Από τις 5 «παραδοσιακά μεγάλες» ομάδες της χώρας, οι τρεις –όταν έχουν όλους τους βασικούς τους παίκτες στη διάθεσή τους- παρατάσσονται στο γήπεδο με 4-2-3-1. Ο Ολυμπιακός το κάνει με Ντουντού ή Ουρτάδο-Ιμπαγάσα και Ρόμενταλ ή Φετφατζίδη, Φουστέρ και Ριέρα. Ο Παναθηναϊκός με Ζιλμπέρτο-Κατσουράνη ή Καραγκούνη και Γκοβού, Νίνη και Λέτο. Ο ΠΑΟΚ με Γκαρσία-Βιτόλο και Βιεϊρίνια, Σαλπιγγίδη και Ίβιτς. Από τους δύο που δεν το εφαρμόζουν, η μεν ΑΕΚ φαίνεται να βολεύεται μια χαρά στο 4-3-3, με Ντιόπ-Καφέ-Μάκο και Λεονάρντο-Σκόκο-Λυμπερόπουλο ή Τζιμπούρ, ο δε Αρης από τον Κούπερ και μετά έχει «κλειδώσει» στο 4-4-2.
Στο γήπεδο, μέχρι στιγμής η διάταξη αυτή αποδεικνύεται περισσότερο ευεργετική για τον Ολυμπιακό, λίγο λιγότερο για τον Παναθηναϊκό και αισθητά λιγότερο για τον ΠΑΟΚ. Στον Ολυμπιακό διότι η χρησιμοποίηση ενός μη στατικού περιφερειακού επιθετικού, σαν τον Μιραλάς, πολλαπλασιάζει το κοντινό passing game γύρω από την περιοχή του αντιπάλου και δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για περισσότερες τελικές προσπάθειες –και μάλιστα σε ευνοϊκότερες συνθήκες. Στον Παναθηναϊκό η τάση αυτή μειώνεται, καθώς πρωταρχικό μέλημα του «3» είναι η τελική πάσα στην «σημαδούρα» Σισέ, μια και πάνω στον Γάλλο είναι χτισμένο μονομερώς όλο το επιθετικό πλάνο της ομάδας. Στον ΠΑΟΚ τα πράγματα έχουν μπλεχτεί και συχνά στο χορτάρι αποτυπώνεται αναποτελεσματικότητα διότι από τη μία ο σταρ της ομάδας –λόγω συστήματος- είναι αποτραβηγμένος στο δεξί άκρο και από την άλλη ο έτερος σταρ της ομάδας είναι ο άλλος της ακραίος. Προσπαθώντας οι δυο τους να δημιουργήσουν φάσεις με αποδέκτη τον –πιο ασταθή- Μουσλίμοβιτς, η μαγιά κάπου χαλάει και αν ο Ίβιτς δεν βρίσκεται σε δημιουργικό οίστρο η επιθετική δυσκοιλιότητα είναι πασιφανής.
Υπάρχει, λοιπόν, ομάδα στη Superleague που να παίζει «σωστό και όμορφο» 4-2-3-1, το οποίο να ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά των παικτών που καλούνται να το εφαρμόσουν; Υπάρχει και είναι η Καβάλα. Μπορεί να το κάνει μ’ έναν δικό της τρόπο, αποδεικνύεται όμως ότι ο τρόπος αυτός είναι και γοητευτικός στο μάτι και αποτελεσματικός ταυτοχρόνως. Χωρίς να διαθέτει τους κλασικούς ακραίους στην ενδεκάδα του, ο Ντράγκαν Οκούκα αποφάσισε να χωρίσει το γήπεδο στα δύο: Στο πίσω μισό υπάρχει ο Γκαλίνοβιτς, η αμυντική τετράδα και μπροστά της οι «μασάω μαδέρια και φτύνω τα καρφιά» απολύτως προσηλωμένοι αμυντικοί χαφ Ντιέ και Καρντόζο, που κόβουν κίνηση και μοιράζουν την μπάλα μπροστά.
Από εκεί και μετά ξεκινάει ένα χαρούμενο δημιουργικό χάος. Ο Νταρσβίλ είναι σταθερός στο «1» της επίθεσης και γύρω του αγωνίζονται, με μοιρασμένο χρόνο συμμετοχής, οι Ονουάτσι, Αμπντούν, Ογκμπέτσε και Βουτσίσεβιτς. So, where’s the catch? Στο ότι απ’ αυτούς μόνο ο Αμπντούν είναι ακράιος, ο Βουτσίσεβιτς είναι μόνο «δεκάρι», ενώ οι Ονουάτσι και Ογκμπέτσε κανονικά θα έπρεπε να ερίζουν αποκλειστικά για τη θέση του Νταρσβίλ. Ο προπονητής όμως, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να αγωνιστεί με ένα σύστημα που να χωράει όλο το ταλέντο και την ποιότητα που το ρόστερ του διαθέτει, επινόησε ένα sui generis 4-2-3-1 «νέου τύπου», στο οποίο όσοι επιλέγονται κάθε φορά στο «3» παίζουν παντού, τρέχουν σε όλους τους χώρους και εκτελούν από παντού. Η λελογισμένη αυτή «αναρχία» στην ανάπτυξη κάνει τη ζωή των αντιπάλων δύσκολη, καθώς δεν ξέρουν ποιον να πρωτομαρκάρουν και «από που θα τους έρθει», οι παίκτες δείχνουν να γουστάρουν αυτή τη δημιουργική ελευθερία, ενώ η τακτική αυτή δικαιώνεται και στη βαθμολογία, με την ομάδα να έχει μόλις μία ήττα στις 6 πρώτες αγωνιστικές.
Με την πόλη να είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους «Σύμβολο», ο συμβολισμός εδώ είναι προφανής: ότι ένα ευρυμαθές ποδοσφαιρικό πνεύμα αρκεί για να μετουσιώσει μια αγκύλωση-παγίδα σε αγωνιστική κινητήριο δύναμη. A job well done, ΑΟΚ. Well done indeed.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.