Είναι μια παράλληλη ιστορία, η οποία εξελίσσεται φέτος σε δύο διαφορετικές χώρες και αφορά δύο ομάδες που ήρθαν από πολύ χαμηλά, σχεδόν από το πουθενά, για να αναδειχθούν πρωταγωίστριες της φετινής περιόδου. Πρόκειται για δύο ομάδες με διαφορετική οργάνωση, στόχους και δυναμική, αλλά η εντυπωσιακή άνοδός τους στο πρωτάθλημα των μεγάλων τις φέρνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Βέβαια, άλλο πράγμα η αγγλική Χαλ Σίτι και άλλο η γερμανική Χοφενχάιμ, καθ' όσον μάλιστα είναι πολύ διαφορετικά και τα πρωταθλήματα στα οποία αγωνίζονται.
Η γερμανική ομάδα, όμως, ύστερα από 17 παιχνίδια μοιράζεται την κορυφή της Μπουντεσλίγκα με την Μπάγερν, από την οποία έχασε 2-1 πριν από περίπου 10 μέρες. Ενα παιχνίδι που θα μπορούσε να κερδίσει. Η Χοφενχάιμ, που ιδρύθηκε το 1899, είχε αναμετρηθεί ξανά με την Μπάγερν πριν από 9 χρόνια. Τον Αύγουστο του 1999, όταν έγιναν τα εγκαίνια του νέου γηπέδου της Χοφενχάιμ, 6.500 θέσεων, η οποία τότε βρισκόταν ακόμα στο Περιφερειακό Πρωτάθλημα. Και τώρα η Χοφενχάιμ διεκδικεί τον τίτλο και, όπως μάλιστα είπε και ο προπονητής της Μπάγερν, ο Γιούργκεν Κλίνσμαν, έχει τη δυνατότητα να διατηρηθεί μόνιμα μέσα στις 4 κορυφαίες ομάδες της Γερμανίας και να πρωταγωνιστήσει στην Ευρώπη.
Το κλειδί πίσω από αυτή την επιτυχία είναι ένας άνθρωπος. Ο Ντίτμαρ Χοπ. Ενας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Γερμανίας. Στη Γερμανία, σύμφωνα με τους κανονισμούς που ισχύουν, δεν μπορεί ένα άτομο να έχει το 50%+1 από το σύνολο των μετοχών μιας ομάδας. Η μόνη «εξαίρεση» φαίνεται να είναι αυτή του Χοπ. Ο Ντίτμαρ Χοπ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χοφενχάιμ, στην ομάδα του οποίου έπαιξε μπάλα. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, μαζί με άλλους τέσσερις συνεταίρους του, ίδρυσε την εταιρεία λογισμικού SAP, με έδρα το γειτονικό στο Χοφενχάιμ Βάλντορφ.
Η εταιρεία τα κατάφερε πολύ καλά. Το 1998 ο Χοπ αποφάσισε να αποσυρθεί από την εταιρεία και να ασχοληθεί με τις επενδύσεις και τη φιλανθρωπία. Η χρηματοδότηση της νέας του δραστηριότητας θα γινόταν από την πώληση ενός μεριδίου 10% που είχε στη SAP και το οποίο εκείνη την εποχή έφθανε τα 3 δισ. ευρώ. Το πρώτο πράγμα με το οποίο ασχολήθηκε ο Χοπ ήταν η ομάδα της Χοφενχάιμ, στην οποία άλλωστε είχε αγωνιστεί όταν ήταν νεότερος. Το «Dietmar Hop Stadium» ήταν η πρώτη συνεισφορά στην ομάδα της γενέτειράς του που άρχισε να βοηθά συστηματικά, προσφέροντας σχεδόν 150 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο.
Πολλοί άρχιζαν να τον παρομοιάζουν με έναν γερμανό Αμπράμοβιτς, μόνο που η φιλοσοφία του Χοπ είναι τελείως διαφορετική. Αν κάποιος κοιτάξει τα χρήματα που έχει δώσει μέχρι τώρα για την αγωνιστική ενίσχυση της ομάδας, είναι λιγότερα απ' όσα έχει δώσει για τη δημιουργία υποδομών για τους νέους της περιοχής. Ολη αυτή η δραστηριότητα χρηματοδοτείται από το φιλανθρωπικό ίδρυμα με το όνομά του, το Dietmar Hop Foundation, στο οποίο έχει παραχωρήσει τα 2/3 των μετοχών που είχε στη SAP και το οποίο ίδρυμα έχει στόχο την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου στην περιοχή Rhein – Neckar, μέσω ενός προγράμματος που έχει τον τίτλο «σέντρα ζωής».
Η κατασκευή πάρα πολλών αθλητικών κέντρων της περιοχής, στα οποία αθλούνται χιλιάδες νέοι, χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα του Χοπ, το οποίο παράλληλα κάνει και το κουμάντο στη Χοφενχάιμ. Ενας από τους κανόνες της Μπουντεσλίγκα που υπαγορεύει την ύπαρξη γηπέδων με 16.500 θέσεις τουλάχιστον για κάθε ομάδα που παίρνει μέρος στο πρωτάθλημα, έκανε το παλιό σχέδιο της Χοφενχάιμ ακατάλληλο. Το 2006 ο Χοπ αποφάσισε να μείνει με την ομάδα και να την οδηγήσει στην κορυφή. Βρήκε μία «δανεική» έδρα μέχρι να ολοκληρωθεί η μεγαλύτερη επένδυσή του για την ομάδα της καρδιάς του.
Ενα σύγχρονο γήπεδο 30.000 θέσεων, αξίας 60 εκατομμυρίων ευρώ, που ολοκληρώνεται σε λίγο και το οποίο η ομάδα θα «νοικιάζει» από το ίδρυμα Χοπ. Ενα χωριό έγινε πια μέλος του πρωταθλήματος των πόλεων και ο Χοπ θέλει να δείχνει πως ακόμα βρίσκεται στην αρχή του ονείρου του.
Ο αγρότης πέθανε πριν από τον εμποράκο
Αραιά και πού ακούγεται και γράφεται ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να δούμε τον ξεσηκωμό των αγροτών, οι οποίοι, όσο κι αν είναι λιγότεροι κάθε χρόνο, έχουν όλα τα δίκια με το μέρος τους. Η Αγροτική Πολιτική ήταν η πρώτη –και μακροβιότερη– κοινή πολιτική της Ε.Ε. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν και η μόνη. Ηταν. Διότι, επί της ουσίας, η Κοινή Αγροτική Πολιτική πέθανε από το 1992 με την πρώτη της αναθεώρηση. Η επίσημη αιτιολογία, μία αιτιολογία που είχε απολύτως ρεαλιστική βάση, ήταν το ποσοστό των δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού που κατευθύνονταν στον αγροτικό τομέα.
Κάτι πάνω από το 60%. Και όταν ένας μόνο τομέας απορροφούσε ένα τέτοιο ποσό δαπανών, έμεναν ελάχιστα για τη χρηματοδότηση των άλλων πολιτικών της Ενωσης. Η αναθεώρηση, λοιπόν, ήταν αναγκαστική. Εκείνο που δεν ήταν αναγκαστικό ήταν η κατεύθυνση προς την οποία θα κινείτο αυτή η αναθεώρηση. Μία αναθεώρηση που και με τις κατοπινές της «βελτιώσεις» θα αποτελέσει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του μικροκαλλιεργητή και το σβήσιμο από τον χάρτη πολλών καλλιεργειών στο έδαφος της Ε.Ε.
Ο παραλογισμός του χαρακτήρα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη μικρή γεωργική-αγροτική εκμετάλλευση, φαινόταν και από τις επιδοτήσεις που έπαιρνε η βασίλισσα της Αγγλίας. Οι αγροτικές εκτάσεις που είχε στην περιουσία της τής απέφεραν το 2001 περίπου 750.000 ευρώ ως εισοδηματική ενίσχυση! Η βιαστική και χωρίς σχέδιο διεύρυνση της Ε.Ε. χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο τη θέση των αγροτών στην Ευρώπη των 15. Δεν είναι ούτε μυστικό ούτε υπερβολή ότι η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., όπως τροποποιήθηκε (αναθεωρήθηκε) το 2003, αποτέλεσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της αμερικανόπνευστης παγκοσμιοποίησης και έφερε το αποτέλεσμα που είχε στόχο. Μια ευρεία ηλικιακή αναδιάρθρωση που, με μία φράση, θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως το «τέλος των αγροτών».
Η μείωση των καλλιεργητών είναι δεδομένη στην Ελλάδα σε όλους τους τομείς της αγροτικής πολιτικής. Από τον καπνό, το βαμβάκι, το λάδι και πάει λέγοντας. Κι αυτό συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έπρεπε να «δεχθούν» αυτή τη θυσία των αγροτών τους, προκειμένου να γίνει εφικτή η διεύρυνση της Ε.Ε., με δεδομένο ότι οι πληθυσμοί των νέων χωρών που εντάχθηκαν στην Ενωση ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό αγροτικοί πληθυσμοί.
Οι κάμερες και τα τρακτέρ
Ολα αυτά είχαν επακόλουθο την ένταξη της χώρας μας στις χώρες που έχουν μονοψήφιο αριθμό ενεργού αγροτικού πληθυσμού. Με βάση μη επικαιροποιημένα στοιχεία, οι κατά κύριο επάγγελμα Ελληνες αγρότες είναι γύρω στους 350.000, καλύπτοντας περίπου το 7% του ενεργού πληθυσμού. Βέβαια, στο μητρώο αγροτών που έγινε πριν από 5-6 χρόνια καταγράφονται 875.000 άτομα, τα οποία δικαιούνται κάποια κοινοτική επιδότηση, αλλά περίπου το ένα τρίτο αυτών είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
Θυμίζω ότι η νέα ΚΑΠ της Ε.Ε. ψηφίστηκε το 2003 από την κυβέρνηση Σημίτη κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. ψήφισε την προέκταση της νέας ΚΑΠ και την εφάρμοσε έχοντας τη συγκατάθεση του ΠΑΣΟΚ. Υπάρχει, βέβαια, ένα στοιχείο που έχει ενδιαφέρον, αφού, σύμφωνα με στοιχεία του αρμόδιου υπουργείου, την τελευταία τριετία «επέστρεψαν» στη γεωργία και άρχισαν την άσκηση του αγροτικού επαγγέλματος περισσότερα από 10.000 άτομα ηλικίας κάτω των 45 χρόνων.
Οταν, όμως, οι αγρότες βγουν στους δρόμους, οι κάμερες θα αρχίσουν να δείχνουν εικόνες με τρακτέρ που κλείνουν δρόμους αλλά για τα αίτια δεν θα γίνει κουβέντα. Ή, αν γίνει, θα είναι ένας καβγάς τηλεπαραθύρων από πολιτικούς για να πουλήσουν «ενδιαφέρον».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.