Είναι από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο, όνομα που έρχεται στα χείλη στο ερώτημα για το ποιοι είναι οι κορυφαίοι παίκτες του ΝΒΑ που έμειναν με γυμνά δάχτυλα. Ο (περί ου ο λόγος) Τσαρλς Μπάρκλεϊ άφησε το αποτύπωμά του στην ιστορία του μπάσκετ. Και προτού εξελιχθεί σε έναν από τους πιο απολαυστικούς σχολιαστές αγώνων, με όχι πολύ λιγότερα κιλά από ό,τι τώρα κυριαρχούσε στα παρκέ ως ένας άλλος… Γιόκιτς πριν τον «Τζόκερ».
Η μοίρα τα έφερε όμως έτσι ώστε να υποχρεωθεί σε βίαιο τέλος της καριέρας του, σαν σήμερα πριν από 22 χρόνια παίζοντας στην αγαπημένη του Φιλαδέλφεια, κόντρα στους Σίξερς που ήταν το «σπίτι του», αλλά και μπροστά στην οικογένειά του. Mια καριέρα που τα είχε όλα εκτός από ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή, καθώς στο μοναδικό τελικό που έφτασε (το 1993) οι δικοί του Σανς έπεσαν πάνω στους αξεπέραστους Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν.
Ο γερο-«Τσακ» τα έβαλε με τον «Σακ»
Ο Σερ Τσαρλς είχε συμβιβαστεί με το τέλος που ερχόταν. Πριν αρχίσει η σεζόν 1999-2000, ο 37χρονος άσος είχε ανακοινώσει πως θα ήταν η 16η και τελευταία της καριέρας του στο ΝΒΑ. Όμως δεν ήθελε να περιφέρεται σαν… επιτάφιος σε όλα τα γήπεδα. Η «φλόγα» που συνέχισε να καίει μέσα του είχε φανεί στον αγώνα των Ρόκετς με τους Λέικερς στις 10 Νοεμβρίου, όταν μετά από μια τάπα του Σακίλ Ο’ Νιλ με συνοδεία σπρωξίματος, ο Μπάρκλεϊ πέταξε την μπάλα στο κεφάλι του μετέπειτα Διόσκουρού του στο πάνελ του TNT. Ο «Σακ» του χίμηξε σε μια μονομαχία που θύμισε κάτι από Κινγκ Κονγκ εναντίον Γκοντζίλα.
Το τέλειο σκηνικό (αλλά…)
Ο «Τσακ», έστω και στη δύση του αλλά και πιο «τσουπωτός» από ποτέ, συνέχισε να είναι επιδραστικός έχοντας μέσο όρο νταμπλ-νταμπλ με 14,5 πόντους και 10,5 ριμπάουντ ανά αγώνα. Η αναμέτρηση της 8ης Δεκεμβρίου δεν ήταν σαν όλες τις άλλες για εκείνον. Οι Ρόκετς αντιμετώπιζαν τους Σίξερς στη Φιλαδέλφεια, την πόλη που έζησε από το 1984 μέχρι το 1992 και ετοιμαζόταν να τον φιλοξενήσει για τελευταία φορά. Η πρώτη του ομάδα στο ΝΒΑ είχε φροντίσει να ταξιδέψουν από τη γενέτειρά του, Αλαμπάμα, η μητέρα και η γιαγιά του για να είναι στο πλευρό του. Πριν τον αγώνα ένα τιμητικό βίντεο από τις καλύτερες στιγμές του ως Sixer σκόρπισε ρίγη, αλλά γρήγορα τα δάκρυα συγκίνησης έδωσαν τη θέση τους σε αυτά του πόνου.
«It’s over»
Με ένα λεπτό και εννιά δευτερόλεπτα να απομένουν για την ολοκλήρωση της πρώτης περιόδου, ο Μπάρκλεϊ στην προσπάθειά του να μαρκάρει τον Τάιρον Χιλ προσγειώθηκε άτσαλα. Το γόνατό του δίπλωσε από το μεγάλο του βάρος και ο ίδιος γκρεμίστηκε στο παρκέ. Η ζημιά δεν έγινε αμέσως εμφανής, καθώς ο ίδιος ήταν ανέκφραστος. Έδειχνε όμως σαν να γνώριζε το κακό που τον είχε βρει. Αμέσως επιστρατεύτηκαν όλα τα «θηρία», ανάμεσά τους κι ο Χακίμ Ολάζουον, για να τον μεταφέρουν εκτός παρκέ.
Ρήξη τένοντα τετρακέφαλου στο αριστερό γόνατο ήταν η διάγνωση, που συνεπαγόταν περίπου μισό χρόνο εκτός δράσης. «It’s over» (μτφ: τελείωσε), έλεγε ο Μπάρκλεϊ κλαίγοντας στη σύζυγό του μιλώντας στα αποδυτήρια. «Ήξερα πως είναι το τέλος από την πρώτη στιγμή του τραυματισμού μου», δήλωνε λίγο αργότερα φορτισμένος μπροστά στα ΜΜΕ.
«Μάλλον ο μεγάλος εκεί πάνω ήθελε να τελειώσω την καριέρα μου από εκεί που την άρχισα. Είμαι λυπημένος και απογοητευμένος που γίνεται έτσι. Είναι κάπως ειρωνικό, γιατί αρκετοί άνθρωποι που είδαν το πρώτο παιχνίδι μου στη Φιλαδέλφεια, είδαν απόψε και το τελευταίο μου», πρόσθεσε. «Έκλαψα και μάλλον θα ξανακλάψω. Υποθέτω πως κάποια στιγμή που θα είμαι μόνος και θα κάθομαι θα συνειδητοποιήσω πως τελείωσε. Όμως τα αρνητικά δεν είναι ούτε καν κοντά στα τόσα θετικά από την καριέρα μου», κατέληγε φορτισμένος ο Μπάρκλεϊ.
Η γιαγιά του, πάντως, λίγο πιο δίπλα έλεγε «… ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθος». Και αποδείχτηκε σοφή...
Το «αντίο» με τους δικούς του όρους
Ο Μπάρκλεϊ διέψευσε τους γιατρούς και αρνούμενος να επιτρέψει σε έναν τραυματισμό να είναι ο επίλογος της τεράστιας καριέρας του, αποφάσισε να αποχαιρετήσει τα παρκέ με τους δικούς του όρους. Μόλις τέσσερις μήνες μετά τον τραυματισμό του, στις 19 Απριλίου του 2000, επέστρεψε στη δράση για μια τελευταία παράσταση. Στην ήττα των Ρόκετς από τους Γκρίζλις (92-96) στο Χιούστον έπαιξε για έξι λεπτά και μάλιστα σκόραρε με τον αγαπημένο του τρόπο, μετά από επιθετικό ριμπάουντ.
«Αυτό ήταν σωστό! Όλοι μπορούν να σκοράρουν, αλλά το ριμπάουντ πρέπει να το θες για να το πάρεις», είπε χαριτολογώντας πριν σοβαρευτεί και εξηγήσει τι σήμαινε γι’ αυτόν να σταματήσει όρθιος και όχι… σηκωτός το μπάσκετ. «Ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Κέρδισα και έχασα πολλά παιχνίδια, αλλά η τελευταία μου ανάμνηση ήταν να με κουβαλάνε έξω από το παρκέ. Για μένα ήταν σπουδαίο αυτή τη φορά να φύγω μόνος μου».
Οι συμπαίκτες του έκαναν δώρο «συνταξιοδότησης» έναν.. καναπέ. «Τώρα έρχεται το δύσκολο κομμάτι. Τι θα κάνω; Ποτέ μου δεν είχα δουλειά. Δεν θέλω απλώς να κάθομαι σπίτι μου και να είμαι πλούσιος. Για κάποιον λόγο ο Θεός μου έδωσε αυτό το ταλέντο. Αν δεν το χρησιμοποιήσω, θα πάει χαμένο», έλεγε για τη ζωή μετά το ΝΒΑ.
Και δεν άργησε να βρει «δουλειά». Λίγο μετά το οριστικό τέλος της καριέρας του, ανέλαβε χρέη σχολιαστή στο ΤΝΤ. Συνδυάζοντας τη βαθιά γνώση του μπάσκετ με το απαράμιλλο χιούμορ, έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς σχολιαστές/αναλυτές. Κι ας έχει τον Σακίλ Ο’ Νιλ σε κάθε ευκαιρία να του υπενθυμίζει πως δεν έχει πρωτάθλημα κι άρα η γνώμη του έχει λιγότερη βαρύτητα από του «Σακ» των τεσσάρων δαχτυλιδιών…