Αν ήταν στο χέρι μου να διαλέξω την τετράδα του φάιναλ φορ, θα εκπαραθύρωνα ευχαρίστως τη Μάλαγα και θα έδινα τη θέση της στην Μπενετόν Τρεβίζο ή τη Μακάμπι Τελ Αβίβ. Ας με συμπαθάει ο φίλος Κώστας Βασιλειάδης, αλλά πιστεύω ότι η παρέα είναι πιο αντιπροσωπευτική και ελκυστική αν εκπροσωπεί τέσσερις διαφορετικές χώρες. Κάθε φορά που συνυπάρχουν δύο ομάδες από την ίδια χώρα (ευτυχώς δεν έτυχε ποτέ να γίνουν αυτές τρεις), χάνεται λίγο από το λούστρο της μεγάλης γιορτής. Είναι σαν τελικός Τσάμπιονς Λιγκ με δύο ομοεθνείς ομάδες. Το προ τριετίας Γιουβέντους - Μίλαν δεν κάθισα να το δω ούτε από την τηλεόραση.
Με ρώτησε φίλος τις προάλλες ποιο ήταν το καλύτερο φάιναλ φορ της σύγχρονης ιστορίας. Από τα 19 που έγιναν, αρχής γενομένης από τη Γάνδη (1988), έχω παρακολουθήσει από κοντά τα 15, οπότε μπορώ λίγο-πολύ να τα βάλω όλα στη ζυγαριά. Ποια είναι, όμως, τα κριτήρια; Κατά την ταπεινή γνώμη μου, ένα φάιναλ φορ είναι απολαυστικό όταν συντρέχουν όσο γίνεται περισσότερες από τις εξής προϋποθέσεις:
•Να συμμετάσχουν ομάδες από διαφορετικές χώρες.
•Να διεξαχθεί σε ουδέτερο έδαφος.
•Να έχουν κόσμο και οι τέσσερις σεμιφιναλίστ, δίχως να υπερισχύει αισθητά η μία από τις υπόλοιπες στη μάχη της κερκίδας.
•Να αγωνιστούν ομάδες, παίκτες και προπονητές μεγάλου βεληνεκούς.
•Να γίνουν συναρπαστικοί αγώνες.
•Να μην υπάρχει ακλόνητο φαβορί.
•Να κερδίσει κάποιο αουτσάιντερ.
•Να συμπεριφερθεί κόσμια το κοινό.
Αν καταλήγει και το τρόπαιο σε ελληνικά χέρια, τόσο το καλύτερο...
Στα περισσότερα φάιναλ φορ καταργείται μία, τουλάχιστον, από τις βασικές συντεταγμένες. Συχνά πολύ περισσότερες. Της Ρώμης, το 1997, ήταν ένα από τα χειρότερα. Ο Ολυμπιακός μπήκε στο «Παλαέουρ» ως μεγάλο φαβορί και δικαίωσε τις προβλέψεις, κερδίζοντας τους δύο αγώνες του με μεγάλες διαφορές. Πόσοι, αλήθεια, θυμούνται ότι το σκηνικό συμπλήρωσαν δύο «κομπάρσοι» του ευρωπαϊκού μπάσκετ; Τα ονόματά τους, Βιλερμπάν και Ολίμπια, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαγωνισμού. Η Μπαρτσελόνα ήταν κι αυτή μετρίως μέτρια, η δε κερκίδα θύμιζε Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Αν για τους γαύρους η Ρώμη έμεινε αλησμόνητη, οι ουδέτεροι την ξέχασαν πριν ξημερώσει η επομένη του τελικού.
Ενα χρόνο νωρίτερα, στο Παρίσι, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το πρώτο από τα τρία ευρωπαϊκά τρόπαιά του. Ο τελικός ήταν συγκλονιστικός αλλά χαμηλής ποιότητας και με «τρίτο ημίχρονο» που αμαύρωσε το πρώτο και το δεύτερο. Στο παρκέ του «Μπερσί» συνυπήρξαν Μπαρτσελόνα και Ρεάλ, αλλά η σύγκρουσή τους καλά καλά δεν συγκίνησε ούτε τους ίδιους τους οπαδούς των δύο ομάδων. Η ΤΣΣΚΑ πέρασε απαρατήρητη, η δε εξέδρα έγερνε υπέρ του πρασίνου. Φτωχή κι εδώ η ισορροπία.
Της ΑΕΚ το φάιναλ φορ το θυμάστε; Ούτε η ίδια. Μολονότι κατέβασε κόσμο στη Βαρκελώνη και έπαιξε τελικό, τις εντυπώσεις τις μονοπώλησε η πανίσχυρη Κίντερ, η οποία πήρε το κύπελλο διά περιπάτου. Η Παρτίζαν ήταν ένα χλομό αουτσάιντερ, ενώ η Μπενετόν διπλασίασε την ιταλική συμμετοχή εις βάρος Ισπανών και άλλων δημοκρατικών δυνάμεων. Αν θυμηθείτε και τα εκτεταμένα επεισόδια που έγιναν στην κερκίδα μεταξύ ΑΕΚτσήδων και αστυνομικών, θα το προσπεράσετε εύκολα το φάιναλ φορ του 1998.
Η Ιταλία εκπροσωπήθηκε εις διπλούν και την επόμενη χρονιά, στο Μόναχο. Μπολόνια εναντίον Μπολόνια! Βίρτους και Φορτιτούντο έπεσαν στην ίδια παγίδα η οποία κατάπιε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό το '94 και το '95. Η μεταξύ τους φαγωμάρα και ο φανατισμός της κερκίδας τις υποχρέωσε να καταναλώσουν υπερβολική ενέργεια στον «εμφύλιο» ημιτελικό, οπότε άρπαξε το σκήπτρο τρίτος και... μην τον είδατε. Το ζηλευτό μπάσκετ της Ζαλγκίρις αφήνει γλυκές αναμνήσεις από το συγκεκριμένο φάιναλ φορ, αλλά οι παρεκτροπές των Ιταλών, η φτωχή σε όλα τα επίπεδα παρουσία των Ελλήνων (Ολυμπιακός) και η απουσία Λιθουανών φιλάθλων χάλασαν εν μέρει τη μαγιά.
Για το Τελ Αβίβ (1994) και τη δεύτερη Σαραγόσα (1995) δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά. Κατά γενική ομολογία, ήταν τα χειρότερα φάιναλ φορ της ιστορίας. Μόνο ο... Ομπράντοβιτς θα διαφωνήσει. Την ιστορία τους την έγραψαν όχι τόσο οι μπασκετμπολίστες και οι προπονητές όσο οι «κοκκινοπράσινοι» Ελληνες χούλιγκαν και οι μεγαλοπρόεδροι που ευλόγησαν τη διπλή εκστρατεία αλητείας. Στο Ισραήλ ταξίδεψαν οι «Διόσκουροι» της Βαρκελώνης (Μπαρτσελόνα, Γιοβεντούτ), οπότε έγινε φάιναλ φορ δύο πόλεων. Παίχτηκε μπάσκετ άθλιας ποιότητας και έβγαλε στον αφρό τη χειρότερη, ίσως, ευρωπρωταθλήτρια της ιστορίας. Αν μη τι άλλο, η Σαραγόσα της επόμενης χρονιάς είχε Σαμπόνις. Η Ρεάλ του 1995 αποδείχθηκε ασυναγώνιστη, αφού είχε και το πλεονέκτημα της έδρας.
Εγραψα πιο πάνω ότι η Μπανταλόνα ήταν η μετριότερη ομάδα που κατέκτησε ποτέ τον ευρωπαϊκό θρόνο, αλλά... ξέχασα τη Λιμόζ. Τη μόδα εκείνης της εποχής τη λάνσαρε πρώτος ο Μπόζα Μάλκοβιτς, με την ομάδα που έγινε συνώνυμο του αντιμπάσκετ. Δεν φτάνει η νίκη της επί της Μπενετόν του Κούκοτς για να αφήσουμε κατά μέρος το φάιναλ φορ του 1993; Αν θέλετε και πρόσθετο επιχείρημα, θυμηθείτε τη συμπεριφορά των οπαδών του ΠΑΟΚ. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαιτησία του ημιτελικού, οι πιστοί του «Δικεφάλου» σηκώθηκαν κι έφυγαν από το ΣΕΦ μετά τον μικρό τελικό (με τη Ρεάλ) και άφησαν το στάδιο άδειο. Πριν αποχωρήσουν το πλημμύρισαν με ύβρεις κατά του Στάνκοβιτς...
Επί ελληνικού εδάφους έγινε άλλο ένα φάιναλ φορ, αυτό του 2000, στη Θεσσαλονίκη. Φοβάμαι ότι θα στενοχωρήσω και πάλι τους φίλους του ΠΑΟΚ. Το κλίμα τρομοκρατίας με το οποίο υποδέχθηκαν οι φανατικοί στον Βορρά τους οπαδούς του Παναθηναϊκού κυριαρχεί στις μνήμες όσων Αθηναίων ταξίδεψαν στη συμπρωτεύουσα. Επίσης, αποδείχθηκε ακατάλληλο το γήπεδο (μολονότι καινούργιο), υπερβολικά στενόχωρο για τις απαιτήσεις τέτοιας διοργάνωσης. Ισραηλινοί και Τούρκοι έφτιαξαν όμορφη ατμόσφαιρα, αλλά η Μπαρτσελόνα έκανε εμφάνιση τουρίστριας. Η επικράτηση του οιονεί γηπεδούχου Παναθηναϊκού «ξενερώνει» ακόμα περισσότερο τον ουδέτερο παρατηρητή.
Ο ΠΑΟ πήρε μέρος και στο φάιναλ φορ της Σουπρολίγκας το 2001, αλλά αυτό θα το αφήσουμε έξω από τη συζήτηση, μια και ανέδειξε την πρωταθλήτρια της... μισής Ευρώπης. Ηταν η εποχή του σχίσματος, η χρονιά των δύο βασιλιάδων (Μακάμπι για τη FIBA, Βίρτους για την ULEB). Οταν οι επικεφαλής των δύο «παρατάξεων» αποφάσισαν με κρύα καρδιά να ενώσουν ξανά τις δυνάμεις τους, έφτιαξαν ένα από τα πιο φαντασμαγορικά φάιναλ φορ της ιστορίας. Το 2002, στην Μπολόνια, ηττήθηκε για πρώτη φορά η ομάδα που φιλοξένησε τη φιέστα στη δική της πόλη. Μπροστά σε 8.000 οπαδούς της Βίρτους (στο γήπεδο της άσπονδης φίλης Φορτιτούντο, πάντως), ο Παναθηναϊκός πέτυχε εποποιία, καταργώντας τον νόμο του φαβορί και του γηπεδούχου. Συναρπαστικός ο τελικός, είχε υψηλό δείκτη ποιότητας και μεγάλους πρωταγωνιστές στο παρκέ (Μποντιρόγκα, Παπαδόπουλο, Κουτλουάι, Τζινόμπιλι, Γιάριτς κ.ά.) και στους πάγκους (Ομπράντοβιτς, Μεσίνα). Ωστόσο, δεν ήταν ένα απόλυτα αντιπροσωπευτικό φάιναλ φορ, αφού η Ιταλία εκπροσωπήθηκε από δύο ομάδες (Μπένετον η δεύτερη) και είχε και την ευθύνη της διοργάνωσης. Ηταν, επίσης, το μοναδικό στο οποίο δεν διεξήχθη μικρός τελικός. Οι οπαδοί της Μακάμπι πέρασαν ένα διήμερο βολοδέρνοντας στην Μπολόνια.
Το φάιναλ φορ του 2003 το κατέκτησε η «Αμφιτρύων» Μπαρτσελόνα, σχεδόν με το έτσι θέλω. Συστρατεύτηκαν, για να κατακτήσει τον πρώτο της τίτλο, δίκαιοι και άδικοι. Η έδρα έκανε τη διαφορά και την επόμενη περίοδο, αυτή τη φορά για λογαριασμό της Μακάμπι. Ο τελικός, μάλιστα, επιφύλασσε σκορ-μαμούθ: 118-74 σε βάρος της Φορτιτούντο. Η δε Ιταλία εκπροσωπήθηκε από δύο ομάδες για τρίτη συνεχή χρονιά. Πολύ βαρετή για τα γούστα μου αυτή η διετία. Και στερημένη από ελληνική συμμετοχή.
Στη Μόσχα, πρόπερσι, μονομάχησαν για το στέμμα τέσσερις ισχυρές ομάδες, με σπουδαίους παίκτες και προπονητές, αλλά χωρίς ισορροπία στα αρχικά δεδομένα. Η ΤΣΣΚΑ είχε χάσει μόνο ένα παιχνίδι όλη τη χρονιά και ξεκινούσε το φάιναλ φορ με τα λευκά, λόγω του πλεονεκτήματος της έδρας. Η Τάου, όμως, πέτυχε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ιστορίας. Και μετά... τα θαλάσσωσε απέναντι στη Μακάμπι! Αυτό που έλειψε το 2005 στη Μόσχα (ουδέτερο γήπεδο, κερκίδα χωρισμένη στα τέσσερα) το είδαμε την επόμενη άνοιξη στην Πράγα, έστω χωρίς Παναθηναϊκό. Η ραψωδία του Θοδωρή Παπαλουκά απέναντι σε Μπάρτσα και Μακάμπι δίνει ελληνικό χρώμα σε ένα φάιναλ φορ που ήταν, ασφαλώς, από τα καλύτερα όλων των εποχών. Μοναδικό ψεγάδι, η ταυτόχρονη παρουσία δύο ισπανικών ομάδων, εκ των οποίων η Μπαρτσελόνα εμφανίστηκε με ελάχιστους φιλάθλους στο πλευρό της. Οπως συνήθως...
Ταξιδεύοντας στα πρώτα χρόνια της αναβίωσης του θεσμού, θα προσπεράσουμε γρήγορα γρήγορα το φάιναλ φορ του 1991, μια και στο Παρίσι διεκδίκησαν το στέμμα μέτριες ομάδες, παίζοντας ακόμα μετριότερο μπάσκετ. Η Γιουγκοπλάστικα του Παβλίτσεβιτς το πήρε ελλείψει αντιπάλου, μια και η Μπαρτσελόνα ήταν φάντασμα, οι δε ομάδες που συμπλήρωσαν το σκηνικό (Μακάμπι, Σκαβολίνι) παρακατιανές. Ενα χρόνο αργότερα, όμως, στην Κωνσταντινούπολη, είδαμε τελικό γκραν γκινιόλ, ο οποίος κρίθηκε με ένα από τα πιο ονομαστά buzzer beaters στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Σάσα Τζόρτζεβιτς χάρισε το Κύπελλο στην ουρανοκατέβατη Παρτίζαν, η οποία είχε «μωρά» στο παρκέ, πρωτάρη προπονητή (Ομπράντοβιτς) και διαβατήριο προσφυγικό, μια και ο εμφύλιος την είχε εξοβελίσει στην ισπανική πόλη Φουενλαμπράδα. Ωραίο φάιναλ φορ, αξέχαστος τελικός, αλλά μικρές ομάδες (Μπανταλόνα, Mιλάνο, Εστουδιάντες). Εκπροσωπήθηκαν μόνο τρεις χώρες, εκ των οποίων η μία σπαρασσόταν από αδελφοκτόνο πόλεμο.
Oπότε, πάμε στα τρία φάιναλ φορ του Αρη.
Στο πρώτο, στη Γάνδη, μαζεύτηκε γαλαξίας αστέρων (ΜάκΑντου, Ντ' Αντόνι, Τζάμσι, Μαγκί, Γκάλης, Γιαννάκης, Πάσπαλι, Ντίβατς κ.ά.) και παίχτηκε μπάσκετ πρώτης γραμμής. Υπήρχαν, όμως, σοβαρές ελλείψεις στο οργανωτικό σκέλος, μια και το φάιναλ φορ φιλοξενήθηκε σε μια παλιά αποθήκη. Οι άλλες τρεις ομάδες παραδόθηκαν αμαχητί στον Αρη στη μάχης της κερκίδας, ενώ από αγωνιστικής πλευράς Ελληνες και Γιουγκοσλάβοι βρέθηκαν ένα επίπεδο κάτω από τις δύο άλλες ομάδες. Είχαν το ταλέντο και τον ενθουσιασμό, αλλά τους έλειπε η πείρα.
Το κύκνειο άσμα του, πριν αποχωρήσει από το προσκήνιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο Αρης το τραγούδησε το 1990 στη Σαραγόσα. Ηταν τόσο απογοητευτική η παρουσία του στο «Πρίνθιπε Φελίπε» (όπως και αυτή της Λιμόζ), ώστε δεν αξίζει να θυμηθούμε πολλά από αυτό το φάιναλ φορ. Η Γιουγκοπλάστικα γκρέμισε την Μπαρτσελόνα επί ισπανικού εδάφους, αλλά οι άλλοι δύο αποδείχθηκαν φτωχοί συγγενείς.
Στο Μόναχο, τον Απρίλιο του 1989, έγινε το αγαπημένο μου φάιναλ φορ, ίσως το μοναδικό που πληρούσε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Σε ουδέτερη πόλη μαζεύτηκαν τέσσερις ισχυρότατες ομάδες από διαφορετικές χώρες, η καθεμία ικανή να γυρίσει σπίτι τροπαιούχος. Ο Αρης των Γκάλη, Γιαννάκη, Ιωαννίδη, η Μακάμπι των Μαγκί, Τζάμσι, Μπάρλοου, η Μπαρτσελόνα του Επί και του Νόρις και η πρωτοεμφανιζόμενη Γιουγκοπλάστικα του Μάλκοβιτς και των Κούκοτς, Ιβάνοβιτς, Ράτζα, Περάσοβιτς, Παβίτσεβιτς. Μολονότι είχε λιγότερο κόσμο από τις άλλες τρεις (χωρίς να είναι αβοήθητη), η «Σταχτοπούτα» από το Σπλιτ έκανε το θαύμα και άνοιξε βιβλίο δόξης λαμπρόν. Τόσο οι δύο ημιτελικοί όσο και ο τελικός είχαν ωραίο θέαμα, δραματικές ανατροπές, σπάνιες εκπλήξεις και τη σφραγίδα μεγάλων παικτών και κορυφαίων προπονητών. Κι αν οι Γερμανοί αδιαφορούν για το μπάσκετ, το Ολυμπιακό Πάρκο του Μονάχου είναι... η χαρά του φιλάθλου, ιδανικό σπίτι για μια διοργάνωση υψηλότατου επιπέδου.
Ο κύβος ερρίφθη, λοιπόν: Μόναχο 1989. Και, κατά δεύτερο λόγο, Μπολόνια 2002, Πράγα 2006, Γάνδη 1988. Προς Θεού, όχι άλλο Τελ Αβίβ! Το φετινό φάιναλ φορ, της Αθήνας, δύσκολα θα πάρει θέση ανάμεσα στα κορυφαία της ιστορίας, επειδή διαθέτει γηπεδούχο και δύο ισπανικές ομάδες. Προσφέρει, όμως, εχέγγυα για υψηλή ποιότητα παιχνιδιού, ειδικά αν φανεί αντάξια της πρόκλησης η Μάλαγα. Πάνω απ' όλα, ελπίζω ότι θα αποφευχθούν παρατράγουδα οποιασδήποτε μορφής. Ως γιορτή του μπάσκετ ξεκίνησε και το αντίστοιχο του 1993 στο Φάληρο, στην πορεία όμως μας έκανε να φτύνουμε στον κόρφο μας όποτε το θυμόμασταν.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.