Ηρθε στη χώρα μας πέρυσι με αμφιλεγόμενες συστάσεις. Για κάποιους ήταν παικτικά εφάμιλλος του Ματσεράνο, αλλά αδικημένος επικοινωνιακά, μια και η άδικη η κοινωνία τον έστειλε δεξιά κι αριστερά για το μεροκάματο –δοκίμασε το πικρό ψωμί της ξενιτιάς ακόμα και στην Ιαπωνία. Για άλλους ήταν απλώς μια καλή μπίζνα του Ζάχαβι ή της περιβόητης εταιρείας MSI, που βρήκε έναν καλό δίαυλο επικοινωνίας με τον Παναθηναϊκό –«πάρτε πρώτα αυτόν, για να κάνουμε κι άλλες όμορφες δουλειές στο μέλλον». Η περσινή παρουσία του στην ομάδα, παρ' όλη την τρίτη θέση στην κανονική περίοδο και τη δεύτερη μετά τα πλέι οφ, ήταν όαση στην έρημο της αμφισβήτησης και της έλλειψης τίτλων. Παρ' όλο που ήρθε χωρίς διακοπή πρωταθλήματος, χωρίς ξεκούραση, χωρίς κανονική προετοιμασία, χωρίς ανάσα, κατάφερε να βγάλει όλη τη χρονιά σε υψηλό επίπεδο, με μικρά σκαμπανεβάσματα και ακόμα λιγότερους τραυματισμούς. Επιτέλους, ένα αμυντικό χαφ που δεν ντρέπεται να κάνει τάκλιν, δεν φοβάται να λερωθεί, δεν διστάζει να πάρει κάρτα για να γλιτώσει την ομάδα, που γίνεται τρίτος στόπερ όταν πρέπει και έξτρα παίκτης στην επίθεση όταν υπάρχει ανάγκη, που εκτελεί καλά τα στημένα, που έχει δυνατό πόδι, που σκοράρει με εκτελέσεις φάουλ. Για πρώτη φορά μετά τον Μπασινά ο Παναθηναϊκός έδειχνε να έχει βρει παίκτη με τα χαρακτηριστικά του Αγγελου, έχοντας δοκιμάσει ενδιάμεσα ένα καράβι παίκτες: Φλάβιο, Μπίσκαν, Αντριτς, Ζουτάουτας, Μάριτς, Τζιόλη, Λεοντίου και άλλους πολλούς.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Παναθηναϊκός ξηλώθηκε το καλοκαίρι για να πάρει το 100% των δικαιωμάτων του και να μην αφήσει ούτε καν το 10% στον Ζάχαβι, που θα του έδινε το δικαίωμα να ενοχλεί την ομάδα και να ξεμυαλίζει τον παίκτη κάθε τρεις και λίγο με προτάσεις από το εξωτερικό. Είχε φροντίσει ο Ζάχαβι, άλλωστε, να τον εφοδιάσει με ιταλικό διαβατήριο, άρα να του ανοίξει τον δρόμο και για το νησί, ενώ είχαν ήδη ακουστεί προτάσεις ή «προτάσεις» από αγγλικές ομάδες. Με περίπου 4 εκατομμύρια ευρώ και μια αξιοσέβαστη ρήτρα, ο Ζάχαβι βγήκε από το προσκήνιο και ο Μάτος μπήκε στην Παιανία για μόνιμη εγκατάσταση. Ξεχνάμε μια σημαντική λεπτομέρεια: όλα έγιναν πριν τον δει ο καινούργιος προπονητής.
Για κάποιον λόγο ο Τεν Κάτε πίστεψε κάποιους παίκτες και δεν πίστεψε κάποιους άλλους. Απόλυτα σεβαστό στο κάτω κάτω. Αφού δεν του πήραν κανέναν παίκτη που ζήτησε ή πρότεινε, αποφάσισε να «βγάλει» παίκτες από τους υπάρχοντες. Το μεγάλο του στοίχημα ήταν κυρίως ο Σιμάο, ένα ακατέργαστο διαμάντι στο οποίο είδε άπειρες προοπτικές. Στη συνέχεια ο Μάντζιος και ο Τζιόλης, τους οποίους είχε ενημερώσει ευγενικά η διοίκηση όχι ακριβώς να φτιάξουν τις βαλίτσες τους, αλλά πως αν ερχόταν μια καλή πρόταση από το εξωτερικό, δεν θα έκαναν τους δύσκολους. Για κακή τύχη του Μάτος, οι δύο από τους τρεις παίζουν στη θέση του. Ο πρώτος, ο Σιμάο, είναι σταθερά ο καλύτερος παίκτης της χρονιάς, που στηρίχτηκε (ευτυχώς) ακόμα και μετά την εμφάνιση-λακκούβα με την Ιντερ στο ΟΑΚΑ. Ο δεύτερος ξαναμπήκε στον χάρτη μετά το «διπλό» στη Βρέμη και δεν ξαναβγήκε έκτοτε.
Φτάνοντας στο σήμερα –για την ακρίβεια στην περασμένη Κυριακή– ο Μάτος είναι κάτι σαν επίσημος ρεπατζής του Σιμάο. Ακόμα και με τις Σέρρες, που δεν υπάρχει διαθέσιμος αμυντικός ούτε για δείγμα, προκρίνεται η λύση τού ήδη φευγάτου Σιόντη δεξιά στην άμυνα και του Μελίσση στόπερ και όχι η μετακίνηση του Σιμάο πίσω και η χρησιμοποίηση του Μάτος στα χαφ. Κι όταν τελικά ο Μαρσέλο περνάει στο γήπεδο, είναι σκιά όχι απλώς του εαυτού του, αλλά σχεδόν σκιά ποδοσφαιριστή. Με εξαίρεση τη συμμετοχή του στο τρίτο γκολ, μας προέφερε ένα τραγικό σουτ, λάθος πάσες, αβέβαια πατήματα, σαν πρωτάρης που παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Πού πήγε ο περσινός καλύτερος αμυντικός χαφ του πρωταθλήματος; Και πώς μπορεί να ξαναβρεί τη χαμένη του αυτοπεποίθηση; Διότι με τόσο ακόμα δρόμο σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι σίγουρο ότι κάπου, κάπως, κάποτε θα χρειαστεί. Αλλά όχι αυτός της Κυριακής. Αυτός που έπαιζε πέρυσι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.