Ο Γιώργος Μαρουλακάκης, όταν ήρθε, το 1962, από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, πρόλαβε να ανέβει στο τρένο που επέβαιναν οι μεγάλοι λαϊκοί ερμηνευτές και όταν εκείνοι άρχισαν να κατεβαίνουν, βρήκε μια θέση ανάμεσα σε όσους είχαν τα ίδια όνειρα με αυτόν.
Άλλαξε το όνομά του και ως Αιγύπτιος πλέον, άρχισε να εμφανίζεται στις πίστες της Δυτικής Αττικής, τότε που η διασκέδαση δεν είχε ούτε ωράρια, ούτε αργίες και τα λαϊκά κέντρα λειτουργούσαν με βάση τις επιθυμίες του κόσμου, ενώ οι ιδιοκτήτες τους είχαν πάντα έναν καλό... λόγο για τον αστυνομικό της περιοχής, ο οποίος «ξεχνούσε» να περάσει από το μαγαζί τους.
Η ξεχωριστή εμφάνισή του, με τα τεράστια μυωπικά γυαλιά του και τα μακριά, ίσα μαλλιά του, βοήθησαν στο να τον θυμάται ο κόσμος, ακόμη και όταν δεν θυμόταν τα τραγούδια του.
Η εμφάνισή του στην ταινία «Πώς καταντήσαμε Σωτήρη», το 1972, στην οποία ερμήνευε το τραγούδι «Μη μου κλαις», τον έκανε ακόμη πιο γνωστό, ώσπου ήρθε το μπολερό του Σταύρου Κάξου για να τον απογειώσει και να γράψει με κεφαλαία γράμματα το όνομά του στις μαρκίζες των λαϊκών κέντρων της εποχής εκείνης.
Τότε, κατάφερε να μαγέψει και την ωραία Ελένη(Τηλιακού) και να την κάνει γυναίκα του και έτσι συμπλήρωσε το ημερολόγιο των προσωπικών και επαγγελματικών επιτυχιών του.
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ο Αιγύπτιος, είδε το όνομά του να φιγουράρει στα εξώφυλλα των λαϊκών περιοδικών και άκουσε αμέτρητες φορές τα τραγούδια του, από τους ερασιτεχνικούς σταθμούς.
Τα χρόνια εκείνα, όμως, πέρασαν στο χώρο των αναμνήσεων, μαζί με τα τραγούδια που χρωμάτισαν μελωδικά τα νοσταλγικά απογεύματα της Κυριακής, τότε που ο κόσμος γέμιζε τα γήπεδα, ακόμη και αυτά της Β’ Εθνικής.
O Γιώργος Τσάμπρας μάς ξαναθυμίζει τραγούδια και ερμηνευτές που είχαν το δικό τους φανατικό κοινό, αλλά δεν κέρδισαν ποτέ την άνοδο στην… εθνική κατηγορία. Κάποια από αυτά τα τραγούδια άφησαν εποχή, όμως ξεχάστηκαν μαζί με τους δημιουργούς τους, αφήνοντας στους παλαιότερους μια πικρή ανάμνηση για τους ήχους και τις εικόνες μιας γενιάς, που χάθηκαν μαζί με τα χρόνια της νιότης τους.