Έβρισκα και συνεχίζω να βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις απόψεις της κας Ρεπούση σχετικά με την εκπαίδευση. Με γοητεύει το γεγονός ότι δεν καταθέτει απόψεις σαν μια τρίτη που της ζητήθηκε να το κάνει και απλά άρχισε να το σκέφτεται και να διαμορφώνει γνώμη. Όπως το έκαναν οι κ.κ Κοντογιαννόπουλος, Αρσένης και η κα Διαμαντοπούλου στη συνέχεια που συμπεριφέρθηκαν στην Παιδεία ως μαθητευόμενοι μάγοι όταν ανέλαβαν το σχετικό χαρτοφυλάκιο...
Η κ. Ρεπούση, πανεπιστημιακός η ίδια, με μακρά θητεία στα θρανία και στην έδρα, μιλά για ένα αντικείμενο που γνωρίζει πολύ καλύτερα και προφανώς αγαπάει πολύ περισσότερο από εκείνους που χρημάτισαν υπουργοί Παιδείας και επαγγέλθηκαν «μεγάλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις». Αυτά εισαγωγικώς. Για να καταδείξω γιατί προτιμώ να ακούω τη συγκροτημένη άποψη της κ. Ρεπούση από τον παραληρηματικό λόγο του Άδωνη Γεωργιάδη.
Έτσι αντιμετώπισα και την ομιλία της στη Βουλή όπου εισηγήθηκε την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Λύκειο με εξαίρεση τους μαθητές που επιλέγουν τη κλασσική κατεύθυνση. Η κ. Ρεπούση χαρακτήρισε τα αρχαία ελληνικά νεκρή γλώσσα με την έννοια ότι δεν μιλιέται πια.
Ισχυρίζομαι ότι είναι ζωντανή γλώσσα με την έννοια ότι ακόμα και τώρα χιλιάδες λέξεις της αρχαίας ελληνικής περιλαμβάνονται αυτούσιες στο νεοελληνικό λεξιλόγιο. Οι δε σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό από την αρχαία ελληνική είναι χιλιάδες. Επίσης δεκάδες φράσεις και γνωμικά συμπεριλαμβάνονται αυτούσια στον καθημερινό λόγο των Ελλήνων και των όποιων ελληνόφωνων. Η δε γραμματική και το συντακτικό της νεοελληνικής δεν έχει διαφοροποιήσεις με τη γλώσσα των προγόνων μας.
Υπό την έννοια αυτή τα αρχαία ελληνικά δεν είναι μια νεκρή, ξεχασμένη και άχρηστη γλώσσα. Ίσα - ίσα η γνώση θα διευκολύνει την χρήση τους και άρα τη διατήρηση τους. Κατά συνέπεια το να ολοκληρώνει κανείς την δωδεκάχρονη υποχρεωτική (;) εκπαίδευση χωρίς να έρχεται σε επαφή με τον πρόγονο της γλώσσας που μιλά είναι σφάλμα. Πολύ δε περισσότερο όταν στην γλώσσα αυτή έχουν γραφτεί αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και του πολιτισμού.
Η γλώσσα συγκροτεί ταυτότητα γιατί περικλείει και αναδεικνύει ταυτόχρονα τον πολιτισμό. Αυτή η διάσταση αν και μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί δεν σχετίζεται με την εθνικιστική οπτική ούτε έστω υποδόρια θεωρεί ότι ο ελληνικός πολιτισμός υπερέχει όλων των άλλων.
Σε μια εποχή που το καθημερινό λεξιλόγιο των νεοελλήνων περιορίζεται σε μερικές εκατοντάδες λέξεις και «εμπλουτίζεται» από εκατοντάδες αγγλικές ο κίνδυνος αλλοίωσης ως και εξαφάνισης της ελληνικής γλώσσας δεν είναι αποκύημα φαντασίας.
Η κα Ρεπούση ανέπτυξε στη Βουλή μια επιχειρηματολογία χωρίς να λάβει υπόψη της αυτούς τους παράγοντες.
Με μια (μικρή) δόση κακεντρέχειας θα έλεγα ότι η βουλευτής μιλώντας για ένα νομοσχέδιο που αφορά την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση δεν έλαβε υπόψη της και άφησε ασχολίαστες πολλές από τις διατάξεις του που υποβαθμίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα της Εκπαίδευσης, καταργούν στην ουσία την δωδεκάχρονη εκπαίδευση, μετατρέπουν το Λύκειο σε εξεταστικό κέντρο και ενισχύουν την παραπαιδεία.
Για ένα απροκάλυπτα ταξικό νομοσχέδιο θα περίμενε κανείς από μια βουλευτή που αναφέρεται στην Αριστερά, μια ολοκληρωμένη κριτική. Αλλά αυτό είναι το γενικότερο πρόβλημα της Αριστεράς στην ποία αναφέρεται η κ. Ρεπούση...