Το καλοκαίρι του 2003, ο σερ Αλεξ πήρε την απόφαση να ξοδέψει 15 εκατ. ευρώ για να πάρει στην ομάδα του ένα 18χρονο ποδοσφαιριστή. Θα μπορούσε, αν έκανε δύο χρόνια υπομονή, να αποκτήσει αυτόν τον ποδοσφαιριστή με την προσυμφωνημένη τιμή των 5 εκατ. ευρώ. Εκρινε όμως ότι η ομάδα του τον είχε άμεσα ανάγκη. Και προτίμησε να ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος του μεταγραφικού προϋπολογισμού εκείνου του καλοκαιριού για χάρη του.
Στα μάτια του μεγαλωμένου στην Ελλάδα παρατηρητή του ποδοσφαίρου, η κίνηση του Φέργκιουσον ήταν μια μεγάλη τρέλα. Στα μάτια της αγγλικής κοινωνίας του ποδοσφαίρου ήταν μια κίνηση με ρίσκο. Στα μάτια του σερ Αλεξ ήταν... ο Κριστιάνο Ρονάλντο.
Οι προπονητές των ελληνικών ομάδων δεν διαχειρίζονται το μπάτζετ των μεταγραφών, έτσι δεν είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση. Ας συγκρίνουμε όμως τη διαφορά στη νοοτροπία των διοικήσεων, των μάνατζερ των συλλόγων. Οι Ελληνες πρόεδροι, αυτοί που διαλέγουν ποδοσφαιριστές θεωρούν αδιανόητο να ξοδέψουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού για την απόκτηση ενός πιτσιρικά. Ποιος είναι ο τελευταίος έφηβος που κόστισε; Θα πρέπει να πάμε μια δεκαετία πίσω, για να θυμηθούμε την αγορά του Οφορίκουε από τον Ολυμπιακό. Θα θυμηθούμε και τον Καστίγιο, που είχε κοστίσει. Θα έρθουμε και στα πιο φρέσκα με τον Χετεμάι. Και τέλος. Με εξαίρεση τη μεταγραφή του Οφορίκουε, δεν υπάρχει έφηβος που να κόστισε στην ομάδα του έστω και το μισό του μεταγραφικού της προϋπολογισμού.
Οι μεγάλες ελληνικές ομάδες ψάχνουν την ακριβή μεταγραφή σε ποδοσφαιριστές που αγγίζουν ή έχουν ξεπεράσει τα τριάντα τους χρόνια. Προτιμούν να σπρώξουν το μεγαλύτερο μέρος του ποσού για να ψωνίσουν όνομα, με την ελπίδα ότι θα ενθουσιάσουν τη μάζα και θα κερδίσουν από τα διαρκείας, τα εισιτήρια και τις φανέλες. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο όμως συρρικνώνουν τις πιθανότητες να πετύχουν έναν Κριστιάνο Ρονάλντο και να τον εκμεταλλευτούν παντοιοτρόπως προτού τον μοσχοπουλήσουν.
Οι ελληνικές ομάδες που έχουν διαλέξει να μη βαδίσουν στον δρόμο του Φέργκιουσον και του Βενγκέρ δεν είχαν σκεφτεί μέχρι πρόσφατα να μιμηθούν τουλάχιστον το παράδειγμα ομάδων όπως η Σπόρτινγκ Λισσαβώνας. Η Σπόρτινγκ πήρε το ρίσκο να αγοράσει τον Ρονάλντο όταν ήταν 11 ετών. Εκρινε ορθή την επιλογή να ξοδέψει περίπου 25 χιλιάδες ευρώ για να τον κάνει δικό της. Και επτά χρόνια αργότερα εισέπραξε 15 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 5 εκατ. ευρώ περισσότερα από τον ετήσιο προϋπολογισμό του ποδοσφαιρικού τμήματος της ΑΕΚ. Και δεν το έκανε μόνο με τον Ρονάλντο. Το έκανε με τον Κουαρέσμα, με τον Νάνι, με τον Μουτίνιο, τον Μιγκέλ Βελόσο κι ένα σωρό άλλους πιτσιρικάδες.
Η ΑΕΚ έχει αρχίσει την τελευταία διετία να επενδύει συνειδητά σε έφηβους ποδοσφαιριστές. Ο Μουνιόθ έκανε την αρχή στον Παναθηναϊκό με τον Νίνη. Ο Ολυμπιακός ψάχνει να βρει παρέα για τον Φακίνο. Ο Αρης διευρύνει τον κύκλο των συνεργαζόμενων ακαδημιών. Ο ΠΑΟΚ ετοιμάζεται να προωθήσει ορισμένα από τα αξιόλογα πιτσιρίκια του. Ολα αυτά μας δημιουργούν την αίσθηση ότι υπάρχει η ελπίδα να αρχίσουμε να βλέπουμε αξιόλογους πιτσιρικάδες στα παιχνίδια της Super League, ότι παρ' όλο που δεν κρίνουν συμφέρουσα μια ακριβή αγορά ενός πολύ ταλαντούχου ξένου έφηβου, οι διοικήσεις θα προωθήσουν τα «ελληνικά προϊόντα» τους. Και αν μια από αυτές τις ομάδες καταφέρει να διαχειριστεί σωστά τα ταλέντα που θα της προκύψουν και καταφέρει έτσι να «πλουτίσει» και να μεγαλώσει ως σύλλογος, θα κάνει μόδα. Μια μόδα ικανή να παρασύρει το ελληνικό ποδόσφαιρο προς την ποιοτική άνοδο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.