Είναι κάτι παραπάνω από ένα ποδοσφαιρικό ματς. Όλος ο πλανήτης έχει στραμμένο το βλέμμα πάνω του, πάντα. Ανεξάρτητα από το αν στο γήπεδο υπάρχει ένας Μέσι ή ένας Ρονάλντο. Ανεξάρτητα από την κατάσταση των δύο ομάδων και τις βαθμολογίες. Ένα παιχνίδι-σύμβολο για την Ισπανία και μια αληθινή δοκιμασία για κάθε πιστό οπαδό της Μπαρτσελόνα και κάθε αφοσιωμένο φίλο της Ρεάλ Μαδρίτης, που απόψε (20/3) ετοιμάζονται για άλλη μια μεγάλη «μάχη».
Αλλά το Clasico καλύπτεται και από μια ομίχλη μύθου, που συντηρείται από τη δύναμη ακριβώς, που γέννησε ο ίδιος ο θρύλος του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται το μεγαλύτερο ντέρμπι στον κόσμο. Aπό την υιοθέτηση λανθασμένων αντιλήψεων και για τους δύο συμμετέχοντες στη «μητέρα των μαχών».
Δεν χρειάζεται να το σκεφτούμε πολύ. Η «ταμπέλα» τού μπήκε ήδη από το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1939. Από τότε το παιχνίδι έγινε η μάχη ανάμεσα στον Φράνκο και τους ακόλουθούς του και τους Καταλανούς επαναστάτες. Το Clasico μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, δεχόμενο για δεκαετίες -και συνεχίζει- τα σκάγια των ΜΜΕ. Η κόντρα, το μίσος, η διχόνοια ανέκαθεν «πουλούσαν».
Ωστόσο, ο αγώνας της Ρεάλ Μαδρίτης με την Μπαρτσελόνα, το υπόβαθρό του, έχει φανταχτερές ανακρίβειες. Πρόσφατα, η έρευνα ενός εξαιρετικού δημοσιογράφου, ειδικού, τόσο στο ισπανικό ποδόσφαιρο όσο και στον Εμφύλιο Πόλεμο, αποκάλυψε την αληθινή και ουσιαστική δόξα τού μεγαλύτερου ντέρμπι στον κόσμο.
Γράφει ο Νίκος Ράλλης
Ο Sid Lowe ξεκινάει την ιστορία του για την αντιπαλότητα της Μπαρτσελόνα με τη Ρεάλ Μαδρίτης από ένα νεκροταφείο κοντά στο «Καμπ Νου». Το πρωί, πριν τον αγώνα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων συλλόγων της Ισπανίας, οι «μπλαουγκράνα» οπαδοί συγκεντρώνονται εκεί, προκειμένου να αποτίσουν φόρο τιμής στα λείψανα πρώην παικτών της ομάδας. Θρύλων, όπως ο Λάζλο Κουμπάλα και ο Παουλίνο Αλκάνταρα.
Λουλούδια, κασκόλ και σημαίες τοποθετούνται γύρω από τους τάφους, ενώ οι οπαδοί προσεύχονται, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθήσει στο να έρθει η νίκη. Στην άλλη πλευρά του «Καμπ Νου» υπάρχει ένα μαιευτήριο. Έτσι είναι στην Ισπανία όταν πρόκειται για ποδόσφαιρο. Από τη μία πλευρά, η ζωή. Από την άλλη, ο θάνατος.
Ο Lowe είναι πολλά χρόνια τώρα ανταποκριτής στην Ισπανία για τον Guardian, το ESPN και άλλα Μέσα, όπως το Sports Illustrated. Παράλληλα, έχει διδακτορικό στην ιστορία, το οποίο απέκτησε για την εργασία του με τίτλο: Juventud de Accion Popular. Ένα σύγγραμμα για μια φασιστική οργάνωση νεολαίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Εκεί, φυσικά, ασχολείται και με το Clasico, έχοντας -προλάβει να- συμπεριλάβει σπουδαίες συνεντεύξεις με παίκτες-θρύλους όπως οι: Αλφρέντο Ντι Στέφανο, Γιόχαν Κρόιφ, Μίκαελ Λάουντρουπ και Λουίς Φίγκο.
Στην ίδια πλευρά
Η χρήση των πρωτογενών πηγών από τον Lowe, συμπεριλαμβανομένων των αρχείων, που ρίχνουν «φως» στην αμφιλεγόμενη υπογραφή του Ντι Στέφανο στη Ρεάλ Μαδρίτης το 1953, αλλά και η ικανότητά του να καταρρίπτει μύθους, έχουν ως αποτέλεσμα μια συναρπαστική ανάγνωση, ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση ορισμένων παρανοήσεων σχετικά με τον Ισπανικό Εμφύλιο και στο πόσο ρόλο έπαιξε, τελικά, στην αντιπαλότητα των δύο συλλόγων.
«Οι άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους να υιοθετήσει την υπόθεση ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν κατά κάποιο τρόπο η Καταλονία εναντίον της Καστίλλης», λέει ο Lowe σε μια συνέντευξή του -πριν από μερικά χρόνια. «Αυτή η υπόθεση είναι για τα σκουπίδια. Η ιδέα ότι η πόλη της Μαδρίτης ήταν κατά κάποιο τρόπο ο επιτιθέμενος είναι τουλάχιστον αλλόκοτη! Η Μαδρίτη και η Βαρκελώνη πολεμούσαν στην ίδια πλευρά για το μεγαλύτερο μέρος του εμφυλίου πολέμου. Και υπάρχουν ακόμη κηλίδες μεταξύ της Μαδρίτης, της πόλης, και της Ρεάλ Μαδρίτης, της ποδοσφαιρικής ομάδας, και κηλίδες μεταξύ της Βαρκελώνης, της πόλης, και της Μπαρτσελόνα, της ποδοσφαιρικής ομάδας».
Η υπόθεση, επίσης, ότι οι διαιτητές και ο Φράνκο ευνόησαν τη Ρεάλ αμέσως και με πάθος δεν επιβεβαιώνεται, εξετάζοντας απλά το εξής: Η Ρεάλ κατέκτησε τη La Liga το 1933, αλλά δεν ξαναπήρε τον τίτλο μέχρι το 1953, 14 ολόκληρα χρόνια αφότου ο Φράνκο ανέλαβε την εξουσία. «Οι περισσότεροι οπαδοί της Ρεάλ Μαδρίτης έχουν κουραστεί από την ιστορία, που παρουσιάζει την Μπαρτσελόνα ως θύμα και μάρτυρα», προσθέτει ο Lowe. «Η ιστορία των συλλόγων είναι πολύ πιο πολυεπίπεδη από τον εθνικισμό του Φράνκο εναντίον των Καταλανών».
Ξεθάβει, ενδεικτικά, τον πιο ξεχασμένο πρόεδρο στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου. Ο κόσμος είναι εξοικειωμένος με την ιστορία του Josep Sunyol i Garriga, του προέδρου της «Μπάρτσα», ο οποίος πυροβολήθηκε από φασιστικά στρατεύματα στην άκρη του δρόμου το 1936. Αλλά ο Sanchez Guerra, που εξελέγη πρόεδρος της Ρεάλ το 1935, έπεσε θύμα των ίδιων! Καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση, απελευθερώθηκε το 1944, αλλά αμέσως συνελήφθη εκ νέου, καταφεύγοντας στην εξορία, στη Γαλλία.
«Πεθαίνοντας στην Καταλονία»
Το παρακάτω απόσπασμα όσων δηλώνει ο Βρετανός δημοσιογράφος είναι καταπληκτικό. «Ένας άλλος λόγος για όλες αυτές τις ανακρίβειες και υπερβολές είναι η ασάφεια του χρονοδιαγράμματος -πράγματα, δηλαδή, που συνέβησαν χρόνια αργότερα στους δύο συλλόγους συνδέονται -κακώς- με τον εμφύλιο πόλεμο. Για παράδειγμα, το καθεστώς του Φράνκο ήταν πιο καχύποπτο για τη Βαρκελώνη παρά για τη Μαδρίτη. Αντιμετώπισε την Μπαρτσελόνα με την αίσθηση ότι ''δεν εμπιστευόμαστε αυτούς τους τύπους'' με τρόπο, που δεν έκανε με τη Ρεάλ Μαδρίτης, παρά το γεγονός ότι έβαλε δικούς του προέδρους και στις δύο ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70 ήταν, λοιπόν, που ξεκίνησε η Μπαρτσελόνα να ''χτίζει'' μια ταυτότητα, η οποία βασίζεται στην ιδέα ότι είναι αντιφρανκιστές. Αυτά όλα μεταφέρονται πίσω στον εμφύλιο πόλεμο. Εκείνο, ωστόσο, που με απογοητεύει είναι ότι ο εμφύλιος ήταν μια διαφορετική εποχή, στην οποία, υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες, διαδραματίζονταν διαφορετικές διαδικασίες.
Μπορεί να υπάρχουν τρεις λέξεις, που συνοψίζουν γιατί συνέβη αυτό: «Πεθαίνοντας στην Καταλονία». Το γεγονός ότι το πιο διάσημο βιβλίο για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο είναι συγκεκριμένα για τη Βαρκελώνη, και το ότι ο Τζορτζ Όργουελ έχει επιλέξει για εξώφυλλο μια εικόνα στη Βαρκελώνη, έχει εδραιώσει στη συλλογική συνείδηση αυτή την ιδέα: ''Φόρος τιμής στην Καταλονία, μαχητές της ελευθερίας, αντιφρανκιστές, Καταλονία''. Έχει δημιουργήσει ένα πορτρέτο του πολέμου σε λαϊκίστικο επίπεδο, που έχει να κάνει με τη Βαρκελώνη. Λόγω της απουσίας της Μαδρίτης από αυτή την εικόνα, λοιπόν, η υπόθεση είναι εύλογη: ''Α, η Μαδρίτη πρέπει να είναι η άλλη πλευρά τότε''». Η ιστορική αλήθεια στο βιβλίο του Όργουελ είναι δεδομένο πια, δεκαετίες μετά, ότι είναι τουλάχιστον προβληματική ή τέλος πάντων ελλιπής.
Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, η Μπαρτσελόνα παρείχε καταφύγιο στους Καταλανούς αυτονομιστές, ιδιαίτερα προς το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο, μια εποχή, που η καταλανική γλώσσα ήταν απαγορευμένη στην Ισπανία. Ο σύλλογος, όμως, απολαμβάνει μια ρομαντική αφήγηση της ιστορίας του. «Έχουν δημοσιευτεί περισσότερα βιβλία για τη Μπαρτσελόνα σε σύγκριση με τη Ρεάλ Μαδρίτης, έναν σύλλογο, που φαίνεται λιγότερο απορροφημένος από τον εαυτό του και ενδιαφέρεται περισσότερο για την κατάκτηση τροπαίων, παρά για τη δημιουργία μύθων. Η Μπάρτσα κέρδισε τον πόλεμο της προπαγάνδας όσον αφορά τις ταυτότητες των συλλόγων», λέει ο Lowe. Ο συγγραφέας Ramon Besa το ονομάζει αυτό ''relato''. Η Μπαρτσελόνα το πέτυχε, η Ρεάλ απέτυχε.
«Όταν ήμασταν σκατά»
Για να φτάσουμε στην περιβόητη μεταγραφή του Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Ο Lowe λέει: «Με ωμά λόγια, η πραγματικότητα ήταν ότι η Ρεάλ Μαδρίτης δεν ήταν τόσο καλή σαν ομάδα. Η ιστορία του συλλόγου μπορεί να συνοψιστεί στο πώς ήταν πριν τον Ντι Στέφανο και στο πώς ήταν μετά τον Ντι Στέφανο».
«Αυτή ήταν η αρχή του θρύλου», συμπληρώνει για την υπογραφή του Αργεντινού το 1953. «Η ιστορία ξεκινά από αυτόν. Το όνομά του συνδέεται όσο κανένα με το μεγαλείο της Ρεάλ, αλλά δεν υπήρχε αυτό το μεγαλείο ακριβώς μέχρις ότου σχηματίστηκε μια ομάδα γύρω από τα ταλέντα του Ντι Στέφανο».
Ομοίως, η ιστορία της Μπαρτσελόνα μπορεί να συνοψιστεί πριν τον Κρόιφ και μετά τον Κρόιφ. Η Μπάρτσα, φυσικά, σημείωσε επιτυχίες στην Ισπανία, ιδιαίτερα στην εποχή του Ούγγρου Λάζλο Κουμπάλα. Ωστόσο, την άφιξη του Γιόχαν Κρόιφ ως παίκτη το 1973 ακολούθησε η επιστροφή του ως επαναστάτης προπονητής το 1988 και τότε άλλαξαν πραγματικά όλα στο κλαμπ. «Ήταν ο ιδεολογικός ιδρυτής της νέας Μπάρτσα», λέει ο Lowe για τον σπουδαίο Ολλανδό. Επισημαίνει ότι ο Κρόιφ κέρδισε μόνο μία La Liga ως παίκτης, αλλά η επιρροή του ως προπονητής ήταν ισχυρή, με τον Πεπ Γκουαρδιόλα, άλλωστε, τον κορυφαίο, ίσως, κόουτς αυτήν τη στιγμή στον κόσμο, να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον μέντορά του.
Ωστόσο, η Μπαρτσελόνα κατέκτησε το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία της μόλις το 1992, όταν κέρδισε τη Σαμπντόρια στο Γουέμπλεϊ υπό τις οδηγίες του Κρόιφ. «Η Μπαρτσελόνα ήρθε αργά στο πάρτι της Ευρώπης. Υπάρχει μια ωραία δήλωση από τον Χένρικ Λάρσον μετά την κατάκτηση του δεύτερου Κυπέλλου Πρωταθλητριών της Μπάρτσα το 2006. Είπε: "Πρέπει να το κερδίζεις ξανά και ξανά για να λέγεσαι μεγάλος σύλλογος". Ο Κάρλες Ρέσακ, από την άλλη, κάποτε βοηθός του Κρόιφ, είχε δηλώσει: "Δεν κερδίσαμε το Κύπελλο Πρωταθλητριών επειδή δεν ήμασταν σχεδόν ποτέ σε αυτό, αφού δεν μας ''επέτρεπαν'' να πάρουμε το πρωτάθλημα», προσθέτει ο Lowe. Αυτό δείχνει την αίσθηση στο κλαμπ ότι αδικήθηκε τόσο από το καθεστώς όσο και από τους εγχώριους διαιτητές.
Αλλά ο Lowe τονίζει κάτι άλλο: «Πήρα συνέντευξη σε μερικούς από τους μεγαλύτερους παίκτες της Μπάρτσα από τα ''πέτρινα'' χρόνια και τις περιόδους, που έφταναν στην Ευρώπη. Τους ρώτησα τι τίτλο θα έβαζαν σε ένα βιβλίο, που γράφτηκε για τον σύλλογο εκείνη την περίοδο. Η απάντηση ήταν: ''Όταν ήμασταν σκατά''. Υπάρχει κάτι περισσότερο από ένα στοιχείο αλήθειας σε αυτήν τη δήλωση».
Υπάρχει, επίσης, μια λανθασμένη αντίληψη για το ότι το ντέρμπι ανάμεσα σε Μπαρτσελόνα και Ρεάλ είναι ένα μακροχρόνιο δίπολο με το Σέλτικ-Ρέιντζερς, που έχει, βέβαια, βαθύτερο μίσος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ατλέτικο Μαδρίτης και η Αθλέτικ Μπιλμπάο είχαν περιόδους κυριαρχίας πριν ο Κουμπάλα και ο Ντι Στέφανο φέρουν την Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ Μαδρίτης στο προσκήνιο.
«Κοινωνικά ήταν πάντα μεγάλες ομάδες, αλλά η κυριαρχία τους ξεκίνησε μόλις στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα», λέει ο Lowe και ξετυλίγει μερικούς ακόμα μύθους.
Για μια ομάδα, για παράδειγμα, που υποτίθεται ότι είναι κατά της Ισπανίας, η Μπάρτσα έχει «δώσει» περισσότερους διεθνείς στην εθνική ομάδα από τη Ρεάλ Μαδρίτης, συμπεριλαμβανομένων επτά βασικών στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2010. Δύο αδέρφια Καταλανοί επίσης ίδρυσαν τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δύο από τους προέδρους της Ρεάλ Μαδρίτης κατά την περίοδο του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου ήταν κατά του Φράνκο -ο Ραφαέλ Σάντσεθ Γκέρα ήταν Ρεπουμπλικανός και ο συνταγματάρχης Αντόνιο Ορτέγκα κομμουνιστής για τη Σοβιετική Ένωση.
Ομοιότητες
Από μία άποψη, οι σύλλογοι έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Καταρχήν είναι τα δύο μεγαθήρια της La Liga. Από τη σεζόν 1984-85, μόνο έξι φορές δεν κατέκτησε μία εκ των δύο το πρωτάθλημα. Για να μην αναφέρουμε ότι η κερδοσκοπική τους δύναμη υπονομεύει άλλους ισπανικούς συλλόγους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι θαυμαστές τους δεν περιφρονούν ο ένας τον άλλον. Σε μια δημοσκόπηση, που διεξήχθη το 1999, περισσότερο από το 50% των οπαδών της Μπάρτσα δήλωσαν ότι προτιμούν την ήττα της Ρεάλ Μαδρίτης από τη νίκη της Μπαρτσελόνα.
Υπάρχει ένα χάσμα, ωστόσο, ανάμεσα σε αυτό, στα μπινελίκια, δηλαδή, μεταξύ των οπαδών, στα συνθήματα και στην αντιπαλότητα εντός αγωνιστικού χώρου, από το να συνδέεται το σπουδαιότερο παιχνίδι στον κόσμο με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και τις ανακρίβειες γύρω από το πόσο επηρέασε την κόντρα των δύο συλλόγων.
Σε μια συνέντευξή του πριν από μερικά χρόνια στο World Soccer, ο Ζεράρ Πικέ είχε μιλήσει για τα περίφημα τέσσερα ματς του 2011 μέσα σε 18 ημέρες. «Οι παίκτες σκέφτονται μόνο το ποδόσφαιρο και όχι την πολιτική. Αλλά είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς απ' ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Αρχίζεις να σκέφτεσαι, ''ω, αυτοί οι τύποι εκεί πέρα: τι μ@λ@κες'', αλλά το βλέπεις και από την οπτική γωνία του επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Πολλοί ποδοσφαιριστές θα κοιτάξουν τους οπαδούς και θα σκεφτούν, ''Θεέ μου, αυτοί τα έχουν εντελώς χαμένα''».
Η υπόθεση του Λουίς Φίγκο είναι ένα καλό παράδειγμα. Ένας πρώην παίκτης της Μπαρτσελόνα είχε πει στον Lowe: «Φυσικά και έφυγε. Θα είχα φύγει και εγώ για αυτά τα χρήματα». Ένας άλλος «μπλαουγκράνα» διαφώνησε: «Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό». Όχι τόσο επειδή ήταν πολύ αφοσιωμένος στη Μπαρτσελόνα, αλλά μάλλον, λέει ο Lowe, επειδή δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έβαλε τον εαυτό του σε αυτήν τη θέση με τους οπαδούς.
Θυμάται ο Βρετανός δημοσιογράφος: «Είχα μια συζήτηση με έναν από τους παίκτες της Ρεάλ Μαδρίτης λίγο πριν από εκείνο το σερί των τεσσάρων Clasico το 2011 και μου είπε: ''Είναι περίεργο. Παίζεις για την ισπανική εθνική ομάδα και έχεις όλους αυτούς τους παίκτες της Μπαρτσελόνα εκεί και βασικά είναι καλά, αλλά μερικές φορές νιώθεις με όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου ότι είσαι σχεδόν υποχρεωμένος να τους μισείς».