Mετά την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 1995 στην υπόθεση Μποσμάν, πολλά μεγέθη πήραν τον ανήφορο. Εκτός από τις αμοιβές των ποδοσφαιριστών, τα μεταγραφικά κόστη, τις προμήθειες των μάνατζερ και τα έξοδα των ομάδων, αυξήθηκε και το αγωνιστικό δυναμικό τής κάθε ομάδας, αυτό που ονομάζουμε ρόστερ. Το ποδόσφαιρο άρχισε να γίνεται δυνατό, ανταγωνιστικό και οι διακρίσεις άρχισαν να φέρνουν χρήμα. Οι ομάδες άρχισαν να δίνουν όλο και περισσότερα παιχνίδια για να ικανοποιούν και την τηλεόραση, η οποία πλήρωνε αδρά τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Τα πολλά παιχνίδια σε έντονο ρυθμό είχαν αποτέλεσμα συχνούς τραυματισμούς, έτσι ώστε η διεύρυνση του ρόστερ –και με τις δυνατότητες που πρόσφερε πλέον ο νόμος Μποσμάν στις μεταγραφές– να γίνει μονόδρομος. Και το μεγάλο ρόστερ έφερε στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα το rotation και τους πονοκεφάλους περί ομοιογένειας. Πάντως, μεγαλύτερο ρόστερ σήμαινε περισσότερες επιλογές, αλλά σταδιακά αυτή την επιλογή έφτασαν να έχουν μόνο εκείνοι που είχαν τις οικονομικές δυνατότητες για να συντηρήσουν ένα μεγάλο ρόστερ.
Το γεγονός αυτό μπορεί να μεγάλωνε την απόσταση ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύνατους, αλλά –όπως αποδείχθηκε– δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση για να αντέξει την πίεση και την κούραση μία ομάδα μέχρι τέλους. Επειτα από περίπου μία δεκαετία κυριαρχίας της πρακτικής του μεγάλου ρόστερ, πολλοί προπονητές αναθεωρούν την επιλογή αυτή και προτιμούν να στηρίζονται σε ένα αγωνιστικό δυναμικό που δεν θα υπερβαίνει τους 25-27 ποδοσφαιριστές. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία διαθέτει ένα πολύ μεγάλο ρόστερ και μέχρι τώρα, αν δεν έχω χάσει το μέτρημα, έχει δώσει 53 παιχνίδια, αρχίζει να δείχνει σημάδια κούρασης. Και της μένουν καμιά δεκαριά παιχνίδια ακόμα μέχρι το τέλος της χρονιάς μόνο για το πρωτάθλημα.
Το μεγάλο ρόστερ, λοιπόν, δεν είναι λύση και δημιουργεί και στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα του μεγέθους του αγωνιστικού δυναμικού των ομάδων απασχολεί σοβαρά την ΟΥΕΦΑ. Μάλιστα, πριν από μία εβδομάδα το ζήτημα ήρθε στην επιφάνεια εξαιτίας των παρατηρήσεων που έκανε ο γραμματέας της, ο Ντέιβ Τέιλορ, με αφορμή το ρόστερ της Λίβερπουλ που περιλαμβάνει 62 ποδοσφαιριστές, γεγονός που ο Τέιλορ χαρακτήρισε «γελοίο».
Η Λίβερπουλ έχει το μεγαλύτερο ρόστερ στην Πρέμιερ Λιγκ και επίσης μεγάλο ρόστερ, πάνω από 50 ποδοσφαιριστές, έχουν και η Μάντσεστερ με την Αρσεναλ, ενώ η Τσέλσι έχει 46 όσους και η Μάντσεστερ Σίτι. Η Μπόλτον με 27 ποδοσφαιριστές έχει το μικρότερο ρόστερ στην Πρέμιερ Λιγκ. Το θέμα του ρόστερ θα αποτελέσει ένα ακόμα σημείο τριβής ανάμεσα στην ΟΥΕΦΑ και την Πρέμιερ Λιγκ, η οποία θεωρεί ότι ο καθορισμός του ρόστερ είναι ένα ζήτημα που κάθε ομάδα αποφασίζει μόνη της.
Οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, έχοντας μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες από άλλες ευρωπαϊκές, μπορούν να συντηρούν στο pay roll περισσότερους ποδοσφαιριστές, αλλά αυτό έχει και αρκετά αρνητικά. Ενα από αυτά έχει να κάνει με την υπερσυγκέντρωση ποδοσφαιρικού ταλέντου, που τις περισσότερες φορές δεν αξιοποιείται ή σβήνει σε κάποιον πάγκο περιμένοντας κάποια ευκαιρία.
Η ΟΥΕΦΑ έχει καθιερώσει τους 25 ποδοσφαιριστές ως το ανώτερο επιτρεπτό ρόστερ για τις ομάδες που μετέχουν στο Τσάμπιονς Λιγκ και σκέφτεται να καθιερώσει τον ίδιο αριθμό και στα εθνικά πρωταθλήματα αλλά προς το παρόν δεν μπορεί να τον επιβάλει. Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να συμφωνήσουν οι ποδοσφαιριστές, οι μεγάλοι –κυρίως– σύλλογοι και οι εθνικές λίγκες.
Παρ' όλα αυτά, δεν αποκλείεται η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης μαζί με κάποιους άλλους περιορισμούς –όπως το Σάλαρι Καπ– να επιφέρει και τον περιορισμό του ρόστερ και των αγωνιστικών υποχρεώσεων των ομάδων. Αλλιώς, δεν θα έχει νόημα μία τέτοια κίνηση όταν υπάρχουν ομάδες που θα δίνουν περισσότερα από 60 ή 70 παιχνίδια τον χρόνο.
Παραπλανητικά νέα
Yποθέτω ότι στις σελίδες που ασχολούνται με τα διεθνή θα γίνονται σήμερα αναφορές στον κατάλογο που δημοσίευσε χθες το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό «Forbes», που αφορούσε την αξία των 25 πλουσιότερων ποδοσφαιρικών ομάδων στην Ευρώπη. Η λίστα αυτή, η οποία είναι τελείως διαφορετική από εκείνην που δημοσιεύει κάθε χρόνο η Deloitte & Touch, εκτιμά το πόσο κοστίζει μία ομάδα, αν υποτεθεί ότι κάποιος θα ήθελε να την αγοράσει.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι σ' αυτή την αξιολόγηση δεν υπολογίζεται το χρέος που έχει η κάθε ομάδα, πράγμα που σημαίνει ότι η αξιολόγηση δεν είναι ακριβής και ενώ δείχνει τις οικονομικές διαφορές μεταξύ των ομάδων, είναι περισσότερο «επικοινωνιακή» παρά καθαρά «οικονομική». Εντούτοις, με βάση τα στοιχεία του 2008 το περιοδικό εκτιμά ότι και οι 25 ομάδες συνολικά ανέβασαν την αξία τους κατά 20%. Φυσικά, μία τέτοια εκτίμηση δεν παρουσιάζει την εικόνα κάποιας οικονομικής κρίσης στο ποδόσφαιρο, αλλά κάτι τέτοιο είναι φυσικό, μια και οι συνέπειες της κρίσης θα φανούν μέσα στο 2009.
Αυτή τη δελεαστική οικονομική εικόνα για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο υπάρχουν πολλές ειδήσεις μέσα στη χρονιά που τη διαψεύδουν πανηγυρικά. Ισως η πιο σημαντική είδηση, που δείχνει ότι η κρίση έχει αγγίξει το ποδόσφαιρο, αφορά τη συνεχιζόμενη περιπέτεια της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να βρει ένα χορηγό για τη φανέλα της –που θα αντικαταστήσει τον παραπαίοντα αμερικανικό χρηματοπιστωτικό κολοσσό της AIG– αλλά και την αγωνία των ιδιοκτητών της Λίβερπουλ, οι οποίοι αναζητούν απεγνωσμένα αγοραστή για τους «κόκκινους διαβόλους».
Οι Χικς και Τζίλετ αναζητούν πιεστικά ρευστό καθόσον σε λίγο καιρό θα πρέπει να επαναδιαπραγματευθούν το χρέος των 350 εκατομμυρίων στερλινών που δημιούργησαν αγοράζοντας την ομάδα, στην οποία άλλωστε «φόρτωσαν» και το χρέος. Και για να μην αναφερθώ σε μία πληθώρα περιπτώσεων, όπως αυτή της Σαουθάμπτον που τέθηκε σε αναγκαστική οικονομική επιτήρηση, σημειώνω την πρόθεση της Πρέμιερ Λιγκ να συστήσει μία ειδική θέση οικονομικού ελεγκτή, μια και το χρέος πολλών ομάδων αρχίζει να ξεφεύγει.
Τυφώνας ή παραμύθι;
Οι εκλογές στους δύο μεγάλους ισπανικούς συλλόγους, τη Ρεάλ και την Μπαρτσελόνα, θυμίζουν πολύ τις ελληνικές εκλογές. Οι βασικοί υποψήφιοι υπόσχονται μεγάλα ονόματα –ως μεταγραφές– προκειμένου να κερδίσουν το μεγαλύτερο μερίδιο των ψηφοφόρων. Το μεγάλο νέο του καλοκαιριού είναι οι εκλογές στη Ρεάλ Μαδρίτης, τον μεγαλύτερο σύλλογο σε τίτλους στην Ευρώπη και την πλουσιότερη ομάδα του κόσμου με βάση την οικονομική αξιολόγηση της Deloitte & Touch για το 2008. Στη θέση του προέδρου φαίνεται ότι θα επιστρέψει ο άνθρωπος που δημιούργησε τους «galacticos».
Ο Φλορεντίνο Πέρεθ, ένας από τους πλουσιότερους Ισπανούς επιχειρηματίες και πολιτικός. Ο Πέρεθ φαίνεται ότι ονειρεύεται να φτιάξει μία ομάδα που θα μπορούσε να θεωρηθεί «galacticos Νo2», σύμφωνα με όσα γράφονται στα ρεπορτάζ των ευρωπαϊκών εφημερίδων. Δεν μπορεί να πει κάποιος με σιγουριά ποιος μεγάλος αστέρας από αυτούς που αναφέρονται στα ρεπορτάζ θα φορέσει τη φανέλα της Ρεάλ, αλλά η ισπανική ομάδα έχει ξοδέψει πάνω από 100 εκατομμύρια τα τελευταία δύο χρόνια για μεταγραφές. Πόσα ακόμα θα ξοδέψει δηλαδή;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.