Διαβάζω, αυτές τις μέρες, για τις περιοδείες των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων στην Ασία και την Αμερική, που τα τελευταία χρόνια έγιναν απαραίτητο στοιχείο του εμπορικού τους σχεδιασμού διότι αφ' ενός τους επιτρέπουν να διευρύνουν την εμπορική τους βάση, αφ' ετέρου να βάλουν στα ταμεία τους εκατομμύρια δολάρια. Την κίνηση αυτή θα ενσωματώσουν αργά ή γρήγορα στον σχεδιασμό τους και οι μεγάλες -τουλάχιστον- ελληνικές ομάδες με στόχο τις περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ομογενειακού στοιχείου. Αυτή η κίνηση, μαζί με άλλες, αποκαλύπτει ότι έχει μεταβληθεί η λειτουργία των ποδοσφαιρικών ομάδων οι οποίες δεν έχουν, πλέον, να ζηλέψουν κανένα από τα χαρακτηριστικά μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Και δεν έχουν να ζηλέψουν κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, διότι έχουν ήδη μεταμορφωθεί σε πολυεθνικές επιχειρήσεις -τουλάχιστον οι μεγάλες από αυτές- με «πελατειακή» βάση που διαχέεται σε όλο τον πλανήτη και με εργαζομένους διαφορετικών εθνοτήτων. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια από αυτές τις ομάδες αποκτά κάποιον ποδοσφαιριστή από την Ασία, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει μία «εμπορική» γέφυρα με τη συγκεκριμένη περιοχή του πλανήτη. Η μετάλλαξη των ομάδων σε επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος ήταν σταδιακή και συντελέστηκε με τη βοήθεια της τηλεόρασης και αυτά τα επιχειρηματικά τους χαρακτηριστικά θα ενδυναμωθούν ακόμη περισσότερο με την περαιτέρω εξάπλωση του Διαδικτύου. Αναμφισβήτητα η υπόθεση Μποσμάν ήταν ένα σημείο καμπής σε αυτή την εξέλιξη, αλλά οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η μεταγραφή του Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα το 1974, που ήταν η πρώτη που ξεπέρασε το φράγμα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, σηματοδοτεί το πέρασμα στη νέα εποχή. Η μετάλλαξη αυτή των χαρακτηριστικών των ομάδων που -το ξαναγράφω- ήταν αναμενόμενη έχει με τη σειρά της μεταβάλει και τα χαρακτηριστικά του ίδιου του παιχνιδιού, που όσο περνά ο καιρός καταλήγει να μοιάζει όλο και λιγότερο με παιχνίδι. Το αποτέλεσμα έχει αποκτήσει προφανή οικονομική σημασία, γεγονός που δίνει προβάδισμα στην επιδίωξη της νίκης με κάθε μέσο, επιλογή που, όπως συχνά έχει επισημανθεί από πολλούς, «δολοφονεί» το θέαμα, αυτό που μπορεί να φέρει τον κόσμο στα γήπεδα. Οπως πολύ σοφά σημείωσε σε ένα κείμενό του ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, ο πιτσιρικάς που ονειρεύεται τώρα να γίνει ποδοσφαιριστής, έχει το νου του στα χρήματα, στις γυναίκες, στα ακριβά αυτοκίνητα και τις μεγάλες βίλες, ενώ παλιότερα ο πιτσιρικάς είχε ως κίνητρο τη δόξα. Μία δόξα που σηματοδοτούσε την ταύτισή του με έναν λαϊκό ήρωα, τα κατορθώματα του οποίου θα συζητούσαν σε σχολεία, καφενεία και εργοστάσια. Και φυσικά ο Γκαλεάνο έχει δίκιο, αφού ο μεγαλύτερος χώρος στα έντυπα και ο μεγαλύτερος χρόνος στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν μία απάντηση σε ένα και μόνο βασικό ερώτημα. «Πόσα;». Πόσα ξοδέψαμε, πόσα θα εισπράξουμε, πόσα θα πουλήσουμε, πόσο κάνει αυτός ο ποδοσφαιριστής, πόσες φανέλες θα πουλήσουμε αν τον πάρουμε, πόσο πουλάμε τα τηλεοπτικά δικαιώματα, πόσο, πόσα…Ο γράφων πιστεύει ότι το παιχνίδι μπορεί να συνυπάρξει με κάποια ήπια εμπορικά χαρακτηριστικά που έχουν αποκτήσει οι ομάδες, αλλά θα πεθάνει όταν γίνει το πρόσχημα για την οικονομία. Μία οικονομία καπιταλιστική, σκληρή που δεν της αρέσουν οι «αιχμάλωτοι». Εδώ υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Πλούσιοι και φτωχοί. Δείτε τι έγινε τις προηγούμενες φορές όταν μεγάλες ομάδες είχαν πραγματοποιήσει πολυδάπανες μεταγραφές και έσπασαν τα μούτρα τους στους προκριματικούς γύρους του Τσάμπιονς Λιγκ. Παλιότερα, εδώ στην Ελλάδα, είχε παρουσιαστεί ένα «σχέδιο ανάπτυξης του ποδοσφαίρου» που προέβλεπε τη λειτουργία κουλοχέρηδων στα γήπεδα. Τώρα, πόσο σχέση έχουν όλα αυτά με το ποδόσφαιρο, με το παιχνίδι δηλαδή, είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα που πιστεύω ότι θα έπρεπε ήδη να είχε ξεκινήσει.
Η μεταγραφή Ριβάλντο
Οι γραμμές που διαβάζετε έχουν γραφεί πριν ακόμη υπάρξει κάποια ανακοίνωση από την πλευρά του Ριβάλντο στην πρόταση συνεργασίας που του έκανε η ΑΕΚ. Πριν γράψω οτιδήποτε άλλο γι’ αυτήν την πρόταση και με δεδομένη τη δέσμευση της διοίκησης του «Δικεφάλου» στη διαφάνεια των ζητημάτων οικονομικής διαχείρισης, έχω την εντύπωση ότι πρέπει να γνωστοποιηθούν τα ακριβή οικονομικά δεδομένα αυτής της συνεργασίας, εφόσον οριστικοποιηθεί. Αν η απάντηση του Βραζιλιάνου είναι αρνητική, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ομως, αναρωτιέμαι: ποιος ή ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν την ΑΕΚ να επιδιώξει τη συνεργασία με τον Ριβάλντο; Να υποθέσω ότι, αρχικά, ήταν λόγοι μάρκετινγκ. Ο Ριβάλντο βρίσκεται ήδη τρία χρόνια στην Ελλάδα, και μάλιστα αγωνίστηκε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, συνεισφέροντας σε μεγάλο βαθμό στην κατάκτηση τριών πρωταθλημάτων και δύο Κυπέλλων από τους Πειραιώτες. Επομένως, η εμπορική απήχηση της ένταξής του στον «Δικέφαλο» δεν μπορεί να είναι ανάλογη εκείνης που σημειώθηκε όταν υπέγραψε προ τριετίας με τον Ολυμπιακό. Αυτό σημαίνει ότι θα πουληθούν λιγότερες φανέλες και στο ταμείο θα μπουν πολύ λιγότερα χρήματα. Είναι μάλλον δύσκολο ένας πιτσιρικάς να θελήσει οπωσδήποτε την κιτρινόμαυρη φανέλα του Ριβάλντο όταν μία τέτοια, και μάλιστα ερυθρόλευκη, φορούσε τα τρία τελευταία χρόνια ένας συνομήλικός του. Μετά το μάρκετινγκ, έρχονται οι αγωνιστικοί λόγοι. Κι εδώ λίγο-πολύ ισχύει η επιπλέον τριετία. Ο Βραζιλιάνος είναι πλέον 35 και όχι 32 και φαντάζομαι ότι οι αντοχές του θα είναι λιγότερες. Υποθέτω ότι δεν θα υπάρξει ανάγκη να αγωνιστεί σε όλα τα παιχνίδια και ελπίζω να μη βρεθεί στον μακρύ κατάλογο των θλαστικών τραυματισμών που είχε πέρυσι η ΑΕΚ. Ο Ριβάλντο επιλέχθηκε γιατί η κλάση του θεωρείται ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ιδίως στα ντέρμπι. Φέτος, όμως, τόσο ο ΠΑΟ όσο και ο Ολυμπιακός θα είναι διαφορετικοί. Κυρίως πιο νέοι. Ο γράφων δεν είναι σίγουρος ότι ο Βραζιλιάνος θα κάνει τη διαφορά. Ο Φερέρ και ο Ντέμης το πιστεύουν και μας φανερώνουν ότι η μεγαλύτερη πίεση που νιώθουν είναι η ανάγκη κατάκτησης του πρωταθλήματος. Πάνω από όλα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.