Καμία ομάδα δεν «γεννιέται» μεγάλη. Τέτοια την καθιστούν οι άνθρωποι που την υπηρετούν, με το έργο και την προσφορά τους. Για τους Σέλτικς η ημερομηνία ορόσημο για να μετατραπούν από ένα ακόμη franchise σε μια ανεπανάληπτη δυναστεία ήρθε σαν σήμερα πριν 72 χρόνια. Ήταν 27 Απριλίου του 1950, όταν ο άσημος Ρεντ Άουερμπαχ αναλάμβανε καθήκοντα προπονητή. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Πήρε τη δουλειά με υπόδειξη του… Τύπου
Ο Γουόλτερ Μπράουν είχε κουραστεί να βλέπει την ομάδα που ο ίδιος ίδρυσε το 1946 να έχει τρεις σεζόν με αρνητικό ρεκόρ και να πληρώνει ο ίδιος τον οικονομικό αντίκτυπο. Οι Σέλτικς ήταν τελευταίοι στην Ανατολή με 22-46 στο τέλος της περιόδου 1949/50 και οι αλλαγές ήταν αναγκαίες. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει τον κατάλληλο «τιμονιέρη» στράφηκε στους δημοσιογράφους της εποχής. «Παιδιά, εγώ δεν έχω ιδέα από μπάσκετ. Ποιον προτείνετε να πάρω προπονητή;», τους ρώτησε και η σχεδόν ομόφωνη απάντηση ήταν… Ρεντ Άουερμπαχ. Κατά κόσμον Άρνολντ Τζέικομπ Άουερμπαχ, που έγινε όμως «Ρεντ» ως κοκκινοτρίχης που ήταν. Αλλά και για την έντονη προσωπικότητά του που χτυπούσε… κόκκινο όπως αποδείχτηκε στην πορεία.
Ο 33χρονος γιος Ρώσου μετανάστη και Αμερικανίδας, που είχαν κατάστημα με τρόφιμα αρχικά και καθαριστήριο στη συνέχεια, δεν ήταν δα κανένας φτασμένος προπονητής. Όμως εγκαταλείποντας νωρίς την ιδιότητα του παίκτη για να κάτσει στην άκρη του πάγκου (και αφού υπηρέτησε για μια τριετία το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ) ήταν προφανές πως ξεχώριζε. Το έργο του στους Γουάσινγκτον Κάπιτολς ήταν «μάρτυρας» οδηγώντας τους σε διαδοχικές νικηφόρες σεζόν και μετά την αποχώρησή του το 1950 από τους Τρι-Σίτις Μπλάκχοκς λόγω προσθαφαιρέσεων παικτών εν αγνοία του, οι Σέλτικς άρπαξαν την ευκαιρία. Το τι θα ακολουθούσε δεν θα μπορούσε να περιμένει ούτε ο πιο αισιόδοξος φίλος τους.
Ήρθε και τους άλλαξε τη μοίρα
Ο Άουερμπαχ έδειξε και στη νέα του δουλειά πως δεν είχε καμία διάθεση να συμβιβαστεί με «υποδείξεις» της διοίκησης. Η απόφασή του να σνομπάρει στο ντραφτ τον Μπομπ Κάουζι για χάρη του Τσάρλι Σερ δεν είχε «καθίσει» καλά στη Βοστώνη, αφού ο πρώτος ήταν το καμάρι της Μασαχουσέτης. «Θέλετε να κερδίσουμε ή να πάρω τους ντόπιους για να ικανοποιηθείτε;», ήταν η απάντηση του Ρεντ που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε μια παραδοσιακή «λευκή» πολιτεία όπως η Βοστώνη, προκάλεσε θόρυβο επιλέγοντας το 1950 τον Τσακ Κούπερ, πρώτο Αφροαμερικανό στην ιστορία του ντραφτ.
Σε ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης, ο Άουερμπαχ κατέληξε να συνεργαστεί τελικά από τον πρώτο του χρόνο με τον Κάουζι. Ο τελευταίος έγινε ξάφνου διαθέσιμος μετά από διαμάχη με τους Μπλάκχοκς και τη διάλυση των Σικάγο Σταγκς και ο Ρεντ δείχνοντας πως δεν είναι στενόμυαλος συναίνεσε στην απόκτηση του πλέι μέικερ που έμελλε να είναι για δέκα σερί σεζόν στην καλύτερη πεντάδα του ΝΒΑ. Με επιλογές παικτών όπως ο μετέπειτα Hall of Famer Μπιλ Σάρμαν η Βοστώνη είχε διαδοχικές νικηφόρες σεζόν για μια πενταετία, αλλά όχι πρωτάθλημα.
Το κομμάτι που έλειπε ενσωματώθηκε το 1956. Με μια ιδιοφυή ανταλλαγή την ημέρα των ντραφτ, που έχει μείνει στην ιστορία ως μια από τις μεγαλύτερες «ληστείες» όλων των εποχών, οι Σέλτικς απέκτησαν τον Μπιλ Ράσελ και δίπλα του δύο ακόμη μελλοντικούς Hall of Famers στα πρόσωπα των Τομ Χάινζον και Κέι Σι Τζόουνς.
Η πράσινη δυναστεία και οι καινοτομίες
Έχοντας όλα τα κομμάτια του παζλ που ήθελε ο Άουερμπαχ, οι Σέλτικς τρομοκράτησαν το ΝΒΑ για μια δεκαετία κατακτώντας εννιά πρωταθλήματα σε δέκα χρόνια, τα οκτώ μάλιστα σερί από το 1959 μέχρι το 1966. Με πρωτοποριακή για την εποχή έμφαση στην άμυνα που καθοδηγούσε το «σκιάχτρο» του Ράσελ και παίκτες-«σφαίρες» στο ανοιχτό γήπεδο, η ομάδα της Βοστώνης κατατρόπωνε τους αντιπάλους της. Ο κόουτς Ρεντ δεν στηριζόταν σε έναν ή δύο παίκτες, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ομάδες διαχρονικά από τότε μέχρι και σήμερα, αλλά στο σύνολο. Στα επτά από τα πρωταθλήματα που κατέκτησαν οι Σέλτικς, δεν είχαν ούτε έναν παίκτη στο Top 10 των σκόρερ. «Είναι καλά τα στατιστικά, αλλά η περηφάνια μας δεν ήταν ποτέ αυτά. Το μόνο στατιστικό που μετρά είναι στο τέλος του αγώνα να έχει η δική μας ομάδα περισσότερους πόντους από τον αντίπαλο», έλεγε ο Άουερμπαχ.
Πέρα όμως από αυτά, ο Ρεντ εισήγαγε στο ΝΒΑ τους όρους του ρολίστα και του έκτου παίκτη, έννοιες που ούτε καν περνούσαν από το μυαλό των υπολοίπων εκείνη την εποχή και που πλέον έχουν κομβική θέση σε κάθε «κανονική» ομάδα μπάσκετ. «Κάθε ομάδα χρειάζεται παίκτες που θα κάνουν τις δουλειές για τις οποίες δεν θα ακούσουν ποτέ ευχαριστώ, ώστε να πετάει το υπόλοιπο σύνολο», δήλωνε ο πρωτοπόρος Άουερμπαχ, που φρόντιζε πάντα να φέρνει καλούς παίκτες από τον πάγκο «… για να δίνουν ώθηση στην ομάδα όταν οι συμπαίκτες και οι αντίπαλοί μας είχαν πλέον κουραστεί».
Ο Ρεντ έβλεπε πέρα από τα… χρώματα
Σε μια εποχή που η Αμερική ακόμη κοίταζε με… μισό μάτι τους μαύρους (όχι ότι έχουν αλλάξει πολύ από τότε τα πράγματα, βέβαια), ο Ρεντ Άουερμπαχ αντιμετώπιζε τους Αφροαμερικανούς ως ίσους. Όχι στα λόγια, αλλά δίνοντάς τους ευκαιρίες που άλλοι τους τις αρνούνταν. Πέρα από την επιλογή του Τσακ Κούπερ στο ντραφτ του 1950, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε πεντάδα μαύρων, αλλά και αυτός που όταν αποφάσισε να αποχωρήσει από τον πάγκο το 1966 όρισε διάδοχό του τον Μπιλ Ράσελ, ο οποίος έγινε ο πρώτος μαύρος προπονητής σε ένα από τα τέσσερα μεγάλα επαγγελματικά πρωταθλήματα των ΗΠΑ.
Επιδραστικός για μισό και βάλε αιώνα
Η προσφορά του Άουερμπαχ στους Σέλτικς δεν περιορίστηκε στα εννιά πρωταθλήματα σε 16 σεζόν ως προπονητής. Υπηρέτησε την ομάδα της Βοστώνης πρακτικά μέχρι το θάνατό του το 2006 (με εξαίρεση μια μικρή περίοδο που ανέλαβε όλες τις αρμοδιότητες ο… Ρικ Πιτίνο) βάζοντας την υπογραφή του στα υπόλοιπα πρωταθλήματα της ομάδας πλην του πιο πρόσφατου (2008). Πιο χαρακτηριστικές, οι μαεστρικές κινήσεις του από το front office για να φέρει στην ομάδα παίκτες όπως ο Λάρι Μπερντ, ο Ρόμπερτ Πάρις και ο Κέβιν ΜακΧέιλ, που πρωτοστάτησαν στους μεγάλους Σέλτικς των 80’s κατακτώντας τρία ακόμη πρωταθλήματα.
Η επίδραση της δουλειάς του φάνηκε και από ένα… coaching tree που θυμίζει πολύ το σύγχρονο του Γκρεγκ Πόποβιτς. Πολλοί παίκτες-μαθητές του διέπρεψαν ως προπονητές, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Μπιλ Ράσελ, τον Τομ Χάινζον, τον Μπιλ Σάρμαν, τον Κέι Σι Τζόουνς και τον Ντον Νέλσον. Η φιλοσοφία του γύρω από το μπάσκετ και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού αποτυπώθηκε σε επτά βιβλία, εκ των οποίων το «Basketball for the Player, the Fan and Coach» παραμένει το μπασκετικό βιβλίο με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία.
Πούρα, πρόστιμα και παράξενες οδηγίες
Φυσικά ο Ρεντ Άουερμπαχ δεν ήταν κανένας άγιος. Το «Ρεντ» δεν αφορούσε μόνο το παρουσιαστικό του, αλλά και τον εκρηκτικό χαρακτήρα του. Μετρ του trash talking πριν καν γίνει… cool, δεν δίσταζε συχνά να τραμπουκίζει διαιτητές, αντιπάλους ή ακόμη και κοινό συγκεντρώνοντας πρόστιμα με τη σέσουλα. Συνήθιζε να δέχεται τεχνικές ποινές ή ακόμη και να αποβάλλεται για να ενεργοποιήσει την ομάδα του όταν την έβλεπε μαλθακή και ήθελε να την αφυπνίσει. «Ήταν ο πιο επίμονος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Πίστευα πως δεν θα πεθάνει ποτέ», είχε αναφέρει δημοσιογράφος λίγες μέρες μετά το θάνατό του από ανακοπή το 2006.
Η συνήθειά του να ανάβει επιδεικτικά πούρο στον πάγκο του στα τελευταία λεπτά αγώνων που η ομάδα του είχε «καθαρίσει» προκάλεσε τότε πολλές αντιδράσεις. «Γιατί να επιτρέπουν τα τσιγάρα κι όχι τα πούρα δηλαδή;», έλεγε ο ίδιος προσθέτοντας πως «… έχω βαρεθεί τους προπονητές που οι ομάδες τους κερδίζουν με διαφορά κι αυτοί είναι όρθιοι και δίνουν συνεχώς οδηγίες για να τους δείξει η τηλεόραση. Δεν έχει κανένα νόημα αυτή η επίδειξη. Εγώ, όταν νιώθω πως ένα ματς έχει τελειώσει, κάθομαι κάτω και χαλαρώνω με ένα πούρο».
Όταν άλλοι προπονητές διαμαρτυρήθηκαν πως η συμπεριφορά του ήταν υποτιμητική για τους συναδέλφους του, ο Άουερμπαχ είχε έτοιμη την απάντηση. «Δεν είναι κίνηση αλαζονείας, αλλά χαλάρωσης. Το τσιγάρο δείχνει πίεση, το πούρο δείχνει πως το απολαμβάνεις. Κι επιπλέον, παίρνω χρήματα για να καπνίζω πούρα», έλεγε και ήταν η αλήθεια, αφού μεγάλη καπνοβιομηχανία τον πλήρωνε αδρά για να καπνίζει τα δικά της πούρα κάνοντας... γκρίζα διαφήμιση.
Ο Άουερμπαχ είχε κι άλλα κόλπα της πιάτσας που δίδασκε στους παίκτες του. «Όταν διακρίνετε αναποφασιστικότητα στους διαιτητές για μια κατοχή, να παίρνετε εσείς την μπάλα και να δείχνετε βέβαιοι πως η κατοχή ανήκει σε μας για να τους επηρεάσετε», «όταν ο αντίπαλος έχει έναν μεγάλο σκόρερ, να λέτε στους συμπαίκτες του πως φαντάζουν περιττοί επειδή ο άλλος παίρνει όλα τα σουτ» και «όταν η κατοχή δίνεται στους αντιπάλους, μην τους επιστρέφετε αμέσως την μπάλα, αλλά να τη δίνετε αργά στους διαιτητές για να έχουμε χρόνο να οργανωθούμε στην άμυνα», ήταν μερικές μόνο από τις παράξενες οδηγίες του.
Ο θρύλος αποδίδει σε αθέμιτες πρακτικές του Άουερμπαχ ακόμη και τις ακραίες θερμοκρασίες στα ντους στο «Γκάρντεν», την έλλειψη πετσετών ή το γλιστερό έδαφος στα αποδυτήρια. Αλήθεια ή ψέματα, ποτέ δεν θα μάθουμε. Αυτό που δεν χωρά αμφιβολία είναι πως ο Ρεντ δεν ήθελε να χάνει με τίποτα και μάλλον ήθελε να κερδίζει με κάθε τρόπο. «Δείξε μου έναν καλό ηττημένο και θα σου δείξω απλώς έναν ηττημένο», ήταν το μότο του.
Δεν πα' να λένε. Εκείνος μάλλον θα έχει ανάψει το πούρο του, όπως αποτυπώνεται στο μπρούτζινο άγαλμα που τον απαθανατίζει στη Βοστώνη, και θα καμαρώνει από ψηλά τη νεότερη βερσιόν των δικών του Σέλτικς που προελαύνει στα playoffs