αγάπη με τη θάλασσα της Γένοβας και ο «πικρός» επίλογος



Η Σαμπντόρια βλέποντας τα «καμώματα» του θέλησε να τον αποκτήσει. Πράγμα που έκανε και πράξη, χτυπώντας «φλέβα» χρυσού, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος. Η πρώτη του εμφάνιση με τους Γενοβέζους ήρθε απέναντι στην πρώην ομάδα του. Αυτή η αναμέτρηση ωστόσο θα έμενε στην ιστορία για ακόμη έναν λόγο. Στο ίδιο παιχνίδι ντεμπούτο έκανε και ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, με τον οποίο έμελλε να συνδεθούν μέχρι και το τέλος της ζωής του.



Ο Βιάλι ήταν, είναι και θα είναι ένας θρύλος για την ιταλική ομάδα, οδηγώντας τη στην –πρωτόγνωρη- δόξα που δεν έχει ξανά γνωρίσει… και που πολύ δύσκολα θα επαναλάβει στο μέλλον, μιας και έως τότε δεν είχε ούτε έναν τίτλο στο «παλμαρέ» της, με μοναδική εξαίρεση ένα Πρωτάθλημα Β΄ κατηγορίας.

Στα οκτώ χρόνια παρουσίας του και μετά από 328 συμμετοχές, «μάτωσε» τα αντίπαλα δίχτυα 141 φορές, φτάνοντας μέχρι και την κατάκτηση του πρωταθλήματος τη σεζόν 1990/91! Πλην του «σκουντέτο», πρόσθεσε στη συλλογή του ακόμη τρία Κύπελλα Ιταλίας (1984/85, 1987/88, 1988/89), Σούπερ Καπ (1991/92), και ένα «Europapokal Der Pokalsieger Sieger» (1989/90). Με λίγα λόγια… κάθε τίτλο που έχει πανηγυρίσει ο σύλλογος, από την ημέρα της «γέννησης» του.

Το «highlight» της παρουσίας του στη «Σαμπ» παρά τις τόσες διακρίσεις, προφανώς και αποτελεί η συμμετοχή στον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών τη σεζόν 1991/92, γνωρίζοντας ωστόσο την ήττα από την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ, με το γκολ του Κούμαν στην παράταση του «Γουέμπλει».

Βιάλι και Μαντσίνι έφτασαν μια «ανάσα» από την ολοκλήρωση ενός –ήδη όμορφου- ταξιδιού που έγραψε την δική του ιστορία στη ποδοσφαιρική βίβλο, όμως το «τέλος του διδύμου», ήρθε με τον πιο πικρό τρόπο, σε ένα γήπεδο που στο μέλλον θα τους επεφύλασσε μια ακόμη πολύ έντονη στιγμή.



«Πάμε με πιτζάμες της Σαμπντόρια για ύπνο… καθώς πηγαίνουμε στο προπονητικό κέντρο βλέπεις το μπλε της θάλασσας από τη μια πλευρά και το πράσινο των λόφων από την άλλη. Είμαι ερωτευμένος με αυτή την ομάδα». Αυτό είχε δηλώσει, με τον ίδιο να μη γνωρίζει πως αυτό της 20ης Μάιου του 1992 θα ήταν και το τελευταίο του παιχνίδι με την «πρώτη του αγάπη».

Το κεφάλαιο Γιουβέντους και η «άτυπη» εκδίκηση



Ο Βιάλι παρά το γεγονός πως είχε απορρίψει το ενδεχόμενο να αποχωρήσει από την ομάδα, το καλοκαίρι του 1992, ήρθε η «αναγκαστική» πώληση του στη Γιουβέντους ένατι -ποσού ρεκόρ- 16,5 εκατομμυρίων ευρώ, με τη Σαμπντόρια να προχωρά σε αλλαγές στο ρόστερ της. Η παρουσία του στους «μπιανκονέρι» δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο. Ο Τραπατόνι δεν τον πίστευε, οι τραυματισμοί ήρθαν να επιβαρύνουν το «κλίμα» με το μέλλον του να φαντάζει «δυσοίωνο».

Ο ίδιος ήθελε σαν τρελός να γυρίσει στο «σπίτι» που ποτέ δεν ήθελε να αφήσει, όμως η ιστορία θα γραφόταν διαφορετικά. Με την άφιξη του Μαρσέλο Λίπι στο Τορίνο έφερε «τούμπα» το εις βάρος του κλίμα, αποτελώντας παίκτη «ορόσημο» για τη Γιουβέντους μέχρι και σήμερα. Η αρχή έγινε με το Κύπελλο UEFA τη σεζόν 1992/93 και η συνέχεια ήταν απλά «μαγική».

Με 53 γκολ και 23 ασίστ μέσα στην επόμενη τετραετία «υιοθετώντας» έναν διαφορετικό ρόλο εντός των τεσσάρων γραμμών, οδήγησε τη «μεγάλη κυρία» σε δόξες που αναπολεί μέχρι και σήμερα! Το 1994/95 έφτασε στο νταμπλ με τη Γιουβέντους κατακτώντας πρωτάθλημα και Κύπελλο, ενώ την επόμενη (1995/96) κατέκτησε ένα Σουπερ Καπ Ιταλίας και το Champions League επικρατώντας του Άγιαξ στη διαδικασία των πέναλτι. Έκτοτε η «Γιούβε» δεν έχει επιστρέψει ακόμη και σήμερα στην «κορυφή» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.



Ότι του στέρησε ο Κούμαν πριν τέσσερα χρόνια πλέον το είχε, το «τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά», βρίσκονταν στα χέρια του. Όχι όμως στο πλευρό του άλλου του «ποδοσφαιρικού μισού», Ρομπέρτο Μαντσίνι, και χωρίς τη φανέλα της αγαπημένης του Σαμπντόρια. Μια «άτυπη» εκδίκηση που ολοκλήρωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το κεφάλαιο «Τορίνο», πριν την «εξόρμηση» του στην Αγγλία για μια περιπέτεια εκτός συνόρων.



Η Τσέλσι, ο πρωτόγνωρος ρόλος… και η «πρώην γυναίκα που παντρεύτηκε έναν πλούσιο»!



Η συνέχεια του ταξιδιού τον βρήκε να μετακομίζει στην Αγγλία για τους «μπλε» του Λονδίνου, με τον ίδιο στα 32 του να κάνει το «άλμα» εκτός συνόρων για πρώτη φορά στην καριέρα του. Για μια τριετία (1996-1999), απέδωσε -ίσως- περισσότερο και από τις προσδοκίες του φίλαθλου κόσμου. Σκόραρε 40 φορές στις 87 φορές που αγωνίστηκε με τους λονδρέζους, κατακτώντας μάλιστα ένα FA Cup (1997), ενώ τη διετία 1997/98 σήκωσε League Cup και Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ έχοντας ρόλο παίκτη-προπονητή!



Ο Βιάλι αποχώρησε το 1999 από την αγγλική ομάδα όταν και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση σε ηλικία 35 ετών. «Η Τσέλσι είναι σαν μια όμορφη γυναίκα που παντρεύτηκε έναν πλουσιότερο άνδρα αφού με παράτησε», δήλωσε χρόνια αργότερα μετά την εξαγορά-«μεταμόρφωση» του κλαμπ από τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς.

Οι προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν με τη «σκουάντρα ατζούρα»



Με την εθνική ομάδα της Ιταλίας τα πράγματα δεν κύλησαν όπως θα ήθελε τόσο ο ίδιος όσο και οι φίλαθλοι της γειτονικής μας χώρας. Με την Ιταλία πραγματοποίησε το ντεμπούτο το τον Νοέμβριο του 1985 στη φιλική ήττα από την Πολωνία του Σμόλαρεκ, φορώντας συνολικά τη φανέλα με το εθνόσημο 59 φορές, ενώ πανηγύρισε και 16 τέρματα.



Ευτύχησε να φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού σε δύο περιπτώσεις, δίνοντας επίσης το παρών σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (Μεξικό 1986, Ιταλία 1990) και ένα Euro (1988 Δυτική Γερμανία), χωρίς ωστόσο να καταφέρει το «κάτι παραπάνω» που πολλοί περίμεναν και ενδεχομένως ο ίδιος θα ήθελε.

Η λύτρωση του «Γουέμπλεϊ» στο πλευρό του «συντρόφου» της ποδοσφαιρικής ζωής του



Με την προπονητική δεν έμελλε να ασχοληθεί ιδιαίτερα καθώς μετά από τον ενάμιση χρόνο που κατείχε τον ρόλο παίκτη-προπονητή στην Τσέλσι, έφτασε σε ένα ακόμη FA Cup και ένα Σουπερ Καπ ως τον Σεπτέμβριο του 2000, όπου και αποχώρησε από τον σύλλογο. Η συνέχεια τον βρήκε για μια χρονιά (2001/02) στη Γουότφορντ, όπου θα ήταν και η τελευταία του ομάδα στο σύντομο πέρασμα του από τους πάγκους.

Το 2019 επέστρεψε -κατά- κάποιον τρόπο όντας βοηθός στην εθνική Ιταλίας στο πλευρό του Ρομπέρτο Μαντσίνι. Το Euro 2020 που διεξήχθη έναν χρόνο αργότερα λόγω της έξαρσης της πανδημίας, βρήκε την Ιταλία να φτάνει ως το τέλος της «διαδρομής», φορώντας το «στέμμα» της πρωταθλήτριας Ευρώπης, επικρατώντας στα πέναλτι της Αγγλίας. Όχι σε όποιο και όποιο γήπεδο, αλλά στο «Γουέμπλεϊ». Εκεί που πριν από 19 χρόνια μαζί με τον Μαντσίνι είδαν τις καρδιές τους να «σπάνε» στον χαμένο τελικό με τη Μπαρτσελόνα, τώρα έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας.



Ακόμη και αν αυτή η φανέλα δεν ήταν της Σαμπντόρια, ακόμη και ο ίδιος πάλευε με τον καρκίνο έχοντας αφόρητους πόνους χωρίς κανείς να το γνωρίζει, είχε έρθει η λύτρωση. Έχοντας στο πλευρό του τον άνθρωπο με τον οποίο ξεκίνησαν μαζί αυτό το ποδοσφαιρικό ταξίδι. Ο Τζανλούκα φεύγοντας από τη ζωή, δεν θα δώσει συνέχεια σε αυτό βάζοντας «τελεία». Το σημείο στίξης που ήρθε όμως με τα «δάκρυα» που ποτέ κανείς δεν τον είδε να ρίχνει, παρά μόνο... η αγκαλιά του ποδοσφαιρικού του «αδερφού».




Επιμέλεια: Γιώργος Αυλακιώτης

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube