Πάνε πολλά χρόνια από τότε που χάθηκε ο ρομαντισμός στο ποδόσφαιρο. Όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, οι όρκοι αιώνιας αγάπης σπανίως τηρούνται απ’ αυτούς που με ευκολία τους ξεστομίζουν.

Παίκτες που δηλώνουν πιστοί, φιλάνε εμβλήματα, διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους ότι δεν θα παίξουν σε άλλη ομάδα (αποδεικνύεται ότι) δεν το ‘χουν σε τίποτα να ποζάρουν κάποια στιγμή με καμάρι, φορώντας τη φανέλα του «εχθρού».

Για να καταλήξουμε όμως στο σημείο να είμαστε επιφυλακτικοί, να μην πολυπιστεύουμε τα ψεύτικά τα λόγια τα μεγάλα, να κρατάμε μια… πισινή όταν ακούμε νεοαποκτηθέντα να δηλώνει ότι πάνω από το κρεβάτι του είχε αφίσα του παλαίμαχου ηγέτη υπήρξε ένα σημείο-κλειδί.

Μια ποδοσφαιρική ιστορία αγάπης-μίσους που… πότισε βίαια με ρεαλισμό τον τρόπο που προσεγγίζαμε ως τότε τη σχέση εμβληματικών παικτών με τους συλλόγους τους:

Η μεταγραφή του Λούις Φίγκο από την Μπαρτσελόνα στη Ρεάλ!

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας παίκτης -είτε από τη μια, είτε από την άλλη πλευρά- μετακόμιζε στον αιώνιο αντίπαλο. Εξάλλου μεγάλο κομμάτι της ιστορικής αντιπαράθεσης των δυο συλλόγων έχει βάση στη μετακίνηση του Αλφρέδο Ντι Στέφανο και στον τρόπο που αυτή πραγματοποιήθηκε.

Ήταν όμως η πρώτη φορά που αποδείχθηκε σε τέτοιο βαθμό ότι τα λεφτά μπορούν να κάνουν τα πάντα. Η πρώτη σοβαρή συνειδητοποίηση ότι -εφόσον διαθέτεις χρήμα- όλα έχουν την τιμή τους: Ακόμα και τα ποδοσφαιρικά ινδάλματα

Παραφράζοντας ελαφρώς το μότο του συλλόγου, ο Λούις Φίγκο ήταν για την Μπαρτσελόνα «κάτι παραπάνω από ένας παίκτης». Ήταν ο σταρ, ήταν ο ηγέτης, ήταν ο αγαπημένος της εξέδρας (μαζί με τον Ριβάλντο).

Ήταν εκείνος που δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει τη λατρεία του για την ομάδα και τη Βαρκελώνη. Εκείνος που πρωταγωνιστούσε σε νίκες επί της Ρεάλ, εκείνος που (με βαμμένα τα μαλλιά σε μπλαουγκράνα χρώματα) φώναζε συνθήματα εναντίων των Μαδριλένων σε επινίκια τίτλου στο δημαρχείο…



Ε και; Όλα αυτά θα γίνονταν το ιντριγκαδόρικο background της πιο πολυσυζητημένης (και της πιο δαπανηρής) μεταγραφής στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως τότε…

Εν αναμονή προεδρικών εκλογών τόσο στην Μπαρτσελόνα, όσο και στη Ρεάλ το όνομα του Φίγκο είχε αρχίσει ήδη να εμπλέκεται στις μεταγραφικές υποσχέσεις που πάντοτε δίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Την ίδια ώρα που ο (υποψήφιος στους Καταλανούς) Γουίς Μπασάτ είχε τάξει τον… Ζινεντίν Ζιντάν, ο Φλορεντίνο Πέρεθ διεκδικούσε για πρώτη φορά το χρίσμα του προέδρου της «βασίλισσας» με δέλεαρ την απόκτηση του σταρ της Μπαρτσελόνα.

Με τον ίδιο τον Φίγκο ωστόσο να διαψεύδει σε κάθε ευκαιρία τις σχετικές φήμες και τον νυν διοικητικό ηγέτη της Ρεάλ να θεωρείται τότε αουτσάιντερ, λίγοι πίστευαν ότι μπορεί να συμβεί το μεγάλο κόλπο.

Όσο περνούσε όμως ο καιρός, τα σενάρια φούντωναν. Ενώ ο Φίγκο έδινε συνεντεύξεις στη «Sport», κρατώντας τη φανέλα της Μπαρτσελόνα και ισχυριζόμενος ότι έχει συμβόλαιο μαζί της, ο Πέρεθ ισχυριζόταν σε κάθε προεκλογική του τοποθέτηση ότι έχει υπογράψει προσύμφωνο μαζί του.

Μάλιστα ανέφερε ότι θα ενεργοποιούταν αυτόματα σε περίπτωση νίκης του στις εκλογές και εφόσον δεν τηρούταν από την πλευρά του Πορτογάλου, εκείνος θα έπρεπε να καταβάλλει μια τεράστια ρήτρα.

Ρήτρα όμως είχε και το συμβόλαιο του Φίγκο με την Μπαρτσελόνα. Παρόλο λοιπόν που από την πλευρά των δικών της υποψηφίων διαρρεόταν αισιοδοξία ότι θα μείνει, πληροφορίες ήθελαν τον ίδιο τον Πορτογάλο να έχει ενημερώσει πώς υπάρχουν ήδη ενδιαφερόμενες ομάδες που μπορούσαν να την καλύψουν.

Ήξερε κάτι επειδή είχε ήδη υπογράψει στη Ρεάλ; Μπλόφαρε επειδή ήθελε να κερδίσει ένα νέο συμβόλαιο με αυξημένες αποδοχές στους «μπλαουγκράνα»; Πιθανώς να μη μάθουμε ποτέ ποια είναι η αλήθεια.

Σημασία έχουν τα γεγονότα. Και αυτά ήταν καταιγιστικά

Μετά από συνάντηση που είχε λοιπόν ο προαλειφόμενος ως πρόεδρος των Καταλανών, Χουάν Γκασπάρ με την πέτρα του σκανδάλου, δήλωνε περήφανος ότι «ο Φίγκο θα μείνει στην Μπαρτσελόνα και θα γίνει πιο πλούσιος».

Και λίγες μέρες αργότερα ξημέρωσε η 24η Ιουλίου 2000:

Η μέρα που ο Φλορεντίνο Πέρεθ (έχοντας κάνει την ανατροπή κι έχοντας κερδίσει τις εκλογές) παρουσίασε τον Λουίς Φίγκο να κρατά εμφανώς αμήχανος τη φανέλα της Ρεάλ.

Η μέρα που 62 εκατ. ευρώ θα γίνονταν ισάξια στο μυαλό των φίλων της Μπαρτσελόνα με… 30 αργύρια.

Η μέρα που το μεγαλύτερο ποσό που είχε δαπανηθεί ποτέ για μεταγραφή θ’ αποδεικνυόταν αρκετό για να συντελεστεί αυτό που θεωρήθηκε η πιο ιστορική ποδοσφαιρική «προδοσία».



Παρόλο που υπήρχαν σχετικοί φόβοι, στην Μπαρτσελόνα η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Η οργή φούντωσε από την πρώτη κιόλας μέρα στους οπαδούς. Ακόμα και ο Πεπ Γκουαρντιόλα (που είχε βαφτίσει μια από τις κόρες του Φίγκο) εμφανιζόταν έκπληκτος από την επιλογή του φίλου και συμπαίκτη του.

Σύμφωνα βέβαια με δηλώσεις του Πορτογάλου έπειτα από χρόνια, δεν είχε… επιλογή. Ο λόγος που πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετακινηθεί στη Ρεάλ ήταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ή τουλάχιστον αυτό άφηνε να εννοηθεί, κάνοντας λόγο για γκάφα του τότε ατζέντη του, Ζοζέ Βέιγκα.

Κατά τη συγκεκριμένη εκδοχή, ο Βέιγκα είχε κάνει επαφή με τον Πέρεθ και είχε αποσπάσει τη δέσμευσή του για συμβόλαιο στον Φίγκο με εξαπλάσιες αποδοχές απ’ αυτές που είχε στην Μπαρτσελόνα.

Θεωρώντας λοιπόν ότι (βάσει των σφυγμομετρήσεων που γίνονταν τότε) ο Πέρεθ δεν είχε τύχη να εκλεγεί, υπέγραψε το σχετικό συμφωνητικό, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης στους «μπλαουγκράνα» για ένα μεγαλύτερο συμβόλαιο.

Όταν όμως ο Πέρεθ άρχισε να γυρίζει την κατάσταση και ν’ ανεβαίνει στις μετρήσεις, η μπλόφα του μάνατζερ, σύμφωνα με τον Φίγκο, άρχιζε να γυρίζει εναντίον τους:

«Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει και φτάσαμε στο σημείο που ο ατζέντης μου είχε φτάσει ήδη σε συμφωνία με έναν από τους υποψηφίους για την προεδρία της Ρεάλ.

Ο εκπρόσωπός μου υπέγραψε ότι αν δεν πήγαινα στη Ρεάλ, θα πλήρωνα για τα εισιτήρια διαρκείας ενός ολόκληρου έτους. Όμως εγώ δεν είχα υπογράψει τίποτα. Ήταν ευθύνη του, επειδή εγώ δεν είχα υπογράψει τίποτα, μόνο λόγια»
, έχει αναφέρει συγκεκριμένα.

Είτε έγιναν όμως έτσι τα πράγματα, είτε απλώς ο Φίγκο ήθελε να δικαιολογήσει ετεροχρονισμένα μια απόφαση που είχε πάρει ο ίδιος, σημασία έχει ότι έφτασε σε σημείο όπου το… ποτάμι δεν γύριζε πίσω.

Ο Πέρεθ, ως θριαμβευτής των εκλογών, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αθετήσει την προεκλογική του δέσμευση, ενώ το προσύμφωνο που είχε στα χέρια του ήταν δεσμευτικό για τον Φίγκο.

Και αφού ο Πορτογάλος δεν μπορούσε να πληρώσει ώστε όλα τα μέλη της Ρεάλ να έχουν δωρεάν συνδρομή για ένα έτος (αυτή ήταν η υπόσχεση του Πέρεθ αν χαλούσε η μεταγραφή) φέρεται να απευθύνθηκε ως έσχατη λύση στην Μπαρτσελόνα.

Μετά την άρνηση όμως του νεοεκλεγέντος, Χουάν Γκασπάρ, να πληρώσουν οι «μπλαουγκράνα» τη ρήτρα (και ουσιαστικά να καταβάλλουν ένα τεράστιο ποσό μόνο και μόνο για να μην πάει ο Φίγκο στη Ρεάλ) η μοίρα του Πορτογάλου να φορέσει τα λευκά ήταν προδιαγεγραμμένη.



Και οι οπαδοί των «μερένχες» είχαν πια κάθε λόγο να πανηγυρίζουν. Όχι μόνο επειδή θ’ αποκτούσαν έναν σπουδαίο παίκτη, αλλά κυρίως επειδή θα… την έσπαγαν στην αιώνια εχθρό.

Χαρακτηριστική της τάσης που υπήρχε τότε στους φίλους των Μαδριλένων είναι η περιγραφή του Ντιέγκο Τόρες στην εφημερίδα «El Pais»:

«Οι φίλαθλοι της Ρεάλ δεν ήθελαν να αγοράσουν το Φίγκο για να τον αγαπήσουν. Σκέφτονταν “όχι, θα αγοράσουμε έναν απ’ αυτούς μόνο για να αποδείξουμε στους εαυτούς μας ότι μπορούμε να το κάνουμε. Για να κάνουμε επίδειξη δύναμης. Όμως μέσα μας τον σιχαινόμαστε, επειδή είναι ένας προδότης. Θα τον αγοράσουμε μόνο και μόνο για να διαλύσουμε τον αντίπαλο"».

Μπορεί λοιπόν να μην τον διέλυσαν (άλλωστε ποτέ καμιά μεγάλη ομάδα δεν διαλύθηκε από την αποχώρηση ενός σπουδαίου παίκτη), αλλά τον πότισαν με μίσος. Με οργή για τον «προδότη» που θεωρούσαν ότι τους εγκατέλειψε για τα λεφτά. Και με ανυπομονησία για την πρώτη φορά που θα τον υποδέχονταν ως αντίπαλο στο «Καμπ Νου»…

Στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν από την ανακοίνωση της μεταγραφής του Φίγκο στη Ρεάλ ως το προγραμματισμένο «clasico» στη Βαρκελώνη, ολόκληρη η ποδοσφαιρική υφήλιος συζητούσε γι’ αυτό το ματς.

Όλοι περίμεναν πώς και πώς τη μέρα που ο Πορτογάλος θα πατούσε το ίδιο χορτάρι όπου μεγαλούργησε με τα «μπλαουγκράνα» φορώντας τη φανέλα των Μαδριλένων.

Και όταν έφτασε αυτή η μέρα, η 23η Οκτωβρίου 2000, οι οπαδοί της Μπαρτσελόνα είχαν φροντίσει να φτιάξουν μια κόλαση για τον Φίγκο:



Με το «Καμπ Νου» να έχει γεμίσει ώρες πριν τη σέντρα, το μίσος ξεχείλιζε από τις εξέδρες. Παντού πανό με υβριστικά μηνύματα για τον Πορτογάλο, χαρακτηρισμοί «Ιούδας», «προδότης» και «φραγκοφονιάς», μέχρι και… πλαστικές κούκλες του σeξ με το όνομά του στην πλάτη.

Και όταν έγινε η πολυαναμενόμενη είσοδος των ομάδων, η οργή εξερράγη για τα καλά: Μέσα σε μια βροχή από 10.000 χαρτονομίσματα ισπανικών πεσετών που είχαν τη μορφή του και 150 αληθινών (!) χαρτονομισμάτων που προσέφερε Καταλανός επιχειρηματίας, ο Φίγκο και οι συμπαίκτες του πάτησαν το τερέν.

Και ήταν τέτοιες οι αποδοκιμασίες από 100.000 οπαδούς που ξελαρυγγιάζονταν με τις φλέβες τσιτωμένες στο πρόσωπο, που ασυναίσθητα ο Πορτογάλος έβαλε τα χέρια και έκλεισε για λίγο τ’ αυτιά του.

Για να καταλάβει κανείς ακριβώς τι υπέφερε εκείνο το βράδυ ο Φίγκο, αρκεί η σχετική μελέτη που έκαναν επιστήμονες και ανέφερε ότι ο ήχος στο «Καμπ Νου» ήταν πιο εκκωφαντικός και από τον ήχο ενός… Boeing κατά την απογείωση!



Μέσα σε μια ατμόσφαιρα λοιπόν που, όπως χαρακτηριστικά περιέγραφαν Ισπανοί δημοσιογράφοι, «δεν μπορούσες ν’ ακούσεις ούτε τις σκέψεις σου», ο τρακαρισμένος Πορτογάλος σχεδόν δεν ακούμπησε μπάλα.

Με βροχή αντικειμένων όπως αναπτήρες, κέρματα, ακόμα και… κινητά τηλέφωνα στην υποψία και μόνο ότι θα πλησίαζε στην εξέδρα, δεν τόλμησε να εκτελέσει κανένα κόρνερ.

Και η σχετικά άνετη νίκη της Μπαρτσελόνα με 2-0 ήρθε περίπου ως αναπόφευκτο επακόλουθο. Δεν ήταν όμως αρκετή για να σβήσει την οργή των οπαδών. Ούτε το μίσος που είχαν αναπτύξει πια για τον Φίγκο.

Πρώτα λοιπόν αντιμετώπισαν με θυμηδία την εικόνα του να ποζάρει με τη φανέλα της Ρεάλ έχοντας στα χέρια του τη «Χρυσή Μπάλα», την οποία κατέκτησε λόγω των επιτευγμάτων του στην Μπαρτσελόνα.

Και τη δεύτερη φορά που επρόκειτο να τον υποδεχθούν στο άλλοτε σπίτι του, όχι μόνο δεν είχε καταλαγιάσει το μένος τους, αλλά θαρρείς ότι είχε πολλαπλασιαστεί.

Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η πρόθεση του Φίγκο ν’ αντιμετωπίσει το μίσος. Να τολμήσει να δείξει ανεπηρέαστος. Αποφάσισε λοιπόν ότι αυτή τη φορά (τον Νοέμβρη του 2002) θα εκτελούσε κανονικά τα κόρνερ. Μια ιδέα όχι και τόσο καλή…

Γιατί την πρώτη φορά που πλησίασε, η… ποικιλία των αντικειμένων που τον απειλούσε είχε επικίνδυνα εμπλουτιστεί. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, από τις εξέδρες εκσφενδονίζονταν εναντίον του πορτοκάλια, μπαλάκια του γκολφ, κλειδιά και μεταλλικά κουτιά.

Μέχρι και ένα μπουκάλι… ουίσκι προσγειώθηκε κάποια στιγμή δίπλα του. Αφού έμεινε όμως ατάραχος και παραλίγο μάλιστα να σκοράρει απευθείας με ένα κόρνερ, κάποια ειρωνικά χαμόγελα και thumb-up στην εξέδρα όταν κατευθυνόταν να εκτελέσει από την απέναντι πλευρά, έφεραν νέο κύμα οργής (και ρίψεων).

Την ώρα λοιπόν που ο (πάντα τζέντλεμαν) Κάρλες Πουγιόλ προσπαθούσε μάταια να ηρεμήσει τους οπαδούς και ο διαιτητής Λουίς Μεντίνα Κανταλέχο αποφάσιζε την προσωρινή διακοπή του αγώνα, στο χορτάρι απεικονίστηκε να έχει πέσει ακόμα και μια… γουρουνοκεφαλή.



Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μίτσελ Σαλγάδο για εκείνη τη νύχτα: «Στο δεύτερο ή στο τρίτο κόρνερ γύρισα στον Φίγκο και του είπα “ξέχασέ το φίλε, είσαι μόνος σου τώρα”. Πήγαινα κοντά στον Λουίς και του έδινα την δυνατότητα για πάσα στο κόρνερ, αλλά όχι αυτήν την φορά.

Από τις εξέδρες έπεφταν κέρματα σε… πυραύλους, ένα μαχαίρι, ένα γυάλινο μπουκάλι από ουίσκι. J&B νομίζω. Καλύτερα να μείνω μακριά. Κόρνερ με πάσα; Δεν νομίζω».


Ήταν τέτοιο εξάλλου το μίσος των «μπλαουγκράνα» για τον Φίγκο που μπορούσε να εκδηλωθεί σε εντελώς ανύποπτο χρόνο και εντελώς ανύποπτο μέρος. Όπως ο τελικός του Euro 2004!

Γιατί ακόμα και ο περίφημος Jimmy Jump στην εισβολή του (που αναμφίβολα είχε ευνοήσει την Εθνική μας κόβοντας τον ρυθμό των Πορτογάλων) φρόντισε να δείξει τα αισθήματά του ως οπαδός της Μπάρτσα.

Και πριν… μπει γκολ στην εστία του Αντώνη Νικοπολίδη, πέταξε μια καταλανική σημαία στα μούτρα του Φίγκο!

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube
TAGS: Long Form