Μετά από ένα «οργιαστικό» διάστημα για τον Παναθηναϊκό AKTOR, το οποίο περιελάμβανε κατάκτηση Ευρωλίγκας στο Βερολίνο, επιστροφή στην κορυφή του πρωταθλήματος από το 0-2 κόντρα στον «αιώνιο» αντίπαλο, και εξαιρετικές μεταγραφές που ισχυροποίησαν κι άλλο την ομάδα το καλοκαίρι, για πρώτη φορά υπάρχει ένας προβληματισμός στις τάξεις των «πρασίνων».
Αυτός προέκυψε με αφορμή την ήττα της ομάδας του Εργκίν Αταμάν από την «πρωτάρα» Παρί στην «πόλη του φωτός», ωστόσο το αποτέλεσμα δεν είναι ο μοναδικός λόγος. Οι φίλοι του «τριφυλλιού», παρά τον ενθουσιασμό τους, μπορούν να αναγνωρίσουν ότι η εικόνα μέχρι στιγμής δεν δικαιώνει τις προσδοκίες, καθώς η ομάδα τους έχει να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα ώστε να ξαναβρεί τον καλό εαυτό της.
Το θετικό νέο για τους «πράσινους», είναι πως αμέσως μετά την ήττα στο Παρίσι, έχουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να «σβήσουν» αυτό το αποτέλεσμα. Η ομάδα του Εργκίν Αταμάν θα αντιμετωπίσει τη Ρεάλ στη Μαδρίτη, σε ένα γήπεδο απ' όπου πέρυσι έφυγε νικήτρια και ξεκίνησε την τελική της «αντεπίθεση» στη σεζόν. Για να καταφέρει, όμως, να θριαμβεύσει στο «WiZink Center», θα χρειαστεί ο Παναθηναϊκός να διορθώσει αρκετά κακώς κείμενα.
Η Ευρωλίγκα θέλει πόλεμο και όχι νοοτροπία... All Star Game
Aν υπάρχει ένα πρόβλημα του «επτάστερου» που περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα, αυτό είναι η νοοτροπία με την οποία έχει μπει στη σεζόν. Από τα φιλικά προετοιμασίας, ήταν φανερό ότι το... hangover από τις περσινές επιτυχίες έχει καταστήσει τον Παναθηναϊκό λίγο «μπλαζέ». Λίγο η (λογική) υπεραισιοδοξία μετά την τρομερή αγωνιστική περίοδο που προηγήθηκε, λίγο οι υπερβολές από διοίκηση και τεχνικό τιμ και λίγο οι μεταγραφές που πρόσθεσαν κι άλλη «αστερόσκονη» στο ρόστερ, δημιούργησαν μία αίσθηση σε ομάδα και κόσμο πως το όγδοο «αστέρι» είναι κάτι που έχει ήδη κατακτηθεί και πλέον υπάρχει απλώς η αναμονή μέχρι να έρθει η στιγμή.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι τα ονόματα δεν παίζουν «μπάλα», ή στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπάσκετ. Μπορεί στα «χαρτιά» ο Παναθηναϊκός να έχει ένα από τα καλύτερα ρόστερ της ιστορίας του, όντας ενισχυμένος μετά από μία ήδη εντυπωσιακή σεζόν, ωστόσο αυτό δεν αρκεί για να επαναλάβει τις επιτυχίες του. Για να το καταφέρει αυτό, θα χρειαστεί να θυμηθεί όσα τον έφεραν εκεί. Από την ήττα στο Super Cup μέχρι και αυτή στο Παρίσι, το κοινό στοιχείο είναι ότι οι «πράσινοι» μπήκαν σε όλες τις αναμετρήσεις τους στο παρκέ με ύφος «χιλίων καρδιναλίων», βγάζοντας έναν αέρα τρομερής αυτοπεποίθησης, που δεν θέλει πολύ ωστόσο για να μετατραπεί σε αλαζονεία.
Στον τελικό με τον Ολυμπιακό στη Ρόδο, ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε το ματς δίχως ίχνος ανησυχίας πως θα χάσει το τρόπαιο και τελικά το έχασε. Κόντρα στην Άλμπα, οι «πράσινοι» έπαιξαν με... χαλαρότητα All-Star Game, επέτρεψαν μπόλικες φορές στους Γερμανούς να μπουν στο παιχνίδι, αν και τελικά η ποιότητά τους αρκούσε για τη νίκη. Το ίδιο ακριβώς έγινε και στα ματς με Καρδίτσα και Μπάγερν, ενώ με τον ΠΑΟΚ η εικόνα ήταν πραγματικά «εκνευριστική», καθώς ο Παναθηναϊκός έμοιαζε για τρία δεκάλεπτα να παίζει με αδικαιολόγητη σιγουριά πως θα κερδίσει, παρόλο που βρισκόταν διαρκώς πίσω στο σκορ. Το «καμπανάκι» δεν έγινε αντιληπτό από κανέναν, εκτός από την Παρί, η οποία δεν τρόμαξε από τη λάμψη των επτά «αστεριών» και υποχρεώσε τον πρωταθλητή Ευρωλίγκας να ηττηθεί από τον πρωταθλητή του Eurocup.
Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Σίγουρα ένα ηχηρό «χαστούκι» όπως αυτό στη γαλλική πρωτεύουσα μπορεί να μεταφέρει στην ομάδα του Παναθηναϊκού το μήνυμα πως για να κερδίσεις χρειάζεται να παίξεις κιόλας. Και όχι απλώς να... μοιράσεις θέαμα, αλλά να «ματώσεις» τη φανέλα, ακόμη και κόντρα σε ομάδες που υστερούν όπως η Παρί, η Καρδίτσα, ο ΠΑΟΚ και η Άλμπα. Αυτή η σκληράδα, πνευματική και σωματική, οδήγησε το «τριφύλλι» πέρυσι σε αυτή την απίθανη σεζόν. Αυτή θα χρειαστεί για να αφήσει πίσω του τη σκληρή ήττα στο Παρίσι και να απαντήσει με «διπλό» στη Μαδρίτη.
Το πρόβλημα στη δημιουργία
Όταν ξεκίνησε η σεζόν, όλοι συμφωνούσαν πως αν σε κάτι υπερτερεί ο Παναθηναϊκός από όλες τις ομάδες της Ευρωλίγκας, είναι στην περιφέρεια. Η προσθήκη του Λορέντζο Μπράουν δίπλα σε Κώστα Σλούκα, Κέντρικ Ναν και Τζέριαν Γκραντ δημιούργησε μία τετράδα που στα «χαρτιά» μοιάζει ανίκητη. Παρόλα αυτά, στις μέχρι στιγμής υποχρεώσεις τους, οι «πράσινοι» πάσχουν από έλλειψη ιδεών στην επίθεση.
Ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η μέχρι στιγμής αρνητική απόδοση του Κώστα Σλούκα. Ο αρχηγός του Παναθηναϊκού συνηθίζει ούτως ή άλλως να ξεκινάει με χαμηλή ταχύτητα και να πατάει το «γκάζι» στην πορεία της σεζόν, κάτι το οποίο έκανε και πέρυσι. Ωστόσο, φέτος δείχνει για την ώρα πολύ μακριά από τον καλό του εαυτό, ίσως και λόγω της απουσίας του από το μεγαλύτερο κομμάτι της προετοιμασίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως στις πρώτες αγωνιστικές της Ευρωλίγκας, οι «πράσινοι» είναι -5,5 ανά 100 κατοχές με τον αρχηγό τους στο παρκέ, επίδοση που είναι η δεύτερη χειρότερη σε όλη την ομάδα και μία από τις δύο που έχουν αρνητικό πρόσημο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Αταμάν τον «πάρκαρε» σε μεγάλο μέρος του αγώνα με την Παρί, αφού όσο αγωνίστηκε, ο Σλούκας είχε πολύ αρνητική συνεισφορά (-12,8 ανά 100 κατοχές), μην μπορώντας να ακολουθήσει τον φρενήρη ρυθμό των αθλητικών Γάλλων.
Η αρνητική αυτή απόδοση του «Σλούκι Λούκ», αν και παροδική, αφού έχει την ποιότητα και την εμπειρία να επαναφέρει γρήγορα τον εαυτό του, έχει καταδικάσει τον Παναθηναϊκό να βρίσκεται πολύ χαμηλά στη δημιουργία μεταξύ των 18 ομάδων. Συγκεκριμένα, οι «πράσινοι» έχουν την 6η χειρότερη επίδοση σε όλη τη διοργάνωση όσον αφορά τη συσχέτιση μεταξύ πόντων και ασίστ, αφού μόλις το 56% των πόντων τους προέρχεται από τελική πάσα.
Φυσικά, το ατομικό ταλέντο παικτών όπως ο Ναν, ο Μπράουν και ο Λεσόρ υπερκαλύπτει πολλές φορές αυτό το πρόβλημα, όμως συχνά το «τριφύλλι» καταδικάζεται σε επιθέσεις με over-dribbling, κακές αποστάσεις και παντελή έλλειψη συνεργασιών, αναγκάζοντας τους παραπάνω να βγάλουν το «φίδι από την τρύπα» με εξεζητημένες προσπάθειες.
Σαφέστατα, οι ομάδες του Αταμάν πάντοτε έδιναν περισσότερο βάση στο ατομικό ταλέντο και λιγότερη στο «πινακάκι». Όμως σίγουρα θα χρειαστει περισσότερη «φαντασία» και περισσότερος... Σλούκας ώστε να μπορέσει ο Παναθηναϊκός να βρει σταθερότητα στην επίθεσή του και να μη βασίζεται κατά κύριο λόγο στη «μέρα» του Ναν και του Λεσόρ. Δεν είναι τυχαίο πως το κακό παιχνίδι του πρώτου συνδυάστηκε με ήττα από την Παρί.
Το άλυτο πρόβλημα στα ριμπάουντ και η ανάγκη για πρωταγωνιστές
Το καλοκαίρι, οι περισσότεροι συμφωνούσαν πως με τις νέες προσθήκες, ο Παναθηναϊκός θα μπορούσε να βελτιώσει την αδυναμία του στα ριμπάουντ, η οποία τον ταλαιπώρησε σε μεγάλο βαθμό και πέρυσι. Η προσθήκη ενός ψηλού φόργουορντ όπως ο Τσεντί Οσμάν και ενός ικανότατου ριμπάουντερ όπως ο Ομέρ Γιουρτσεβέν ήταν στοχευμένες σε αυτό το κομμάτι, ωστόσο η όχι και τόσο μεγάλη παρουσία αμφότερων στο μέχρι στιγμής ροτέισιον, έχει διαιωνίσει το ζήτημα.
Στις τρεις πρώτες αγωνιστικές, ο Παναθηναϊκός έχει επιτρέψει στους αντιπάλους του 38 (!) επιθετικά ριμπάουντ, κάτι παραπάνω δηλαδή από 12 ανά παιχνίδι. Τόσα πήρε και ο Ολυμπιακός, στον μεταξύ τους αγώνα για τον τελικό του Super Cup. Κόντρα στην Παρί, οι «πράσινοι» επέτρεψαν 17 ολόκληρες ανανεώσεις κατοχής στους αθλητικούς Γάλλους, κάτι που συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην ήττα τους.
Σίγουρα, το κομμάτι των ριμπάουντ συνδυάζεται με την έλλειψη μαχητικότητας και σκληράδας που συζητούσαμε παραπάνω. Οι «πράσινοι» δεν δείχνουν μέχρι τώρα, εξαιρουμένου του Ματίας Λεσόρ και ίσως του Χουάντσο Ερνανγκόμεθ, διατεθειμένοι να βάλουν το... σώμα τους στη «φωτιά» όπως την περασμένη αγωνιστική περίοδο. Παρόλα αυτά, τα «σκουπίδια» είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα προσώπων.
Ο Αταμάν δεν δίνει προς το παρόν ιδιαίτερο χρόνο στον Ομέρ Γιουρτσεβέν, ο οποίος είναι πιθανώς ο κορυφαίος ριμπάουντερ της ομάδας. Η φοβερή φόρμα στην οποία βρίσκεται ο Λεσόρ παίζει τον ρόλο της, αλλά η αλήθεια είναι πως ο Τούρκος δεν έχει επί της παρούσης βοηθήσει στα λεπτά που πάτησε παρκέ, έχοντας πολύ αρνητική επιρροή στο παιχνίδι της ομάδας του (-22,5 ανά 100 κατοχές). Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Τσεντί Οσμάν, ο οποίος παρουσιάζει καλύτερη εικόνα, όμως δεν απολαμβάνει και πολύ χρόνο συμμετοχής από τον προπονητή του.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει αναγκάσει τον τεχνικό του Παναθηναϊκού να χρησιμοποιεί πάνω-κάτω τα ίδια σχήματα με την περσινή σεζόν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τα αμυντικά ριμπάουντ συνεχίζουν να αποτελούν μία βασική «αχίλλειο πτέρνα» της ομάδας, αφού αυτή αναγκάζεται να παίζει σε μεγάλο μέρος των αναμετρήσεών της με τρία γκαρντ και μεγάλη υψομετρική διαφορά από τον αντίπαλο. Κόντρα στην Παρί, είδαμε στο φινάλε μέχρι και 4 περιφερειακούς ταυτόχρονα στο παρκέ!
Το πρόβλημα αυτό δημιουργεί μεγάλη ανησυχία ενόψει Ρεάλ, καθώς οι Μαδριλένοι έχουν τον «γίγαντα» Έντι Ταβάρες, τον εξαιρετικό ριμπάουντερ Σερτζ Ιμπάκα, και άλλους ικανότατους παίκτες σε αυτό το κομμάτι όπως ο Γκάμπι Ντεκ και ο Ουσμάν Γκαρούμπα. Θα πρέπει οι «πράσινοι» να βγάλουν στο παρκέ μεγαλύτερη διάθεση να παλέψουν για το ριμπάουντ, αλλά θα χρειαστεί μια διαφορετική προσέγγιση και από τον Αταμάν, ο οποίος ίσως κληθεί να δείξει περισσότερη εμπιστοσύνη στους Οσμάν και Γιουρτσεβέν για να ψηλώσει τα σχήματά του. Μην ξεχνάμε ότι πέρσι, όταν άλωσε τη Μαδρίτη, ο Τούρκος τεχνικός είχε επιστρατεύσει τον μέχρι τότε «άφαντο» Παπαπέτρου ώστε να λύσει αυτό ακριβώς το πρόβλημα...
Το γενικότερο συμπέρασμα είναι πως ο Παναθηναϊκός χρειάζεται περισσότερους πρωταγωνιστές, είτε επιστρατεύοντας τους «νέους» για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είτε μέσω βελτίωσης της απόδοσης των παικτών που ήδη εμπιστεύεται ο Αταμάν. Πέρα από τα ριμπάουντ, όπου η αύξηση των λύσεων από τον πάγκο ίσως βοηθήσουν στο πρόβλημα, ακόμη και η επίθεση των «πρασίνων» έχει ανάγκη από μεγαλύτερη ποικιλία.
Ενδεικτικά αξίζει να αναφέρουμε ότι στα τρία πρώτα ματς, οι Ματίας Λεσόρ και Κέντρικ Ναν μετρούν 55 και 49 πόντους συνολικά αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, μαζί αριθμούν 104 πόντους σε τρεις αγώνες, ενώ ο Παναθηναϊκός έχει σκοράρει αθροιστικά 261 πόντους. Οι δύο παίκτες, δηλαδή, έχουν σκοράρει το 39,85% του συνόλου. Μένει να φανεί ποιος από τους υπόλοιπους θα μπορέσει να βγει μπροστά... ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube