Καλά που δεν πάθαμε και τίποτα. Έτσι μπορούν να λένε οι παίκτες της Νίκης Βόλου μετά το αξιοπρεπές 3-1 στο «Γ. Καραϊσκάκης». Βρισκόμαστε τώρα μπροστά στο δίλημμα. Να εξάρουμε την αγωνιστική παρουσία της Νίκης ή να ρίξουμε βάρος στην μέτρια εμφάνιση του Ολυμπιακού;
Όσα είδαμε από τον πρωταθλητή στο δεύτερο ημίχρονο είναι εξόχως προβληματικά. Άμυνα από τσιγαρόχαρτο, κέντρο βραδυκίνητο, επίθεση αναιμική, ρυθμός ανύπαρκτος. Δικαιολογίες πολλές με πρώτες τη ζέστη και την υγρασία. Αλλά και οι παίκτες της Νίκης κάτω από τις ίδιες συνθήκες έπαιξαν και παρά την τριάρα του πρώτου ημιχρόνου, έτρεξαν, το πάλεψαν κι έφυγαν από το γήπεδο με ψηλά το κεφάλι.
Στο πρώτο ημίχρονο οι πρωταθλητές χωρίς να πιάσουν υψηλού επιπέδου απόδοση, έδειχναν ικανοί και πρόθυμοι να ξετινάξουν τα δίχτυα του Ταμπάκη. Ο Κασάμι ήταν κεφάτος και δυνατός, ο Αφελάι έτοιμος για μια ενέργεια κλάσης όποτε χρειάστηκε κι ο Μαζουακού πραγματική μηχανή παραγωγής ενέργειας. Το ματς σου έδινε την εντύπωση ότι πήγαινε για ευρύτατο σκορ. Με ταχύτητα στα άκρα και σχετικά καλό άπλωμα του παιχνιδιού, σημειωνόταν μια απόλυτη κυριαρχία. Ο Αφελάι έπαιζε τύποις αριστερός εξτρέμ. Συμμετείχε στην οργάνωση του παιχνιδιού και έβγαινε ως δεύτερος φορ στην πλάτη του Διαμαντάκου. Τίποτα το φοβερό ή πρωτότυπο, αλλά σε κάθε περίπτωση ο Ολυμπιακός έδειχνε πως όταν ήθελε έφτανε απειλητικά στην περιοχή του Ταμπάκη.
Στο δεύτερο ημίχρονο ο Αβραάμ έγινε υποπόδιο των ποδιών του Σκούρτη, ο Κασάμι δεν «έγραψε» ούτε μια σωστή ενέργεια κι ο Μαζουακού σταμάτησε να ασχολείται με το παιχνίδι. Ο Εντιγκά πάσαρε δίπλα του ή προς τα πίσω, ο Γκαζαριάν δεν σταύρωσε μια ντρίμπλα σε αντίπαλο κι ο Μπενίτες -όπως ήταν λογικό- έδειξε μόνο τη διάθεσή του.
Ο κόσμος κουράστηκε από το κακό ποδόσφαιρο, οι παίκτες της Νίκης ξεθάρρεψαν κι ο Ρομπέρτο σε μια-δυο φάσεις έδειξε την κλάση του. Ο Ολυμπιακός αντί για βελτιωμένος σε σχέση με τα δύο τελευταία φιλικά, έδειξε απορυθμισμένος. Στους έντεκα, μόλις οι τρεις ήταν πέρυσι στο ρόστερ. Να μια πρόχειρη δικαιολογία…