Aν μπορούσε κάποιος απ' τον Παναθηναϊκό να διαλέξει αντίπαλο, δεν νομίζω ότι θα επέλεγε τη Ρόμα, εκτός αν είχε όνειρο από μικρό παιδί να ταξιδέψει στη Ρώμη και δεν του έκατσε ποτέ. Διότι μπορεί η ιταλική ομάδα να είναι σε κάμψη, να έχει φύγει ο Σπαλέτι που της έδινε ένα ενδιαφέρον και ολόδικό του αγωνιστικό στυλ, να μην υπάρχουν πια Μαντσίνι, Ακουιλάνι και Κίβου, να μην είναι σε καμία περίπτωση ανταγωνιστική όχι μόνο για το σκουντέτο, αλλά ούτε για την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά δεν παύει να είναι μια ιστορική και αξιοσέβαστη ιταλική ομάδα –με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ορισμούς και σφυρίγματα διαιτητών, με προπονητή τον Ρανιέρι που καταφέρνει να νοικοκυρεύει όσες ομάδες αναλαμβάνει χωρίς πολλές φανφάρες και μερικούς παίκτες που είτε θα μπορούσαν να παίζουν σε ακόμα μεγαλύτερες ομάδες είτε έχουν περάσει από εκεί.
Στην πρώτη κατηγορία, εκτός του Τότι, ο οποίος είναι «τοτέμ» και υπεράνω κριτικής και ανάλυσης, υπάρχουν ο Ζουάν και ο Μεξές στην άμυνα, ο Ταντέι, ο Ντε Ρόσι κι ο Περότα στο κέντρο, ο Βούτσινιτς στην επίθεση. Και στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν ο Ρίισε της Λίβερπουλ και ο Σισίνιο με τον Μπαπτίστα της Ρεάλ.
Υπήρχαν ευκολότερες και δυσκολότερες ομάδες στην κληρωτίδα, οι οποίες δεν βρέθηκαν στον δρόμο του Παναθηναϊκού. Και υπάρχει –πέραν της Ρόμα– και μια ιστορική ευκαιρία στο επόμενο πλάνο: ο νικητής του ζεύγους Σάλτσμπουργκ – Σταντάρ Λιέγης, με άλλα λόγια ένας αντίπαλος στα μέτρα του Παναθηναϊκού (και φυσικά και της Ρόμα) αν στην ελληνο-ιταλική μονομαχία κάτσει η μπίλια στο γαλανόλευκο. Αυτό βέβαια είναι μια κουβέντα που ίσως να μας απασχολήσει έπειτα από μήνες. Αυτό που μας απασχολεί σήμερα, είναι το αιώνιο ρητορικό ερώτημα «πόσο μπορεί να προχωρήσει μια ελληνική ομάδα σε κάποια ευρωπαϊκή οργάνωση;». Και κάπου εκεί κοιτάμε τη φτωχή ευρωπαϊκή συγκομιδή των ελληνικών ομάδων από τη μία, την ανέλπιστη και πέραν κάθε φαντασίας επιτυχία της Εθνικής απ' την άλλη και μπαίνουμε σε σκέψεις.
Εδώ, επίσης, μπαίνουν στην εξίσωση οι ατάκες περί πρωταθλήματος και αυτοσκοπού, η αναγκαιότητα του ροτέισον για να είναι οι παίκτες φρέσκοι για πρωτάθλημα και Κύπελλο, σαν αντίβαρο έρχονται οι ατάκες του Νιόπλια, ότι ο Παναθηναϊκός οφείλει να προσπαθεί να κερδίζει ακόμα και στα φιλικά, και μπλέκεται το πράγμα. Σου λέει ο άλλος –και με το δίκιο του- «τι να την κάνω την πορεία στην Ευρώπη, αν είναι να φτάσω μέχρι τον ημιτελικό και χάσω και το πρωτάθλημα στην Ελλάδα; Κανείς δεν θυμάται τον τριτοτέταρτο στην Ευρώπη ούτε τον δεύτερο στην Ελλάδα». Τι θα έκανε ας πούμε ο προπονητής αν ο Σισέ είχε ένα μικροτραυματισμό κι ακολουθούσε το παιχνίδι με τη Ρόμα αύριο και η Λάρισα έπειτα από τέσσερις μέρες; Θα ρίσκαρε να τον βάλει στο Γιουρόπα Λιγκ και να τον χάσει για τη Σούπερ Λίγκα;
Δύσκολο το ερώτημα, ακόμα πιο δύσκολη η απάντηση. Ειδικά οι φίλοι του Παναθηναϊκού, που έχουν γαλουχηθεί με τις ευρωπαϊκές επιτυχίες αλλά έχουν νιώσει και στο πετσί τους την ελληνική κυριαρχία του Ολυμπιακού, θέλουν και το ένα και το άλλο, αλλά φοβούνται ότι στο τέλος μπορεί να μείνουν με άδεια χέρια. Η Ρόμα, πάντως, ως όνομα και ως ομάδα με δεδομένη χώρα προέλευσης, δίνει ένα έξτρα κίνητρο: αν αποκλείσεις την ιστορική Ρόμα, θα κερδίσεις σε πρεστίζ, αν αποκλειστείς, δεν θα είναι ξεφτίλα. Πρεστίζ που δεν θα είχες και ξεφτίλα που δύσκολα θα ξέπλενες αν στη θέση της Ρόμα ήταν, για παράδειγμα, η Ουνιρέα ή η Μακάμπι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.