Στην ιστορία της τακτικής των ποδοσφαιρικών συστημάτων, μία πολύ γοητευτική και διδακτική ιστορία, οι Ούγγροι έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Από τη δεκαετία του ’50 και μετά στην Ουγγαρία σημειώθηκε μία ποδοσφαιρική επανάσταση που τελείωσε άδοξα με την εισβολή των Σοβιετικών στη Βουδαπέστη το 1956.
Η ποδοσφαιρική επανάσταση των Ούγγρων συνίσταται στο γεγονός ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι που έκαναν ένα μεγάλο βήμα στην τακτική με την ανακάλυψη του 4-2-4. Η ουγγρική σχολή ήταν αυτή που εντόπισε τις αδυναμίες του WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν και διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις της μετεξέλιξής του σε 4-2-4, το οποίο οι Βραζιλιάνοι θα οδηγήσουν στο απόγειό του.
Κανείς δεν μπορεί να πει τι θα είχε συμβεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο αν η «αράντσιπατ», η «χρυσή» εκείνη ομάδα της Ουγγαρίας (μία ακόμα βασίλισσα χωρίς στέμμα), δεν διαλυόταν το 1956. Ενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο εκείνης της «επανάστασης στην τακτική» και πολλών από εκείνους που ενεπλάκησαν σε αυτήν αφορά τη σχέση τους με την Ελλάδα. Ο Γκιούλα Λόραντ, ο Πούσκας και ο Μάικλ Λάντος, τρεις ποδοσφαιριστές που ήταν μέλη εκείνης της μεγάλης ομάδας, πέρασαν ως προπονητές από την Ελλάδα, αν και ο Λάντος ήταν βοηθός.
Και δύο από τα μεγάλα ονόματα της ουγγρικής προπονητικής, ο Μπέλα Γκούτμαν και ο Μάρτον Μπούκοβι, πέρασαν από τους πάγκους του ΠΑΟ ο πρώτος και του Ολυμπιακού ο δεύτερος -με βοηθό τον Λάντος-, που έφτιαξε μία πολύ μεγάλη ομάδα. Προς τι αυτό το ξαφνικό flashback, θα αναρωτηθεί κάποιος. Πριν από λίγο καιρό, από τις εκδόσεις Νόβολι, κυκλοφόρησε το βιβλίο του φίλου και εξαιρετικού γραφιά Θανάση Σκρουμπέλλου με τίτλο «Μπούκοβι: πώς ήρθε και πώς έφυγε».
Μία εξαιρετική ιστορία-ρεπορτάζ για τον άνθρωπο που λατρεύτηκε όσο λίγοι (ο θρυλικός «πατερούλης») και ο οποίος ήταν αυτός που εφήρμοσε πρώτος το 4-2-4. Ο Μπούκοβι ήταν ένας εξαίρετος τακτικιστής, που μελετώντας τα ποδοσφαιρικά συστήματα και ιδιαίτερα το WM διαπίστωσε πως, πέρα από τον ίδιο τον αρνητισμό που είχε μέσα του, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που είχε η κυρίαρχη σύμβαση του συστήματος αυτού ήταν ότι διαμόρφωσε μία αντίληψη για τον ρόλο και τον τύπο του σέντερ φορ.
Οι μάνατζερ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο γρήγορα κουράστηκαν να βλέπουν ποδοσφαιριστές-ντριμπλέρ που τους εξουδετέρωνε η κυρίαρχη παρουσία του σέντερ χαφ (όπως λεγόταν τότε ο σέντερ μπακ) με αμυντικά χαρακτηριστικά. Ετσι στράφηκαν στους υψηλόσωμους και δυνατούς σέντερ φορ, του είδους που ακόμα και σήμερα στη Βρετανία χαρακτηρίζεται ως το κλασικό εννιάρι, «ένας ταύρος χωρίς μυαλό που ορμάει στην πόρτα» όπως τους χαρακτήρισε αυτούς τους τύπους ένας μεγάλος Αγγλος αθλητικογράφος, ο Μπράιαν Γκλάνβιλ.
Αν ο Ζίντελαρ ήταν ο ιδανικός τύπος σέντερ φορ της κεντρικής Ευρώπης, το αγγλικό αντίστοιχο ήταν ο Τεντ Ντρέικ της Αρσεναλ -δυνατός, ορμητικός, γενναίος και σχεδόν χωρίς καμία ποδοσφαιρική σκέψη- που τυποποίησε το αγγλικό πρότυπο. Οπως ακριβώς δεν υπήρχε καμία θέση για τον εκπληκτικό ποδοσφαιριστή της εθνικής Αυστρίας του Μάισλ (της περίφημης Wunterteam), τον Ματίας Ζίντελαρ, στην Αγγλία της δεκαετίας του ’30, έτσι και στα γήπεδα της Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’40 απουσίαζε ένα σέντερ φορ με αυτόν τον σωματότυπο.
Ηταν ενοχλητικό αλλά το 2-3-5 στα μυαλά ορισμένων ιδεαλιστών είχε μετατραπεί σε WM. Ετσι, είτε η Ουγγαρία θα έπρεπε να αναπτύξει έναν τύπο σέντερ φορ με τον σωματότυπο που είχε αποδεχθεί η Αγγλία και ταίριαζε στο σύστημα, είτε θα έπρεπε να αναπτύξει ένα νέο σύστημα που θα διατηρούσε την αμυντική συνοχή του WM και δεν θα απαιτούσε μία ρωμαλέα αιχμή στην επίθεση.
Η αναγκαιότητα της αλλαγής
Ο Μάρτον Μπούκοβι, ο προπονητής της MTK (ή Βέρες Λόμπογκο, όπως μετονομάστηκε η ομάδα μετά την εθνικοποίηση των ποδοσφαιρικών ομάδων το 1949), ήταν ο πρώτος που βρήκε τη λύση όταν το δικό του «τανκ», ο ρουμανικής καταγωγής Νόρμπερτ Χέφλινγκ, πουλήθηκε στη Λάτσιο το 1948. Οταν δεν έχεις τον ιδανικό τύπο σέντερ φορ, αντί να υποχρεώνεις ποδοσφαιριστές που δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα να αγωνιστούν στη συγκεκριμένη θέση, είναι καλύτερο να αναπληρώνεις αυτή την έλλειψη με τη συνεργασία των ποδοσφαιριστών.
Ο Μπούκοβι αναποδογύρισε το W του WM δημιουργώντας ένα Μ-Μ. Σταδιακά, καθώς ο σέντερ φορ τραβιόταν όλο και πιο πίσω για να γίνει ένα είδος βοηθητικού μέσου, οι δύο πλάγιοι επιθετικοί συνέχισαν να προωθούνται, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μία ευέλικτη επιθετική τετράδα. «Ο σέντερ φορ δυσκολευόταν όλο και περισσότερο έχοντας έναν αντίπαλο συνεχώς πάνω του», εξήγησε κάποτε στον συγγραφέα Τζόναθαν Γουίλσον ο Νάντορ Χιντεγκούτι, ο άνθρωπος που ταλαιπώρησε την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ στο περίφημο «ματς του αιώνα», το 1953, παίζοντας με πολύ βάθος.
«Ετσι γεννήθηκε η ιδέα το νούμερο 9 να παίξει πιο πίσω, όπου υπήρχε λίγος χώρος». Πλάγιος μέσος στην ΜΤΚ έπαιζε ένας σπουδαίος επιθετικός που διέθετε μεταβιβάσεις ακριβείας. Ο Πέτερ Πάλοτας. Ο Πέτερ δεν είχε ποτέ δυνατό σουτ, αλλά κανείς δεν είχε την απαίτηση από αυτόν να σκοράρει. Παρά το γεγονός ότι φορούσε τη φανέλα με το 9 συνέχιζε να παίζει στη φυσική θέση του.
Από τη θέση του στα χαφ, ο Πέτερ δεχόταν τις πάσες των αμυντικών και απλώς μοίραζε με ακρίβεια την μπάλα στους πλάγιους και στους επιθετικούς. Από τη στιγμή που ο Πάλοτας αποσύρθηκε από τη θέση του σέντερ φορ, ο τρόπος παχνιδιού του μπερδεύτηκε με αυτόν των χαφ που έπαιζαν στα άκρα, έτσι αναπόφευκτα ο ένας έπρεπε να αποσυρθεί από εκεί και να αναλάβει έναν περισσότερο αμυντικό ρόλο, ενώ ο άλλος θα συνεργαζόταν με τον Πάλοτας στον ρόλο του τροφοδότη.
Τον ρόλο του Πάλοτας, που αποσύρθηκε το 1952, στην εθνική Ουγγαρίας ανέλαβε ο Χιντεγκούτι που είχε προπονητή τον Μπούκοβι στην ΜΤΚ. «Ηταν ένας σπουδαίος παίκτης και μπορούσε να διαβάζει εξαιρετικά το παιχνίδι», είχε πει ο Φέρεντς Πούσκας για τον Χιντεγκούτι. «Ηταν ο τέλειος ποδοσφαιριστής για τον συγκεκριμένο ρόλο καθώς βρισκόταν μπροστά από τους μέσους, έδινε τελικές πάσες, μπέρδευε τελείως την άμυνα και έκανε φανταστικές κούρσες για να σκοράρει και ο ίδιος».
Ενας οραματιστής τεχνικός
Ο Χιντεγκούτι απ' όλους θεωρούνταν ένας οπισθοχωρημένος σέντερ φορ, αλλά ο όρος είναι μάλλον παραπλανητικός και αυτή η παρεξήγηση οφειλόταν στον αριθμό της φανέλας του. Ηταν, αν χρησιμοποιήσουμε τη μοντέρνα ορολογία, ένας επιθετικός μέσος.
Το ποδόσφαιρο, φυσικά, δεν είναι ένα παιχνίδι που παίζεται στον μαυροπίνακα της τακτικής. Οσο καλοσχεδιασμένο και λειτουργικό κι αν είναι ένα σύστημα, η επιτυχία στο γήπεδο απαιτεί ένα συμβιβασμό ανάμεσα στη θεωρία και τους παίκτες που θα την εφαρμόσουν.
Η ιδέα του Μπούκοβι, ενός οραματιστή τεχνικού, ήταν τέλεια για την Ουγγαρία, διότι τέσσερις ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές και ένας σέντερ φορ που μετατοπίστηκε προς τα πίσω επέτρεψαν την εξαιρετική κυκλοφορία της μπάλας στην επίθεση, που ταίριαζε με την ποδοσφαιρική αντίληψη που είχαν οι επιθετικοί.
Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική μία εικόνα από το βίντεο του παιχνιδιού, εκεί γύρω στα μισά του πρώτου ημιχρόνου, στην οποία ο σχολιαστής που περιγράφει παρατηρεί -με έναν τόνο ανάμεσα στην πλάκα και τον θαυμασμό- ότι «ο έξω αριστερά, ο Τσίμπορ, ήρθε σε θέση έξω δεξιά και πήρε την μπάλα!».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.