Οταν η Μίλαν έφτασε στον ημιτελικό, είχα γράψει ότι ένα από τα μυστικά των συχνών διακρίσεων αυτής της ομάδας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις είναι ότι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ευθύς μόλις την απέκτησε το 1987 πρόταξε ως στόχο τη διεθνή της καταξίωση. Κάποιοι φίλοι με ρώτησαν αν αυτή η επιλογή συνοδεύτηκε και από κάποια στρατηγική. Οκτώ τελικοί σε 17 χρόνια προφανώς δεν είναι κάτι τυχαίο. Ας δούμε τι έκανε
η Μίλαν.
Το εύκολο είναι να πει κάποιος ότι ο Μπερλουσκόνι ξόδεψε πολλά χρήματα -σαφώς και το έκανε. Το κάνανε όμως κι άλλοι κι ανάλογα αποτελέσματα δεν είχανε. Τα λεφτά είναι χρήσιμα –όταν όμως δεν ξέρεις να τα ξοδεύεις, απλώς τα σπαταλάς.
Οργάνωση
Πρώτα απ’ όλα η Μίλαν είναι μια οργανωμένη εταιρεία. Η οργάνωση δεν είναι κάτι αφηρημένο –οργάνωση σημαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι με αρμοδιότητες που έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν. Ο Μπερλουσκόνι ψάχνει συνεχώς στελέχη, μολονότι οι πρώτοι συνεργάτες που είχε παραμένουν είκοσι χρόνια αργότερα στις θέσεις τους. Δεν υπάρχει συγκεντρωτισμός, αλλά μόνο ικανοί άνθρωποι που αγαπούν τον σύλλογο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Λεονάρντο. Οταν η Μίλαν πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε με έξι Λατινοαμερικάνους, έφερε πίσω τον παλιό της ποδοσφαιριστή για να της λύνει ως διοικητικός παράγοντας κάθε πρόβλημα.
Προτίμηση
Ο Μπερλουσκόνι όρισε ως προτεραιότητα τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και απαίτησε αυτό να γίνει κατανοητό από όλους. Η Μίλαν αυτά τα χρόνια, σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις, δεν ασχολήθηκε με το πρωτάθλημα όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν εύκολο να πρωταγωνιστήσει εντός και εκτός συνόρων: προτίμησε πάντα την Ευρώπη. Κανένα ματς του Καμπιονάτο δεν μετράει όσο ένα διεθνές παιχνίδι και δεν είναι τυχαίο ότι η Μίλαν έχει παίξει οκτώ τελικούς στην Ευρώπη και μόλις έναν για το Κύπελλο Ιταλίας! Πριν από τον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ το 1994 είχε χάσει με κατεβασμένα τα χέρια από τη Φιορεντίνα, πριν από τον ημιτελικό με την Παρί το 1995 είχε δεχτεί τέσσερα γκολ από τη Λάτσιο. Ο Μπερλουσκόνι ξέρει ότι στο μυαλό των οπαδών μένουν μόνο τα σημαντικά. Οι ψυχώσεις για πρωταθλήματα ανήκουν σε άλλους.
Έσοδα
Η εταιρεία Μίλαν έχει ως σκοπό να δημιουργεί έσοδα. Η περσινή τιμωρία της οφείλεται στο γεγονός ότι ο αντιπρόεδρός της Αντριάνο Γκαλιάνι, ο στενότερος συνεργάτης του αφεντικού, προσπαθούσε με τη βοήθεια του Μότζι να ανεβάσει στα ύψη τα τηλεοπτικά: ο Μπερλουσκόνι συνεργάστηκε γι' αυτό με τη Γιουβέντους και το πλήρωσε με την περσινή τιμωρία των -8 βαθμών. Ο Μπερλουσκόνι μετράει το χρήμα: η Μίλαν αγοράζει αλλά και πουλάει εύκολα. Πούλησε χωρίς ενδοιασμούς το καλοκαίρι τον Σεβτσένκο γιατί στα 45 εκατομμύρια ευρώ του Αμπράμοβιτς απαγορευόταν να πει όχι. Παλιότερα είχε πουλήσει τον Ρομπέρτο Μπάτζιο, τον Ελμπερ, τον Βιεϊρά. Δεν πουλάει όμως ποτέ παίκτες-σημαίες, θεματοφύλακες του χαρακτήρα της ομάδας. Η περίπτωση του Μαλντίνι είναι μυθιστόρημα, αλλά ανάλογη συμπεριφορά υπήρξε και προς τον Μπαρέζι, τον Κοστακούρτα, τον Μασάρο, τον Ράικαρντ, τον Τασότι, τον Ντοναντόνι, τον ίδιο τον Αντσελότι. Οποιος έρχεται στο Μιλάνο πρέπει να αποδείξει στην Ευρώπη ότι είναι πρωταθλητής. Οποιος φεύγει (Ράικαρντ, Ντεζαγί, Μπόμπαν, Σαβίσεβιτς, Γκούλιτ) ονειρεύεται να επιστρέψει ως παράγοντας. Το βέβαιο είναι ότι παραμένει φίλος. Η εταιρεία τα τελευταία χρόνια βασίζει τις επιλογές της σε ένα διαρκές σκάουτινγκ που κάνουν κυρίως οι παίκτες οι οποίοι ξέρουν το χαρακτήρα της ομάδας. Ο Λεονάρντο έστειλε στο Μιλάνο τον Κακά, ο Ντεζαγί τον Γκουρκούφ, ο Νέστα ήταν ο εισηγητής της απόκτησης του Οντο, ο Ντίντα κι ο Καφού έπεισαν τον Ρονάλντο.
Προστασία
Ο Μπερλουσκόνι δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ του να στήσει γύρω από την ομάδα πλέγμα διαιτητικής προστασίας. Ποτέ του δεν έμπλεξε με τον συρφετό των παραγόντων της ομοσπονδίας και ποτέ δεν έψαξε τις υπηρεσίες του Λουτσιάνο Μότζι, μολονότι αυτός θα του εξασφάλιζε τρία-τέσσερα πρωταθλήματα. Από το 1990 έως το 1993, όταν συμπλήρωσε 54 αγώνες αήττητη στο Καμπιονάτο και ήταν η μακράν ακριβότερη ομάδα στην Ευρώπη, η Μίλαν είχε κερδίσει ένα πέναλτι (!) σε τρία πρωταθλήματα. Στην Ιταλία κανείς ποτέ δεν αντιπάθησε τη Μίλαν για την εύνοια που είχε από τους διαιτητές. Ο Γκαλιάνι λέει ότι μια ομάδα πρέπει να σκληραίνει στο εθνικό της πρωτάθλημα, να έχει πάντα να αντιμετωπίσει δυσκολίες. Αντίθετα η Μίλαν έδειχνε πάντοτε μεγάλη προσοχή στις διεθνείς της σχέσεις. Δύο διοικητικοί της παράγοντες, ο Πάολο Ταβάνο και ο Νικόλα Ριγκέτι, δούλεψαν για χρόνια στη ΦΙΦΑ. Tον Γκαλιάνι δεν τον ενδιέφερε ποτέ το σύνολο των κηφήνων της ομοσπονδίας: οι Πετρούτσι, οι Αμπέτε κι οι Πεσκάντε δεν πατάνε στο «Σαν Σίρο». Ο Ελβετός Ιβάν Κορνού αντίθετα, υπεύθυνος διαιτησίας της ΟΥΕΦΑ, εκεί νιώθει σαν το σπίτι του ακόμα κι αν ο Μερκ έχει «χειρουργήσει» την ομάδα στο «Καμπ Νου» μια μέρα πριν. Η φιλοξενία είναι άψογη κι ο σεβασμός δεδομένος. Ρωτήστε τον Κύρο Βασσάρα.
Προπονητές
Τέλος, η Μίλαν στηρίζει τους προπονητές που έχουν κάτι να διδάξουν. Ο Αρίγκο Σάκι δίδαξε ζώνη, πρέσινγκ και ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο όταν αυτά η Ευρώπη τα είχε ξεχάσει. Ο Φάμπιο Καπέλο «πάντρεψε» τον μοντερνισμό με τις κλασικές αξίες του ιταλικού ποδοσφαίρου. Ο Κάρλο Αντσελότι έφτιαξε μια ομάδα πολλών «δεκαριών» που ακόμα και στις στραβές της έπαιξε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας. Υπήρχαν κι αυτοί που απέτυχαν: ο Οσκαρ Γουάσιγκτον Ταμπάρεζ, ο Φατίχ Τερίμ, ο Αλμπέρτο Τζακερόνι ήταν δύσκολα στοιχήματα –όλοι τους όμως είχαν ιδέες που στον Μπερλουσκόνι έμοιαζαν ενδιαφέρουσες. Και όλοι είχαν και μέσα και χρόνο για να δουλέψουν.
Απλά
Ανακεφαλαιώνω: οργάνωση, κατάλληλοι άνθρωποι, σωστές επιλογές, νοοτροπία, θεαματικό ποδόσφαιρο, καλές διεθνείς σχέσεις, αποστάσεις από λαμόγια που δεν έχουν σχέση με τον σύλλογο και προτεραιότητα στην Ευρώπη που φαίνεται με πράξεις. Τόσο απλά, τόσο δύσκολα.
Μύθοι
Χθες στη βιασύνη μου έγραψα ότι η Λίβερπουλ κέρδισε με το φτωχό 1-0 τη Μάλμοε σε έναν τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Λάθος: έχει κερδίσει με αυτό το σκορ την Μπριζ. Την ανίκητη Μάλμοε την κέρδισε ένας άλλος παιδικός μας μύθος: η Νότιγχαμ Φόρεστ. Πολλές φορές μπερδεύω τα ονόματα των ομάδων που θυμάμαι (;) να έχουν παίξει σε τελικούς ή και τα ονόματα των σκόρερ: αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί γερνάω και ο «σκληρός δίσκος» του μυαλού μου αρχίζει να γεμίζει με τόσες χιλιάδες ασήμαντες λεπτομέρειες ώστε κάποια μέρα θα κρασάρει, αλλά και γιατί σπανίως ανατρέχω σε αρχεία όταν καταπιάνομαι με τους παιδικούς μου μύθους. Τηρουμένων των αναλογιών, θα ήταν σαν να ψάχνω ιατρική απάντηση στο αν ο κακός λύκος κατάφερε να χωνέψει τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Το ωραίο με τους παιδικούς μύθους είναι να τους διηγείσαι με βάση αυτό που σου έχουν αφήσει: οι λεπτομέρειες είναι για τα ρεπορτάζ, οι αναμνήσεις πρέπει να είναι πάντοτε λίγο μπερδεμένες για να είναι αληθινές.
Είμαστε μία γενιά που έχει μεγαλώσει με πολλούς μύθους -είναι αλήθεια. Παιδικοί μου μύθοι είναι ο Πλατινί, ο Μαραντόνα, ο Αναστό, η Ρεάλ Μαδρίτης που μέσα στο «Μπερναμπέου» ανέτρεπε κάθε αποτέλεσμα, ο Θωμάς Μαύρος που όπου έβρισκε τον Ολυμπιακό του έβαζε γκολ, το αήττητο του ΠΑΟΚ στην Τούμπα, ο Γκάλης, ο Νίκι Λάουντα που γύρισε μισοκαμένος από την κόλαση, ο Αντρέας που έκανε Αλλαγή, ο βιονικός άνδρας, ο δημοσιογράφος Μαρτέλης απόλυτος πρωταγωνιστής στους «Δίκαιους», στους «Ιερόσυλους» και στους «Κληρονόμους», ο Ρόι Ρέις πάνω απ’ όλους. Για όλα αυτά μπορώ να γράψω πολλά και για όλα θα κάνω κάποια λάθη. Οταν η μνήμη άρχισε να σβήνει κομματάκια από το παζλ, αυτά αντικαταστάθηκαν από το υποσυνείδητο: κάποτε προσπαθούσα να πείσω τον Αναστόπουλο ότι το γκολ που πέτυχε εναντίον των Τσέχων στα τελικά του Εuro του 1980 ήταν κάτι φοβερό. Δεν ήταν. Αυτός το 'ξερε, εγώ ήταν αδύνατον να το παραδεχτώ.
Η καθημερινή καταγραφή γεγονότων απαιτεί ακρίβεια. Οι μύθοι είναι το καταφύγιο όπου όλα επιτρέπονται. Πόσοι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο τερματοφύλακας της Βραζιλίας φταίει στα γκολ που δέχτηκε από τον Πάολο Ρόσι το 1982; Ολοι! Κι όμως ο άνθρωπος δεν φταίει. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να παιδευτείς να το αποδείξεις σε κάποιον. Είναι καλύτερα να το πιστεύει…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.