Το πρώτο πράγμα που μετρά σ’ έναν προπονητή -και το βασικό κριτήριο της αξίας του- είναι τα επιτεύγματά του. Τι κατάφερε και υπό ποιες συνθήκες.
Πέραν όμως των αποτελεσμάτων ενός τεχνικού στις ομάδες του, υπάρχει μια επίσης πολύτιμη πηγή συμπερασμάτων: Το… γιατί έφυγε απ’ αυτές.
Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός
Αν κάποιος κρίνει λοιπόν τον Γκουστάβο Πογιέτ με βάση τις αγωνιστικές επιδόσεις των συλλόγων που συνεργάστηκε, αν μη τι άλλο θα βρει κολακευτικά στοιχεία: Τη σωτηρία της Μπράιτον την πρώτη σεζόν που τον εμπιστεύτηκε. Την άνοδο στην Championship την επόμενη κιόλας χρονιά. Την καθιέρωση στην τρίτη σεζόν (με τη 10η θέση) και το «άγγιγμα» της ανόδου στην Premier League στην τέταρτη (όταν κι αποκλείστηκε στα μπαράζ).
Ακόμα πιο ενθαρρυντικά δε -και πιο λαμπερά δεδομένου ότι έγιναν στα σαλόνια- ήταν τα δείγματα της πρώτης σεζόν στη Σάντερλαντ: Σωτηρία -παρά το καταστροφικό ξεκίνημα που είχε κάνει η ομάδα. Πρόκριση στον τελικό του Λιγκ Καπ αποκλείοντας ενδιάμεσα τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κι ένα στιλ ποδοσφαίρου που προκάλεσε κολακευτικά σχόλια από στόματα όπως των Χάρι Ρέντναπ και Αρσέν Βενγκέρ.
Πού… στράβωνε όμως η δουλειά με τον Γκουστάβο Πογιέτ; Γιατί έφυγε από τις δυο ομάδες όπου βρέθηκε ως πρώτος προπονητής; Οι λόγοι είναι διαφορετικοί. Παράλληλα όμως και μ’ έναν περίεργο τρόπο συνδεδεμένοι. Γιατί θα μπορούσε κανείς να πει ότι η φιλοδοξία λόγω της οποίας φθάρηκε η σχέση του με την πρώτη «τον έφαγε» τελικώς και στη δεύτερη.
Τον Μάιο του 2013, λοιπόν, ο Ουρουγουανός έχει φτάσει με την Μπράιτον στα μπαράζ της ανόδου στην Premier League. Η Κρίσταλ Πάλας, όμως, αποδεικνύεται αξεπέραστο εμπόδιο. Το δεύτερο παιχνίδι τελειώνει, η ομάδα μένει εκτός και ο Πογιέτ (που έχει συμβόλαιο ως το 2016) δηλώνει ότι πρέπει να συζητήσει με τον ιδιοκτήτη τις φιλοδοξίες του συλλόγου. Προφανώς επειδή δεν τον κάλυπταν. Κι επειδή -σύμφωνα με δημοσιεύματα- είχαν ήδη αρχίσει να ηχούν οι σειρήνες από Φούλαμ και Έβερτον.
Παράλληλα πληροφορίες τον θέλουν να λέει στους παίκτες του ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί την παραμονή του στην ομάδα. Και ότι πιστεύει πως έφτασε μαζί της όσο πιο μακριά μπορούσε να πάει. Αυτό ήταν. Επικαλούμενη «εικαζόμενες παραβάσεις συμβολαίου», η διοίκηση της Μπράιτον θέτει τον ίδιο και τους βοηθούς του σε… διαθεσιμότητα. Στο διάστημα έρευνας που ανακοινώνει ότι θα κάνει τους απαγορεύει (μέσω sms) να πάνε στο προπονητικό κέντρο και να έρθουν σε επαφή με τους παίκτες.
Κι εν τέλει στις 23 Ιουνίου -κι ενώ σχολιάζει για λογαριασμό του BBC ένα παιχνίδι για το Confederation Cup- μαθαίνει ότι απολύθηκε. Μέσω μιας εκτυπωμένης ανακοίνωσης που του δίνει ένα μέλος της παραγωγής του καναλιού. Ο λόγος του «διαζυγίου» μοιάζει αμφίβολο αν ήταν πραγματικός ή πρόσχημα για να λυθεί το συμβόλαιό του, αλλά ο τρόπος που ενημερώθηκε αναμφίβολα ήταν τόσο σκληρό φάουλ, όσο αυτά που έκανε κι ο ίδιος ενίοτε ως παίκτης.
Φεύγοντας όμως από την Μπράιτον (με το παράσημο, εκτός των άλλων, ότι επί των ημερών του ο σύλλογος είχε τον μεγαλύτερο μέσο όρο εισιτηρίων και δέχθηκε τα λιγότερα γκολ) ο Ουρουγουανός είχε «ψηλώσει». Και δικαιολογημένα. Το κακό όμως όταν ανεβαίνεις ψηλά είναι ότι η προσγείωση -εφόσον την υποστείς- είναι πιο ανώμαλη.
Μετά λοιπόν τη σεζόν του… μέλιτος στη Σάντερλαντ (τα επιτεύγματα της οποίας καταγράφηκαν νωρίτερα), ο Πογιέτ έφτασε σε λιγότερο από 18 μήνες ν’ αποχωρήσει κι απ’ τις «μαύρες γάτες». Όχι λόγω γρουσουζιάς. Αλλά εξαιτίας βασικών δυσλειτουργιών που καταγράφονται σε δημοσιεύματα της εποχής.
Του χρεώθηκε, ας πούμε, ότι δεν έκανε καλές μεταγραφές. Ότι οι σχέσεις του με τον τεχνικό διευθυντή, Λι Κόγκερτον, ήταν διαταραγμένες και βασικός λόγος ήταν, πως όταν αποφάσιζε ο ίδιος για την απόκτηση ποδοσφαιριστών, έκανε άστοχες επιλογές. Μάλιστα ως κύριο παράδειγμα παρουσιάζεται ο… Νάτσο Σκόκο, η απόκτηση του οποίου δεν δικαιώθηκε από τα 6 μόλις παιχνίδια που έκανε ο Αργεντινός με τη Σάντερλαντ. Φέρεται, δε, να μη συμφώνησε στην απόκτηση παικτών όπως ο Τόμπι Αλντερβάιρελντ και ο Μίκα Ρίτσαρντς.
Του καταλογίστηκε επίσης ότι δεν διαμόρφωσε μια ολοκληρωμένη τακτική προσέγγιση. Ότι τοποθετούσε παίκτες σε λάθος θέσεις. Ότι δεν είχε καλές επιδόσεις στα εντός έδρας παιχνίδια. Ως χαρακτηριστική απόδειξη, εξάλλου, γι’ αυτό προβλήθηκε η αποτυχία της Σάντερλαντ να σκοράρει στα τέσσερα από τα πέντε τελευταία παιχνίδια του στο «Stadium of Light» και οι δυο μόλις νίκες στα τελευταία 16 ματς που είχε δώσει εκεί.
Απ’ την άλλη, φέρεται να είχε… μολυνθεί με το μικρόβιο που συναντάται πολλές φορές σε προπονητές: Αυτό της μετάθεσης των ευθυνών. «Πάντα έφταιγε οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον ίδιο», ανέφεραν τα δημοσιεύματα.
Κι αν κάποιος θα μπορούσε αυτά να τ’ αποδώσει στις κακές σχέσεις του με τους δημοσιογράφους (για τους οποίους είχε πει χαρακτηριστικά ότι πρέπει να χτίσει ένα Σινικό Τείχος για να τους κρατήσει μακριά από την ομάδα) το επιβεβαίωσαν και οι οπαδοί της Σάντερλαντ. Φωνάζοντας κατά τη διάρκεια ενός άτυχου αγώνα Κυπέλλου με την Μπράντφορντ «Gustavo Poyet, it’ s always our fault» (σ.σ. Γκουστάβο Πογιέτ, πάντα εμείς φταίμε).
Εκείνο που έχει περισσότερη σημασία, όμως, είναι ότι ο Πογιέτ δεν κατηγορήθηκε ούτε από τον Τύπο, ούτε από τους οπαδούς ως ένας κακός προπονητής. «Κατηγορήθηκε» ως ένας νέος και ανερχόμενος προπονητής, που είχε αναπτύξει ένα ελκυστικό στιλ ποδοσφαίρου, αλλά δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως το υλικό του απλά δεν μπορούσε να το εξυπηρετήσει.
Είναι αυτή η φιλοδοξία που μοιάζει «ευχή και κατάρα». Ικανή να σ’ εκτοξεύσει αν την ελέγξεις και να σε καταστρέψει αν παρασυρθείς. Κι ο Γκουστάβο Πογιέτ αν μη τι άλλο δεν έχει καταστραφεί ακόμα. Μένει να φανεί αν η ΑΕΚ θα του δώσει την ευκαιρία -κι αν εκείνος θα τη δεχθεί- για να προσπαθήσει να εκτοξευτεί μαζί της…