Στις περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις που τελειώνουν, η φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον, είναι «ασυμφωνία χαρακτήρων». Στον αθλητισμό τα πράγματα είναι περισσότερο επαγγελματικά και λιγότερο συναισθηματικά, όμως στην περίπτωση του Ολυμπιακού και του Ντέιβιντ Μπλατ, αποδείχθηκε ξεκάθαρα πως οι δύο κόσμοι ήταν εντελώς αταίριαστοι. Παρότι η επιλογή του το καλοκαίρι του 2018 φάνταζε και ήταν με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα ιδανική, στην πράξη αποδείχθηκε πως όσο και αν οι δύο πλευρές προσπαθούσαν, ήταν σχεδόν αδύνατο να βρουν «χημεία» και να πορευθούν προς την επίτευξη των στόχων που είχαν θέσει εξ’ αρχής.
Χωρίς να είναι αποκλειστικά και μόνο δική του ευθύνη, για μία σειρά από λόγους που έχουν αναλυθεί και θα επιχειρήσουμε να υπενθυμίσουμε και στην συνέχεια, ο κόουτς Μπλατ στο αγωνιστικό κομμάτι, τον σχεδιασμό και την στελέχωση του ρόστερ απέτυχε σίγουρα την πρώτη σεζόν και καταργώντας ξανά τη λογική, όλα έδειχναν πως θα αποτύχει και την δεύτερη. Σημαντικές υποσημειώσεις. Πρώτον: Το ότι απέτυχε δεν τον μικραίνει σε καμία περίπτωση ως προπονητή, καθώς όλοι δικαιούνται να έχουν κακές μέρες στη δουλειά. Δεύτερον: Όταν λέμε αποτυχία, δεν εννοούμε να πάρει ο Ολυμπιακός τίτλους ή να πάει στο φάιναλ φορ, αλλά να παρουσιάσει στο παρκέ μία ορθολογική ομάδα, που θα παίζει όμορφο και κυρίως κατανοητό μπάσκετ. Πολύ απλά δεν ταίριαξε με την ομάδα και την αγωνιστική της φιλοσοφία και DNA και κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει η ανάλυση για τα αίτια του «διαζυγίου».
Ο αποχωρισμός, είναι κοινό μυστικό ότι δεν θα ήταν είδηση αν είχε γίνει από το καλοκαίρι, όμως οι αδελφοί Αγγελόπουλοι σεβάστηκαν το πρόβλημα υγείας του, την επιθυμία του να έχει άλλη μία ευκαιρία για να παλέψει και ο ίδιος την επαγγελματική του υστεροφημία, καθώς μην ξεχνάμε πως είχε κλειστό διετές συμβόλαιο, το οποίο για να «σπάσει», χρειαζόταν μία γερή αποζημίωση. Η διοίκηση αποφάσισε να του δώσει «εν λευκώ» την διαμόρφωση του ρόστερ και σε ό,τι αφορά τις μεταγραφές, αλλά και τις αποχωρήσεις, με το ελληνικό στοιχείο να αποτελεί κατά το ήμισυ ήδη παρελθόν, αλλά και με προσθήκες που ήταν μεγάλα στοιχήματα. Η άθλια εικόνα στην πρεμιέρα με την Βιλερμπάν, οδήγησε τους Αγγελόπουλους στην απόφαση χωρίσουν οι δρόμοι τους, πέντε χρόνια μετά την απομάκρυνση του Γιώργου Μπαρτζώκα (σ.σ. υπό εντελώς διαφορετικές και ντροπιαστικές επιτρέψτε μου συνθήκες) μετά το πρώτο επίσημο παιχνίδι της σεζόν και σημειολογικά πριν από παιχνίδι με την Βαλένθια, πράγμα σπάνιο για την ιδιοσυγκρασία και την φιλοσοφία τους ως παράγοντες.
Αποφάσισαν λοιπόν να ενεργήσουν κόντρα στη λογική της υπομονής που τους διακρίνει, καθώς διέγνωσαν αυτό που σχεδόν όλοι είχαν διαπιστώσει, πως η κατάσταση δύσκολα ήταν αναστρέψιμη για μία σειρά από λόγους. Η ομάδα χρειαζόταν ένα ισχυρό σοκ και ένα σημάδι διοικητικής αντίδρασης, με τη διαφορά πως δεν θα πρέπει αυτή η αποχώρηση, να κρύψει κάτω από το χαλί της δικές της μεγάλες ευθύνες και την επιλογή της να μην επικοινωνεί με τον κόσμο όπως πρέπει, σε αυτές τις ιστορικές στιγμές για το τμήμα.
Διότι παρά την διαπιστωμένη διαφορά φιλοσοφίας και τις ακατανόητες αποφάσεις του κόουτς στην στελέχωση, κανείς δε μπορεί να παραβλέψει πως το timing της συνεργασίας ήταν κάκιστο, με τόσα εξωαγωνιστικά θέματα να ταλανίζουν την ομάδα. Δεδομένα ο Μπλατ και ίσως ο κάθε ξένος-εκτός ελληνικής πραγματικότητας προπονητής, είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστεί αυτές τις καταστάσεις. Όταν έδωσαν οι δύο πλευρές τα χέρια όμως, κανείς δε μπορούσε να προβλέψει τι θα συμβεί με πληρωμές, ηχητικά, προκλητικούς ορισμούς διαιτητών-καμικάζι που ξεχείλισαν το ποτήρι και πολλά άλλα. Όμως οφείλουμε όλοι να αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά και μάλιστα πολλά.
Στόχος του Ολυμπιακού με τον κόουτς Μπλατ, ήταν να αλλάξει αγωνιστική φιλοσοφία και στυλ παιχνιδιού. Το μπάσκετ που προσπάθησε όμως να παίξει είτε γιατί ήταν λάθος, είτε γιατί δεν είχε τον σωστό τρόπο για να το μεταδώσει, δεν απέδωσε. Κυρίως, φάνηκε να αλλάζει εντελώς το DNA που είχε «χτίσει» με κόπο και ιδρώτα τα τελευταία χρόνια η ομάδα. Πολλοί, έχουν σταθεί στο αν με το διαθέσιμο μπάτζετ θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Αρχικά, η απάντηση είναι πως όταν υπέγραψε, γνώριζε επ’ ακριβώς πως το διαθέσιμο για μισθούς παικτών ποσό είναι τα 8 με 9 εκατομμύρια ευρώ. «Ταιριάζει απόλυτα στο στυλ μου αυτή η οικονομική πολιτική, θέλω στον Ολυμπιακό να αναδείξω τους επόμενους παίκτες που θα κοστίζουν εκατομμύρια στην Ευρωλίγκα», ήταν το μότο του κόουτς στις πρώτες του προγραμματικές δηλώσεις πέρυσι.
Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει, καθώς πλην του Γουίλιαμς-Γκος, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να κάνει τα πρώτα του βήματα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, οι υπόλοιποι παίκτες που έφερε δεν δείχνουν ικανοί για κάτι τέτοιο. Σε ότι αφορά το μέγεθος του μπάτζετ, ασφαλώς και είναι μικρότερο από των ανταγωνιστών, όμως και από το 2011 και έπειτα αυτό ήταν γα τον Ολυμπιακό και διέπρεψε. Ακόμα και όταν δεν τα κατάφερνε, είχε αγωνιστική ταυτότητα, αρχή, μέση και τέλος. Επίσης, τουλάχιστον τρεις-τέσσερις προπονητές Ευρωλίγκας, έχουν δημιουργήσει με ανάλογα ή και πολύ λιγότερα χρήματα, πολύ πιο ορθολογικά ρόστερ, με κανονικούς παίκτες σε κάθε θέση. Ο Μπλατ, φόρτωσε πέρυσι το ρόστερ με τρία σμολ φόργουορντ, φέτος με τέσσερα 2άρο-3άρια και τέσσερα 4άρια, αφήνοντάς την χωρίς πλέι-μέικερ-δημιουργό και δεύτερο ικανό σέντερ. Επίσης, δύο φορές «βάφτισε» σέντερ δύο παίκτες που είναι παουερ φόργουορντ (ΛεΝτέι, Ρούμπιτ), χωρίς να είναι ευδιάκριτο μπασκετικά, πως θα λειτουργήσει αυτή η καινοτομία.
Για όσους ζουν από κοντά την ομάδα, ήταν φανερό πως η μπασκετική επικοινωνία με αρκετούς παίκτες, κυρίως για τον τρόπο χρησιμοποίησής τους και τον ρόλο τους, δεν ήταν και στα καλύτερα δυνατά επίπεδα. Πολλοί πλέον δεν ανταποκρίνονταν στα «θέλω» του και αυτός στα δικά τους και αυτό είναι πρόβλημα. Πολλοί μετά το «διαζύγιο», θεώρησαν πως έπαιξε ρόλο το πρόβλημα υγείας του, όμως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Είναι δεδομένο όμως, πως έστω και σε μικρό βαθμό, έχει επηρεάσει τον τρόπο που λειτουργεί και δουλεύει. Η πίεση, οι απαιτήσεις, τα ταξίδια και το άγχος σε αυτό το επίπεδο, είναι στον υπερθετικό βαθμό και δεν αποκλείεται και για τον ίδιο να είναι τελικά μια ευεργετική εξέλιξη για την πολύ πιο σημαντική μάχη που έχει να δώσει στην ζωή του και που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες ανθρώπους.
Ο κόουτς Μπλατ είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος με απίστευτα επίπεδα μορφωτικής και πνευματικής καλλιέργειας και το μπάσκετ τον χρειάζεται. Ο αλληλοσεβασμός που επέδειξαν και οι δύο πλευρές στο «αντίο», δείχνει αμφίπλευρη υγεία, που χρειάζεται το ταλαιπωρημένο το τελευταίο διάστημα από πολλά χτυπήματα κορμί του τμήματος.
Η επόμενη μέρα και συγκεκριμένα η αντικατάστασή του, είναι μία ακόμα πολύ δύσκολη αποστολή που αναλαμβάνουν οι αδελφοί Αγγελόπουλοι. Ελάχιστοι πρωτοκλασάτοι προπονητές θα επέλεγαν αυτή τη στιγμή να αναλάβουν μία ομάδα τουλάχιστον τρεις κακοτεχνίες στο ρόστερ, χωρίς ουσιαστικό στόχο για τίτλο και με περιρρέουσα ατμόσφαιρα διόλου ευνοϊκή. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας δείχνει να είναι η ενδεδειγμένη επιλογή και γι’ αυτό είναι δεδομένο πως η διοίκηση θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να φέρει σε πέρας την υπόθεση. Θα χρειαστούν πολλά χρήματα για αλλαγές στο ρόστερ (θα γίνουν έτσι και αλλιώς), αλλά και πολλά εχέγγυα και προοπτική για το μέλλον. Για παραπάνω από έναν λόγους όμως, είναι πολύ δύσκολο ο Έλληνας τεχνικός να δεχθεί. Όσο και αν το συναίσθημά του μπορεί να τον οδηγεί προς το αντίθετο, όσο και αν δεδομένα έχει αφήσει μία δουλειά στη μέση χωρίς την θέλησή του…
Υ.Γ. Η καλόπιστη αγωνιστική κριτική, είναι εντελώς άσχετη με την ανθρώπινη σχέση και τις προσωπικότητες. Έχω λοιπόν αρκετούς λόγους να αισθάνομαι τυχερός που γνώρισα τον συγκεκριμένο άνθρωπο και να τον ευχαριστήσω για τις πολύτιμες κουβέντες του στις συζητήσεις μας για την ζωή, και όχι μόνο, στα ταξίδια. Πολύ περισσότερο, για τον τρόπο που επικοινώνησε το πρόβλημα υγείας του, τους πολλούς ανθρώπους που έχει ήδη βοηθήσει με αυτό τον τρόπο και την γενικότερη φιλοσοφία ζωής του. Μακάρι ο κόουτς να μείνει δυνατός γιατί έχει να προσφέρει πολλά. Ο αθλητισμός και η επιτυχία ή η αποτυχία σε αυτόν, έρχονται σε δεύτερη και τρίτη μοίρα.
Follow @ZervasNikolaos
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.