Μετά από καιρό, γράφω τις εντυπώσεις για τις καλύτερες ενδεκάδες των τελευταίων δεκαετιών. Πριν περάσω στα σχόλια για τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών έχω να πω ότι η όλη διαδικασία και προκάλεσε το ενδιαφέρον των φιλάθλων και κορυφώθηκε με μια καλά οργανωμένη γιορτή και μόνο ότι οι νεότεροι έμαθαν και είδαν ορισμένους από τους άσσους του παρελθόντος, που δεν αποτύπωσε την κλάση τους ο τηλεοπτικός φακός, έχει τη σημασία του.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της ψηφοφορίας, νομίζω ότι έπρεπε να υπάρχουν προβλέψεις (ρήτρες), ώστε π.χ. να μην έχουμε άμυνα με τέσσερα σέντερ μπακ. Από κει και πέρα, ψηφίζει ο κόσμος και η ψήφος γίνεται σεβαστή. Ωστόσο, υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δυο κραυγαλέες αδικίες.
Η μία αφορά τον Αντώνη Αντωνιάδη και την ενδεκάδα του ’70. Ο Αντώνης είναι με διαφορά ο πρώτος σκόρερ της συγκεκριμένης δεκαετίας και ένας από τους μεγαλύτερους σκόρερ όλων των εποχών. Εμβληματική φυσιογνωμία της μεγάλης ομάδας του Γουέμπλεϊ, πρωταγωνιστής στους τίτλους που πήρε ο Παναθηναϊκός και σέντερ φορ της Εθνικής ομάδας.
Ότι ο Μπάγεβιτς, που βρήκε θέση είναι καλύτερος παίκτης τεχνικά, δεν το αμφισβητεί κανένας. Όμως, εδώ δε βραβεύουμε κλάση αλλά προσφορά. Διαφορετικά, ο Χουάν Βερον, ίσως και ο Ρομέν Αργυρούδης έπρεπε να βρίσκονται στην ενδεκάδα της δεκαετίας αυτής. Ο Αντώνης Αντωνιάδης υπήρξε μέγας σκόρερ.
Οι επιτυχίες του (κι’ αυτό ίσως να μην έχει προηγούμενο σε άλλο ποδοσφαιριστή) ήταν λιγότερο αποτέλεσμα του ταλέντου του και περισσότερο της σκληρής δουλειάς που έκανε ο ίδιος μέσα κι έξω από το γήπεδο για να εξαλείψει τα μειονεκτήματα και να μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματά του.
Ο ίδιος έκανε μέχρι και μαθήματα μπαλέτου για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να βελτιώσει την κίνησή του. Πέρασε από τη σφόδρα αμφισβήτηση στην απόλυτη καταξίωση και είναι κρίμα να αναφέρεται πολλές φορές ως ένα συμπλήρωμα του Μίμη Δομάζου.
Η περίπτωση του Τάσου Μητρόπουλου είναι διαφορετική. Πιθανολογώ ότι τον «έφαγε» το γεγονός ότι έδρασε πλούσια σε δύο δεκαετίες (80’ και 90’). Υπήρξε πληθωρική ποδοσφαιρική προσωπικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς του επωφελήθηκαν ο Ολυμπιακός και η Εθνική ομάδα.
Ωστόσο και ο Εθνικός στην αρχή και η ΑΕΚ προς το τέλος επωφελήθηκαν από την ποδοσφαιρική δράση του Μητρόπουλου. Ο Τάσος ξεκίνησε ως σέντερ φορ, στην Εθνική έπαιζε ως κεντρικός χαφ, έχοντας μπροστά του τον Αναστόπουλο και τον Σαραβάκο.
Εντυπωσιακό είναι ότι πολύ μετά τα τριάντα του, ο Τάσος Μητρόπουλος διακρίθηκε ιδιαίτερα ως αμυντικός χαφ! Πέρα από ηγετικές ικανότητες του ξεχώριζε για την «ψυχή» του. Έπαιζε πάντα πάνω από τα όρια του. Ήταν πηγή έμπνευσης για τους συμπαίκτες του, όχι γιατί τους συνέπαιρνε με «πύρινους» λόγους, αλλά γιατί (ειδικά οι νεότεροί του) παρακινούντο από το πάθος και την αγωνιστικότητά του. Η διάρκεια του στα γήπεδα μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή του Μίμη Δομάζου.
Όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό, σε ηλικία περίπου τριανταπέντε ετών, όσοι τότε τον έδιωχναν θεωρούσαν ότι είχε «φάει τα ψωμιά του». Η απάντηση ήταν πρωτάθλημα με την ΑΕΚ και νέα μεγάλη καριέρα που ολοκληρώθηκε (ευτυχώς στον Ολυμπιακό, μετά από πέντε χρόνια)…