Κοιτάς, γυρνάς τις σελίδες της μπασκετικής Βίβλου και παρακολουθείς σαν μικρό παιδί τις εικόνες να παίρνουν σάρκα και οστά.
Οι παίκτες ινδάλματα να φορούν τις λιτές ιδρωμένες φανέλες τους και να δένουν σφικτά τα πρωτοποριακά -για την εποχή- Converse. Η συμβολή του Τζορτζ Μάικαν, ο οποίος δημιούργησε τον απόλυτο οδηγό για την τεχνική κατάρτιση των ψηλών και την εξέλιξη τους τις επόμενες δεκαετίες με κωδική ονομασία ''Mikan Drill''. Ο αντισυμβατικός Μπιλ Ράσελ, που μας δίδαξε πρώτος ότι το άθλημα είναι ομαδική… υπόθεση, οδηγώντας τους Μπόστον Σέλτικς σε 11 πρωταθλήματα με γνώμονα τις πράξεις και όχι, τα λόγια.
Τα παραδείγματα πληθαίνουν όσο μελετάμε τις κιτρινιασμένες σελίδες, μέχρι που η ματιά μας σταματάει για τα καλά. Ένας πραγματικός αναμορφωτής, που λάνσαρε την πετυχημένη συνταγή του ''σήμερα''. Ο μετρ του θεάματος και του σκοραρίσματος, με το άφθονο επιθετικό ταλέντο αψήφησε κάθε κριτική.
Ο Πιτ Μάραβιτς ήταν ένα είδωλο που γεννήθηκε για τα φώτα… αλλά δεν τυφλώθηκε, μόχθησε στην παιδική του ηλικία για να περάσει στη συλλογική μνήμη ως θρύλος, αποσύρθηκε σακατεμένος από το άθλημα που αγάπησε και έφυγε από τη ζωή… ως μύθος.
Ο Μάραβιτς έβλεπε στα άδεια γυμναστήρια την ελευθερία, που τόσο ποθούσε, το μέρος, που μπορούσε να σκαρφιστεί και να επιχειρήσει κάθε ιδέα του. Αφιερωμένος στο μπάσκετ σαν ένα ιδανικό, όταν οι φίλοι του χάζευαν στις γειτονιές και τριγυρνούσαν αμέριμνοι, εκείνος περνούσε καθημερινώς τουλάχιστον 10 ώρες βελτιώνοντας και τελειοποιώντας το άρρηκτα συνδεδεμένο σώμα και μυαλό του με το άθλημα.
Οι Αμερικανοί αποκαλούν τη συνθήκη αυτή ''gym rat'', δηλαδή αρουραίος των γυμναστηρίων για τις πολλές ώρες που ένας αθλητής κατανάλωνε μέρα με τη μέρα.
Ακολουθώντας και βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα του, επικαλέστηκε έναν συνδυασμό ασκήσεων με σκοπό τον καλύτερο χειρισμό της μπάλας και εκτέλεσης του σουτ με απόλυτη μηχανική ακρίβεια.
Υπάρχει μία σημαντική παράμετρος που ακουμπήσαμε προγενέστερα: Για τον Μάραβιτς ένα απλό σουτ από την γωνία ανεξαρτήτου αποτελέσματος δεν αρκούσε. Δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του. Έλειπε κάτι. Τι έλειπε; Η μαγεία!
Επιθυμούσε να πάει ένα βήμα παραπέρα από την τελειοποίηση, να αλλάξει στρατόσφαιρα και να αναδειχθεί σε καινοτόμος. Για να γραφτεί το όνομά σου στο Hall of Fame της τέχνης του μπάσκετ απαιτούσε κάτι το εξ ολοκλήρου διαφορετικό και ο Μάραβιτς… απάντησε στο τηλεφώνημα.
''Μαθήματα μπάσκετ'' το αποκαλούσε, τη στιγμή που πετούσε την μπάλα με δύναμη στον τοίχο ή το πάτωμα προς το καλάθι, για να σκεφτεί τρόπους να τελειώσει τη φάση. Προσποίηση στον φανταστικό αντίπαλο, που είχε τοποθετήσει το μυαλό του την ώρα του μπασίματος, οι no-look πάσες, τα τελειώματα με finger-roll και τις σταυρωτές με αστραπιαία εκτέλεση.
Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε πάντα, να μας διαφεύγει, μολονότι η μαγεία που ισχυριζόταν ότι ψαχούλευε και κυνηγούσε, ταξιδεύει έως τις μέρες μας. Ο εξαίσιος χειρισμός της μπάλας, η ποικιλία στις ντρίμπλες, η άψογη εκτέλεση και κυρίως οι προσποιήσεις κατά την διαδικασία του lay-up. Όλα αυτά οφείλονται σε έναν λιγνό σχετικά αδύναμο τύπο με τις ψηλές κάλτσες μισό αιώνα πίσω.
Κάποτε ρωτήθηκε ο Μάτζικ σχετικά με την πηγή έμπνευσής του γύρω από τις ασύλληπτες πάσες που πραγματοποιούσε, όταν κοσμούσε τη φανέλα των Λος Άντζελες Λέικερς, «από τον Πιτ Μάραβιτς, από εκεί έμαθα τα πάντα»!
Στο κολέγιο ο Μάραβιτς ήταν χάρμα ιδέσθαι, ένα πρωτοφανές φαινόμενο ή όπως αναφερόταν για τον εαυτό του τότε «ένα μπασκετικό ανδροειδές».
Το άκρον άωτον μίας εποχής που θέσπιζε πως τα γκαρντ όφειλαν να πασάρουν στους ψηλούς και να χειρίζονται την μπάλα προκειμένου να φτάσει με ασφάλεια στο low post. Εναντίον της νόρμας, άνοιγε την ταχύτητα της αναμέτρησης, επιχειρούσε κάργα σουτ ακόμα και στον αιφνιδιασμό, χωνόταν στην αντίπαλη ρακέτα και με ανάποδο lay-up με χέρια να τον σκεπάζουν, κατάφερνε να φέρει εις πέρας την αποστολή. Η άμυνα τον κύκλωνε σαν στρατιά και εκείνος με μία κίνηση του καρπού έβρισκε ελεύθερο συμπαίκτη του.
Οι αλλαγές πάντα φέρνουν αντιδράσεις και η περίπτωση ενός ανερχόμενου αστέρα από το Λουιζιάνα Στέιτ δεν θα μπορούσε να ήταν η εξαίρεση. Οι εφημερίδες συχνά-πυκνά μιλούσαν για έναν ατομιστή παίκτη, που σούταρε δίχως μέτρο, έναν παίκτη, που περπατούσε σε λάθος μονοπάτι και είχε ξεχάσει τον ρόλο του στο παρκέ ως περιφερειακός.
44,2 πόντοι...
Τόσοι ήταν οι πόντοι του ανά αγώνα (!) στα τέσσερα χρόνια στο Κολέγιο (θυμίζουμε οι πρωτοετής δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής), βγάζοντας πρώτους από όλους τα δεσμά από τα περισσότερα γκαρντ που κοιτούσαν για παρηγοριά κυρίως τον Τζέρι Γουέστ και αναρωτιόντουσαν αν ποτέ θα απελευθερωθούν.
Στο NBA αγωνίστηκε για 11 σεζόν, με τα προβλήματα στα τελευταία χρόνια κυρίως στα γόνατα να τον απομακρύνουν από το θέαμα και να τον φέρνουν πιο κοντά στον πόνο. Μέρα με τη μέρα, χρονιά με τη χρονιά πορευόταν στον δικό του ξέφρενο ρυθμό και το κορμί διαλυόταν σιγά-σιγά σε κάθε διασκελισμό.
Διαρκώς οι κραυγές της κριτικής ηχούσαν στα αποδυτήρια. Ο Μάραβιτς δεν είναι καλός αμυντικός, μόνο σκοράρει... μολονότι επί της ουσίας ουδείς στεκόταν αμυντική πρόκληση για εκείνον και έπαιζε με τους αμυνόμενους όπως η γάτα με το ποντίκι.
Στην τελευταία του χρονιά στους Μπόστον Σέλτικς τη σεζόν 1979-80 μπορεί να συνάντησε επιτέλους το κλίμα και τις απαιτήσεις για πρωτάθλημα που διακαώς κυνηγούσε, αλλά το όνειρο σταμάτησε στους τελικούς της ανατολικής περιφέρειας και τους Φιλαδέλφεια 76ερς του καθηλωτικού Τζούλιους Έρβινγκ.
Από ταλαντούχος νεανίας, στην κορύφωση, στους τραυματισμούς και την απόσυρση λόγω συναπτών προβλημάτων στα γόνατα. Η ιστορία χρειαζόταν ένα ηχηρό κλείσιμο, ώστε ο πρωταγωνιστής να υψωθεί στα ουράνια, να περάσει στη σφαίρα της αιωνιότητας και Διάβολε… το σύμπαν συνωμότησε, δίνοντας ένα τραγικό πλαίσιο.
Σε μία συνέντευξη το 1974 ο Μάραβιτς πρόβλεψε το άδοξο τέλος εν αγνοία του, λέγοντας «δεν θα ήθελα να αγωνιστώ στο NBA για 10 χρόνια και να πεθάνω από έμφραγμα στα 40 μου χρόνια».
Πέρασαν 14 χρόνια και η δήλωση έμεινε στο ντουλάπι, ο Αμερικανός άφησε πίσω του την αγωνιστική δράση, αν και το χούι δεν χάνεται και το πάθος έμεινε αναλλοίωτο. Στις 5 Ιανουαρίου του 1988 ο Μάραβιτς μία συνηθισμένη μέρα ταλαιπωρούσε την ''σπυριάρα'' σε ένα μονό σε κάποιο ξεθωριασμένο παρκέ της Καλιφόρνια και η καρδιά του λύγισε… τα πόδια του έτρεμαν και μία θολούρα τον σκέπασε. Λιπόθυμος σωριάστηκε ανάμεσα στις γραμμές που τον χαρακτήριζαν και ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
Αν υπήρχε ένα ξεχωριστό κομμάτι του παραδείσου, ένα ευλογημένο μέρος με τις παλαιές δόξες της ''πορτοκαλής θεάς'' να αναμετρούνται στο παρκέ και να περνούν αιώνες συζητώντας για επιμέρους κομμάτια του μπάσκετ, σίγουρα ο Πιτ Μάραβιτς θα ήταν στην κεντρική σκηνή και θα προκαλούσε θαυμασμό από τις ρηξικέλευθες ιδέες του. Εξάλλου, εκεί ψηλά ο χρόνος χάνει τη δύναμή του και ο ''Πίστολ Πιτ'' δέχθηκε στο απόλυτο τα χρόνια που του στερήθηκαν.
Ή όπως έγραψε ένας μεγάλος θαυμαστής του σαν ένα γράμμα προς το κατευόδιο, ένας άσημος τραγουδιστής του Rock & Roll ονόματι Μπομπ Ντίλαν(!), που είχε μείνει κάγκελο από τις ικανότητες του Μάραβιτς 15 περίπου χρόνια πίσω στον χρόνο:
«Κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν να ξεθωριάζουν, αλλά δεν έχουν φύγει στα αλήθεια, είναι σαν να μην μας αποχαιρέτησαν ποτέ», μέρες αφότου έμαθε στο ραδιόφωνο την ώρα που έπινε καφέ τον χαμό ενός ανθρώπου που τον βοήθησε να κατανοήσει ότι η έμπνευση είναι ουσιαστικά μία ακανόνιστη στιγμή και συγκυριών.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.