Το ποδόσφαιρο δεν ήταν πάντα τόσο προσιτό όσο είναι σήμερα. Στις μέρες μας απλά βγάζεις το κινητό σου και με μία απλή αναζήτηση μαθαίνεις τα πάντα για ολόκληρη την ποδοσφαιρική σεζόν. Για το καθετί. Από το τελευταίο ματς του τελευταίου πρωταθλήματος στον κόσμο μέχρι αναλύσεις επί αναλύσεων για τα συστήματα και τις τακτικές στον τελικό του Champions League.
Πριν από αρκετά χρόνια, ωστόσο, το να πάει κανείς στο γήπεδο ή να παρακολουθήσει έναν αγώνα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο ήταν η μόνη επιλογή -εκτός, φυσικά, από το να διαβάσει τι έγινε στις εφημερίδες την επόμενη μέρα αν δεν είχε καν οπτικοακουστική δυνατότητα!
Αυτό ίσχυε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Σαν τη Ρουμανία για παράδειγμα.
Γράφει ο Νίκος Ράλλης
Οι Ρουμάνοι λατρεύουν το ποδόσφαιρο και μάλιστα, τη δεκαετία του 1980 είχαν μερικές πραγματικά εξαιρετικές ομάδες, με τη Στεάουα Βουκουρεστίου, φυσικά, τον σύλλογο του ρουμανικού στρατού, να ξεχωρίζει. Τόσο πολύ, δε, που έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1986 και το «σήκωσε»!
Ουδείς, βέβαια, της έδινε την παραμικρή πιθανότητα να το πάει μέχρι τέλους, κατακτώντας το βαρύτιμο τρόπαιο. Είχαν πολύ καλή ομάδα οι Ρουμάνοι, αλλά αφενός η κλήρωση στάθηκε σύμμαχός τους σε εκείνη την ονειρεμένη πορεία μέχρι τον τελικό της Σεβίλλης, καθώς «έπεσαν» κατά σειρά με τη δανέζικη Βάιλε Μπόλντκλουμπ, την ουγγρική Χόνβεντ, τη Λάχτι από τη Φινλανδία στα προημιτελικά και την Άντερλεχτ στα ημιτελικά και αφετέρου απέναντί τους στο μεγάλο παιχνίδι της 7ης Μαΐου ήταν η Μπαρτσελόνα, το αδιαφιλονίκητο φαβορί, που έπαιζε και «εντός» έδρας. Έτσι, ένα ολόκληρο έθνος, οπαδοί και μη της Στεάουα, κάθισαν μπροστά στην τηλεόραση (όσοι είχαν) ή στο ραδιόφωνο, ελπίζοντας για το καλύτερο.
Προπονητής της Στεάουα ήταν ο Εμερίχ Γένεϊ. Ένας πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, που πέρασε 12 σεζόν στην ομάδα της ρουμανικής πρωτεύουσας, παίζοντας ως αμυντικός μέσος. Αποσύρθηκε αμέσως μετά την αποχώρησή του από τον σύλλογο, αλλά επέστρεψε γρήγορα, πρώτα ως βοηθός προπονητή και μετά ως επικεφαλής προπονητής. Συνολικά στον πάγκο της Στεάουα κάθισε σε επτά διαφορετικές θητείες, η καθεμία για μερικά χρόνια. Η τελευταία ήταν το 2000, όταν και αποχαιρέτησε οριστικά το ποδόσφαιρο.
Ο Γένεϊ, πράγματι, ήταν ο «μαέστρος» εκείνης της απίστευτης ομάδας, που έφτασε μέχρι τον τελικό και την κούπα, και έγινε η πρώτη και μοναδική -μέχρι τον Ερυθρό Αστέρα πέντε χρόνια αργότερα- Πρωταθλήτρια Ευρώπης από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Το μυθικό βράδυ της 7ης Μαΐου στο «Σάντσεθ Πιθχουάν», ωστόσο, ένας άλλος έμελλε να μείνει στην ιστορία και να γίνει ήρωας. Ο ήρωας της Σεβίλλης, όπως τον χαρακτήρισαν. Και δικαίως.
Ο αγώνας ανάμεσα σε Στεάουα Βουκουρεστίου και Μπαρτσελόνα ήταν ατελείωτος και όχι κάτι το ιδιαίτερο από άποψη θεάματος για τους 70.000 και πλέον ανθρώπους, κυρίως Καταλανούς, που έδωσαν το «παρών» στην έδρα της Σεβίλλης. Αυτό, φυσικά, καθόλου δεν «χαλούσε» το αουτσάιντερ, τη ρουμανική ομάδα, που, παίζοντας ψυχωμένα, κρατούσε τη μεγάλη αντίπαλό της στο «μηδέν». Στα 90 λεπτά της κανονικής διάρκειας του τελικού, αλλά και στο μισάωρο της παράτασης, καμία δεν μπορούσε να σκοράρει. Τα πέναλτι θα έκριναν τον 31ο Πρωταθλητή Ευρώπης. Αν θέλετε, όχι τα πέναλτι, αλλά οι τερματοφύλακες. Και η Μπάρτσα είχε έναν από τους καλύτερους στον κόσμο!
Την «μπλαουγκράνα» εστία υπερασπιζόταν ο Φρανθίσκο Χαβιέρ Γκονθάλεθ Ουρουτικοετσέα, ο θρυλικός «Ουρούτι», που έπαιξε σε περισσότερα από 300 παιχνίδια στη La Liga κατά τη διάρκεια της 16χρονης καριέρας του. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ. Ελάχιστοι τον ήξεραν. Εκείνο το βράδυ, όμως, τον έμαθε όλος ο πλανήτης. Και μετά χάθηκε από προσώπου γης!
Ο Ντουκαντάμ έκανε κάτι πραγματικά ασύλληπτο. Κάτι, που κανείς δεν είχε κάνει ξανά και ουδέποτε έκανε άλλος και τα επόμενα χρόνια. Συνηθίζουμε να λέμε για τερματοφύλακες, που κρίνουν νίκες, τελικούς και τρόπαια στη διαδικασία των πέναλτι. Το «λέμε», ωστόσο, ακριβώς γιατί εκείνος ο πανύψηλος Ρουμάνος, από ένα χωριό 3.000 κατοίκων ονόματι Σέμλακ στα σύνορα της χώρας με την Ουγγαρία, έκανε συνώνυμες με το όνομά του τις περιπτώσεις, όπου ο τερματοφύλακας κρίνει τη «ρώσικη ρουλέτα».
Ο Ντουκαντάμ, λοιπόν, υποχρέωσε το φαβορί να υποκλιθεί στο μεγαλείο του, πιάνοντας τέσσερα πέναλτι στις ισάριθμες εκτελέσεις των Αλεξάνκο, Πεδράθα, Πίτσι Αλόνσο και Μάρκος, ενώ ο Ουρούτι απέκρουσε εκείνες των Ματζάρου και Μπόλονι. Οι Λάκατους και Μπαλίντ βρήκαν στόχο και κάπως έτσι η Στεάουα πέτυχε το θαύμα, με το τελικό 2-0 να προκαλεί τους πιο ξέφρενους πανηγυρισμούς, που είχε δει η ρουμανική πρωτεύουσα, μέχρι και την επανάσταση του 1989. Ο ήρωας της Σεβίλλης είχε οδηγήσει τους Ρουμάνους στο «Άγιο Δισκοπότηρο» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και όλος ο κόσμος -μαζί με την Μπαρτσελόνα- έψαχνε να βρει τι τον χτύπησε. Κυρίως, όμως, «έψαχνε» τον Χέλμουτ Ντουκαντάμ. Ποιος ήταν και πού πήγε μετά;
Η ιστορία του 63χρονου, σήμερα, Ρουμάνου γκολκίπερ μετά τον τελικό είναι βγαλμένη από σενάριο ταινίας. Δύο σενάρια βασικά: Ένα για δραματική ταινία και ένα για φαντασίας. Πάμε στην πρώτη. Ουσιαστικά, ο τελικός και η κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ήταν ο τελευταίος αγώνας του Ντουκαντάμ! Μόλις λίγους μήνες μετά το ματς, και ενώ, στα 27 του, η μισή Ευρώπη έπεφτε στα... χέρια του, προκειμένου να τον αποκτήσει, συνέβη μία πραγματική τραγωδία.
Καθώς βρισκόταν σε θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας, απολαμβάνοντας τις καλοκαιρινές του διακοπές, ξύπνησε με αφόρητους πόνους στο δεξί του χέρι. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο στις 12 Ιουλίου 1986. Η διάγνωση ήταν θρόμβωση, που θα μπορούσε να προκαλέσει μέχρι και ακρωτηριασμό. Τον γλίτωσε, αλλά η καριέρα του είχε τελειώσει.
Σταδιακά το πρόβλημά του αποκαταστάθηκε. Οι γιατροί μπόρεσαν να σώσουν το χέρι του, το οποίο επανήλθε και τρία χρόνια αργότερα ήταν εκ νέου σε θέση να φορέσει τα γάντια του. Έπαιξε στη Βάγκονουλ Άραντ, ομάδα της δεύτερης κατηγορίας της Ρουμανίας, για δύο σεζόν. Ποτέ ξανά, όμως, δεν θα ήταν ο ίδιος. Το 1991, απογοητευμένος, ο ήρωας της Σεβίλλης κρέμασε τα γάντια του σε ηλικία 32 ετών.
Η ταινία... φαντασίας για τη ζωή του, ωστόσο, είναι για Όσκαρ. Στη Ρουμανία του Νικολάε Τσαουσέσκου δεν ήθελε και πολύ, προκειμένου μύθοι να γίνουν γεγονότα. Κυκλοφόρησε, λοιπόν, μια άλλη εκδοχή για την «εξαφάνιση» του Ντουκαντάμ, που πίστεψαν πάρα πολλοί και ακόμη και σήμερα αρκετοί στη Ρουμανία θεωρούν ότι κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα, παρότι ο ίδιος το έχει διαψεύσει! Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, μετά τον τελικό με την Μπαρτσελόνα ο Ντουκαντάμ δέχθηκε δώρο μια Mercedes από τον τότε πρόεδρο της Ρεάλ Μαδρίτης, Ραμόν Μεντόζα, θέλοντας έτσι να τον ευχαριστήσει, που ταπείνωσε τη μισητή αντίπαλο της «βασίλισσας».
Όταν επέστρεψε στη Ρουμανία, όμως, συναντήθηκε με τον γιο του Τσαουσέσκου, Νίκου, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Στεάουα, και του ζητήθηκε να παραδώσει το αμάξι! Εκείνος αρνήθηκε και η τιμωρία ήταν να του σπάσουν τα δάχτυλα του χεριού του, ώστε να μην μπορέσει να παίξει ξανά ποδόσφαιρο.
Η παραπάνω εκδοχή «ξέφυγε» και για αρκετά χρόνια στη χώρα ήταν η επικρατούσα γύρω από το γιατί ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ δεν φόρεσε ποτέ ξανά σε τοπ επίπεδο τα γάντια του! Μάλιστα, κάποιοι έβαζαν περισσότερη σάλτσα, λέγοντας πως του έσπασαν τα δάχτυλα απλά και μόνο διότι στην οικογένεια του δικτάτορα δεν άντεχαν να ζουν με την ιδέα πως κάποιος επισκίαζε τη δημοφιλία της και κάπως έτσι αποφάσισαν να τον εξοντώσουν!
Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ αρνήθηκε κατηγορηματικά τα παραπάνω, πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας, ωστόσο, ότι η σχέση του με τον γιο του Τσαουσέσκου δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Παράλληλα, παραδέχθηκε ότι πήρε από την κυβέρνηση ένα Dacia και 200 δολάρια. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι άφησε για αρκετό καιρό να αιωρείται η φήμη ότι το καθεστώς τού έκοψε την μπάλα -και τα δάχτυλα- τον έκαναν να ανέβει ακόμη περισσότερο στις συνειδήσεις των συμπατριωτών του, που τον θεωρούσαν πια, όχι απλά ήρωα της Σεβίλλης, επειδή έπιασε τα τέσσερα πέναλτι, αλλά ήρωα της πατρίδας τους στον αγώνα κατά του Τσαουσέσκου!
Στην πραγματικότητα, ο Ντουκαντάμ στάθηκε τρομερά άτυχος, παρουσιάζοντας ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας πάνω στο πικ της καριέρας του. Και το χειρότερο; Τα χτυπήματα συνεχίστηκαν και αργότερα. Αναγκάστηκε να δουλέψει ως συνοριοφύλακας στη γενέτειρά του, άνοιξε μια σχολή ποδοσφαίρου, αλλά τα πολλά οικονομικά του προβλήματα τον «έπνιξαν» και αναγκάστηκε να τα πουλήσει όλα. Δοκίμασε και στην Αμερική την τύχη του, το 2003, αλλά επέστρεψε στη Ρουμανία μαζί με την οικογένειά του χωρίς να καταφέρει τίποτα ούτε εκεί έναν χρόνο μετά.
Σήμερα, και ενώ από το 2008 έως το 2020 ήταν επίτιμος πρόεδρος της αγαπημένης του Στεάουα Βουκουρεστίου, ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ ζει μια ήσυχη ζωή με την οικογένειά του και τα εγγόνια του. Είναι ιδιαιτέρως ενεργός στα social media, φαίνεται πως έχει αφήσει πίσω του τα πολλά προβλήματα του παρελθόντος και επίσης ξύρισε το χαρακτηριστικό μουστάκι του! Ανεξάρτητα από το πώς μοιάζει πια, τι πέρασε, τι λάθη έκανε, ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ θα είναι πάντα ένας θρύλος. Θα είναι πάντα εκείνος, που σαν σήμερα πριν από 36 χρόνια έγινε ο ήρωας της Σεβίλλης.