Παλαιότερες

Αγγλικές ομάδες: η μεγάλη αγάπη των off shore

SportDay

Oταν ο Τόνι Μπλερ αποφάσισε το πλήρες άνοιγμα της αγγλικής οικονομίας στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, ελάχιστοι κατάλαβαν ότι αυτό θα περιλάμβανε και το ποδόσφαιρο. Ακόμα λιγότεροι, μάλιστα, κατάφεραν να δουν τις –όχι και τόσο– μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που μπορεί να είχε κάτι τέτοιο στις ομάδες και το αγγλικό ποδόσφαιρο. Κάποιες σκόρπιες φωνές που ψέλλισαν κάτι για κινδύνους σκεπάσθηκαν από την κατηγορία του απομονωτισμού και της αντιδραστικής στάσης απέναντι στην πρόοδο που έφερνε η παγκοσμιοποίηση.

Η πραγματικότητα τελικά δικαίωσε εκείνους τους λίγους. Η διάλυση του όποιου προστατευτικού πλαισίου υπήρχε για το ποδόσφαιρο οδήγησε στην πώληση των αγγλικών ομάδων σε επενδυτές με όχι και τόσο ξεκάθαρα κίνητρα. Το μόνο ξεκάθαρο –ακόμα και με όρους οικονομίας– είναι τα χρέη. Είναι γνωστό το τεράστιο χρέος που έχουν συσσωρεύσει οι τέσσερις ισχυρότερες αγγλικές ομάδες, από τις οποίες η Αρσεναλ είναι η μόνη που έχει μια σταθερή οικονομική δυναμική που μπορεί να οδηγήσει στην αποπληρωμή του.

Η Τσέλσι εξαρτάται από τη διάθεση του Αμπράμοβιτς, στον οποίο χρωστά 600 και κάτι εκατομμύρια ευρώ, η Λίβερπουλ έχει ήδη μπει σε περιπέτειες, στις οποίες θα μπει και η Γιουνάιτεντ αν δεν φθάσει τουλάχιστον στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και δεν τερματίσει τουλάχιστον δεύτερη στο πρωτάθλημα. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι ο Αμερικανός ιδιοκτήτης της δεν θα την πουλήσει μαζί με τα χρέη που της φόρτωσε.

Οι Γερμανοί, όπως σημείωνα χθες, έχουν επιλέξει να διαφυλάξουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ομάδων τους για να αποτρέψουν τους κινδύνους συσσώρευσης μεγάλων χρεών σε περίπτωση εξαγοράς από ξένους επενδυτές. Βέβαια, η Πρέμιερ Λιγκ έχει θεσπίσει μια δοκιμασία για κάθε ιδιοκτήτη ομάδας, σε μια προσπάθεια να ελεγχθούν σε κάποιο βαθμό η νομιμότητά του και η προέλευση των χρημάτων του. Η αποτελεσματικότητα αυτής της δοκιμασίας δεν λειτουργεί πάντα, διότι αρκετές φορές έρχεται εκ των υστέρων για να αμφισβητήσει κάτι που έχει ήδη συμβεί και δεν μπορεί να αναιρέσει.

Η περίπτωση του Τακσίν Σιναβάτρα στη Μάντσεστερ Σίτι είναι από τις πιο χαρακτηριστικές. Τον τελευταίο καιρό πολλές αγγλικές ομάδες έχουν γίνει αντικείμενο εξαγοράς. Η επικαιρότητα μας τροφοδοτεί με ένα σωρό περιπτώσεις, που αν δεν είναι ύποπτες είναι τουλάχιστον περίεργες, κυρίως λόγω της εμπλοκής αρκετών off shore εταιρειών. Το περασμένο Σάββατο η «SportDay» είχε μια αναφορά στην περίπτωση της Νοτς Κάουντι, της οποίας η εταιρεία που είχε την πλειοψηφία των μετοχών –και είχε χρεώσει την ομάδα– αγοράστηκε από κάποια off shore, η οποία με τη σειρά της πούλησε την ομάδα σε μια θυγατρική της, επίσης off shore, με έδρα τον φορολογικό παράδεισο των Παρθένων Νήσων.

Γενικά οι off shore εταιρείες χρησιμοποιούνται για την αποφυγή της φορολογίας και για το ξέπλυμα κεφαλαίων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Αυτή τη στιγμή η Πρέμιερ Λιγκ και η Φούτμπολ Λιγκ (που έχει την εποπτεία των κατηγοριών κάτω από την Πρέμιερ), εκτός από την περίπτωση της Νοτς Κάουντι –της οποίας έχει γίνει ήδη η πώληση–, ερευνά την Πόρτσμουθ, την ΚΠΡ, τη Λιντς και φαίνεται ότι σειρά θα πάρει η Μπέρμιγχαμ Σίτι.

Η τελευταία πουλήθηκε πριν από λίγο καιρό σε έναν επιχειρηματία από το Χονγκ Κονγκ, τον Κάρσον Γέουνγκ, ο οποίος αγόρασε την ομάδα μέσω μιας εταιρείας ονόματι Grandtop, της οποίος, όμως, ο Γέουνγκ δεν έχει πλέον τον έλεγχο, διότι αυτός έχει περάσει σε δύο κινεζικές εταιρείες –που κανείς δεν γνωρίζει ποιος τις ελέγχει– και οι οποίες, μάλιστα, εδρεύουν στον φορολογικό παράδεισο των Παρθένων Νήσων.

Στον αγγλικό και τον διεθνή οικονομικό Τύπο πληθαίνουν οι αναφορές για την πηγή χρηματοδότησης του Γέουνγκ, που υποστηρίζουν πως είναι ένα καζίνο στο Μακάο. Ολος αυτός ο παραλογισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη μετεξέλιξη των ομάδων σε επιχειρήσεις και τη λειτουργία τους σε ένα πλαίσιο που δεν έχει νόμους. Μόνο χρέη και δυσάρεστες ιστορίες.

Η άλλη φούσκα

Oταν κάποιες αμερικανικές τράπεζες ανακάλυψαν πόσο κερδοφόρα ήταν η αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου, τα χορηγούσαν με μεγάλη ευκολία και χωρίς ελέγχους για την ικανότητα –όσων τα έπαιρναν– να τα αποπληρώσουν. Πάνω σε αυτά τα δάνεια στήθηκε μια τεράστια κερδοσκοπική φούσκα, για την οποία οι τράπεζες αδιαφόρησαν.

Τους αρκούσε που συγκέντρωναν χρήμα και τα στελέχη τους κυνηγούσαν τα υψηλά μπόνους που είχαν φθάσει σε προκλητικό ύψος. Η φούσκα έσκασε και τις συνέπειές της βιώνουμε όλοι τώρα, οι περισσότεροι με οδυνηρό τρόπο. Στην Αμερική μετά το ξέσπασμα της κρίσης υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 100 τράπεζες πτώχευσαν. Και κάποιες που δεν πτώχευσαν –κι όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο– σώθηκαν χάρη στις κρατικές ενισχύσεις.

Οι φωνές που ακούγονταν πέρυσι μεσούσης της κρίσης περί αναμόρφωσης του τραπεζικού συστήματος χάθηκαν μόλις οι τράπεζες στηρίχθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έριξαν αφειδώς χρήμα στις αγορές. Οι τράπεζες, αφού κερδοσκόπησαν ασύστολα δανείζοντας ιδιώτες και επιχειρήσεις, τώρα ανακάλυψαν την καινούργια «φάμπρικα». Δανείζονται από την κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα, με ένα επιτόκιο γύρω στο 1% και στη συνέχεια αγοράζουν κρατικά ομόλογα με επιτόκιο 5% και εξασφαλίζουν την κερδοφορία τους.

Τα κρατικά ομόλογα μετά τα θέτουν ως εγγύηση στην κεντρική τράπεζα και δανείζονται εκ νέου. Μάλιστα, οι ελληνικές τράπεζες είναι «μανούλες» σε αυτό το κολπάκι μέσα στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα έχει το 1% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και οι τράπεζές της έχουν δανειστεί το 7,3% των χρημάτων που έχει δανείσει η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα και έτσι μπορούν να «κοκορεύονται» ότι παρουσιάζουν κέρδη μεσούσης της κρίσης, που πλήττει την πραγματική οικονομία και τις τσέπες όλων μας. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό.

Πολλά χρηματιστήρια παουσιάζουν μεγάλη άνοδο, πολλές τράπεζες παρουσιάζουν κέρδη και κάποιοι αντί να δουν την καινούργια φούσκα που ετοιμάζεται, αρχίζουν να μιλούν για ανάκαμψη. Με την ανεργία να εκτοξεύεται σε όλο τον κόσμο και ειδικά στις ΗΠΑ η πραγματική ανεργία έχει φθάσει στο 20%, 1,5 εκατομμύριο παιδιά είναι άστεγα και το 10% του πληθυσμού ζει με τα συσσίτια. Που, φυσικά, δεν τα οργανώνουν οι τράπεζες και δεν τα πληρώνουν οι κυβερνήσεις.

Από νωρίς

Ακόμα δεν έχει βγει ο Νοέμβριος και στις εφημερίδες έχει ξεκινήσει μια παρέλαση υποψήφιων μεταγραφικών στόχων κάποιων ελληνικών ομάδων για την περίοδο του Ιανουαρίου. Για την ακρίβεια, τα ονόματα που εμφανίζονται συχνά στα πρωτοσέλιδα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τους δύο μεγάλους.

Πρόκειται, άλλωστε, για τις δύο πιο εμπορικές ομάδες, αλλά αναρωτιέμαι αν αυτή η πρακτική των εφημερίδων συμβάλλει στη σωστή ενημέρωση και γενικότερα στην αθλητική παιδεία των φιλάθλων. Τι νόημα έχει η προβολή ενός ονόματος που μπορεί μέσα σε ένα μήνα να έχει ξεχαστεί;

Κι αν υποθέσουμε ότι ο Ολυμπιακός έχει ένα ρόστερ με ελλείψεις τις οποίες δεν έχει πρόθεση να καλύψει όλες –εξαιτίας του χρηματικού κόστους– και ο ΠΑΟ ενδέχεται να κάνει μία ή το πολύ δύο μεταγραφές –σύμφωνα με το ρεπορτάζ–, αναρωτιέμαι ποια δημοσιογραφική αξιολόγηση επιβάλλει την προβολή στα πρωτοσέλιδα αυτών των υποψήφιων μεταγραφών. Εχουμε σκεφθεί μήπως αυτή η πρακτική εκπαιδεύει τους αναγνώστες σε ένα συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης του ποδοσφαίρου; Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x