Η 1η Σεπτεμβρίου θα είναι για πάντα η μέρα της μεγαλύτερης νίκης και της κορυφαίας εμφάνισης στην ιστορία της ελληνικής ομάδας. Παρεμπιπτόντως σε Παγκόσμιο Κύπελλο και στην ανατολική πλευρά της Ασίας. Η μεγαλύτερη υπέρβαση που έκανε ποτέ η «επίσημη αγαπημένη» αποτελεί οδηγό ώστε την Παρασκευή, ακριβώς 17 χρόνια μετά το θαύμα στην Σαϊτάμα απέναντι στις ΗΠΑ, να τρυπήσει η Εθνική και πάλι το ταβάνι της, απέναντι στη Λιθουανία, αυτή τη φορά για τους «16» της διοργάνωσης στη Μανίλα.
Γράφει από τη Μανίλα ο Χρήστος Ρομπόλης
Αν υπάρχει τέλειο παιχνίδι στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, αυτό ήταν εκείνο του 2006, πριν 17χρόνια σαν αύριο, στην Σαϊτάμα. Τίποτα λιγότερο δεν θα αρκούσε τότε για να κάνει η Εθνική ομάδα τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία της απέναντι στην Team USA των υπερπαικτών και υπεραθλητών, όχι με… κατενάτσιο και αντιμπάσκετ, αλλά στα ίσα, στο δικό τους παιχνίδι και με κατοστάρα (101-95). Τέτοιο θαύμα αμφιβάλλουμε αν μας αξιώσει ο Θεός να ξαναζήσουμε, ωστόσο μια ακόμη υπέρβαση, ασφαλώς όχι ανάλογου μεγέθους αλλά ουδόλως μικρή, καλείται να κάνει με οδηγό το ένδοξο παρελθόν η «επίσημη αγαπημένη» την Παρασκευή απέναντι στη Λιθουανία.
Ο αντίπαλος έρχεται ψηλός-υπερέχοντας σαφώς σε μέγεθος-αλλά και «ψηλωμένος» από τις τρεις ευρείες νίκες της πρώτης φάσης. Είναι αναμφίβολα το φαβορί και έχει το βάρος της απόδειξης αυτού απέναντι σε μια Εθνική που με αυτοπεποίθηση στα ύψη και πλέον ελαφρύτερα χέρια και πόδια, έχοντας ξορκίσει το φάντασμα της αποτυχίας, θα επιχειρήσει αυτό που δεν έχει την απαίτηση κανείς να πετύχει. Ποιος ο λόγος να νιώθει πίεση, άλλωστε, η τωρινή-ελλιπής-βερσιόν της ελληνικής ομάδας, όταν προ τετραετίας η πιο πλήρης εκδοχή της, με Γιάννη, Σλούκα, Καλάθη και λοιπούς, σταμάτησε στην ίδια φάση;
Η «Λιέτουβα» έχει τις δικές της απουσίες, που όμως ούτε αθροιστικά δεν συγκρίνονται με αυτή του Greek Freak για να μην συζητήσουμε καν για τις υπόλοιπες 5-6. Ο Κάζις Μακσβίτις έχει μετατρέψει την εθνική ομάδα σε προέκταση της Ζαλγκίρις, ένα σύνολο που παίζει σκληρή άμυνα (πρώτη στη διοργάνωση), πηγαίνει με ορμή στα ριμπάουντ (επίσης πρώτη στο Παγκόσμιο) και επιτίθεται γρήγορα, είτε στο fast break είτε απέναντι σε οργανωμένες άμυνες. Η μεγάλη δύναμή της είναι στο «1» και στο «5», με τον Γιοκουμπάιτις να «τρέχει» όλη την επίθεση και τον Βαλαντσιούνας να αποτελεί τον ογκόλιθο στην αντίπαλη ρακέτα, ενώ παίκτες όπως οι Ντίμσα, Κουζμίνσκας και Μοτιεγιούνας φέρνουν ποιότητα και σκορ από τον πάγκο.
Έχει όμως και «χτυπητές» αδυναμίες. Δεν υπάρχει δεύτερος πλέι μέικερ κλάσης πίσω από τον πρωτάρη σε τόσες ευθύνες σε αυτό το επίπεδο Γιοκουμπάιτις, δεν υπάρχει… ποικιλία στους ψηλούς όπου Βαλαντσιούνας και Μοτιεγιούνας έχουν τις ίδιες αρετές και τις ίδιες αδυναμίες και δεν υπάρχει, δεν υπάρχει βάθος σε ποιότητα και εμπειρία στον πάγκο και-τέλος-η ομάδα δεν έχει σκληραγωγηθεί σε παιχνίδι όπου δεν της πηγαίνουν όλα πρίμα.
Το μεγαλύτερο ατού της Εθνικής απέναντι στη Λιθουανία είναι ο προπονητής της. Ο Δημήτρης Ιτούδης υπερέχει όχι απλώς σε «παράσημα» αλλά και σε ικανότητες του αξιόλογου Μακσβίτις. Είναι ικανός, με τη βοήθεια των εξαιρετικών συνεργατών του, να κάνει ματ στον ομόλογό του γυρίζοντας σε μπούμερανγκ τα όπλα του. Δηλαδή φθείροντας τον μοναχό Γιοκουμπάιτις με το μαρκάρισμα των Γουόκαπ, Λούντζη και άλλων, εκθέτοντας τα αργά πόδια των βαρύτατων σέντερ με γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας και μεταφέροντας περισσότερες ευθύνες από όσες μπορούν να σηκώσουν στους υπόλοιπους παίκτες.
Ασφαλώς κανένας προπονητής δεν κερδίζει ή χάνει μόνος του. Το είπε και ο ίδιος ο κόουτς απονέμοντας τα εύσημα πρώτα στους παίκτες του μετά τη μεγάλη ανατροπή επί της Νέας Ζηλανδίας. Θα απαιτηθεί συγκέντρωση στο απόλυτο και ένταση στο κόκκινο από το 1’ και όχι από το 21’, λυσσαλέα πίεση στην μπάλα, προστασία του αμυντικού ριμπάουντ, γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας και καλό μακρινό σουτ για να μετακινηθούν τα «βουνά» που αγκυροβολούν στη ρακέτα και γενικώς να βρεθούν ξανά παίκτες-δύο, τρεις, όσοι περισσότεροι γίνεται τέλος πάντων-που θα βγουν μπροστά.
Η Εθνική θα τους χρειαστεί όλους, από… 40 λεπτά ορισμένους, μέχρι και λίγα δευτερόλεπτα κάποιους άλλους. Την ασφυκτική πίεση του Λούντζη, τις αστείρευτες δυνάμεις που συνδυάζει με καθαρό μυαλό ο Γουόκαπ, τα γρήγορα πόδια του Μωραΐτη, τα μακριά χέρια του Μποχωρίδη, την άμεση επίθεση του Ρογκαβόπουλου, τις άμυνες και τα καλάθια που προσφέρει ο… άνιωθος σε συνθήκες πίεσης Λαρεντζάκης, την αρχηγική καθοδήγηση του Παπανικολάου, την ποιότητα του Παπαπέτρου, την ενέργεια του Θανάση, το μέγεθος και την προστασία ρακέτας του Παπαγιάννη, τα ποιοτικά λεπτά στο «5» από τον Χατζηδάκη. Κανείς δεν περισσεύει και όλοι πρέπει να κάνουν το βήμα παραπάνω για να έρθει η υπέρβαση. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Ουδείς γνωρίζει αν η Εθνική αυτή μπορεί να κερδίσει τη Λιθουανία. Αν οι αρετές της φτάνουν για να σκαρώσει ένα μικρό «θαύμα». Αυτό για το οποίο δεν αμφιβάλλει κανείς από όσους είναι κοντά στην προσπάθεια αυτής της ελληνικής ομάδας, είναι πως θα πεθάνει στο γήπεδο για να τα καταφέρει. Και αν δεν τα καταφέρει, δεν θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, αλλά θα μείνει ενωμένη και θα μπορεί να επιστρέψει με ψηλά το κεφάλι. Έχοντας παλέψει μέχρι εκεί που μπορούσε και ίσως ακόμη παραπάνω…
ΥΓ: Μαθήματα ζωής από τον Θανάση Αντετοκούνμπο για τα γνωστά «πρέπει» του αθλητισμού. «Έχω ξεφύγει λίγο από το ‘πρέπει’. Ζω τη ζωή που προσευχόμουν πάντα να ζήσω. Όταν βάζω ‘πρέπει’ και ζητάω παραπάνω, νιώθω μερικές φορές άσχημα. Παίζω μπάσκετ, είμαι εδώ, είναι καλά η οικογένειά μου. Δεν μπορώ να έχω ‘πρέπει’, ειδικά σε αυτή την Εθνική».